Ασφυξία

H κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τον εγκλεισμό, τον ανανέωσε, τον διαιώνισε για να νομοθετήσει βολικά σε κατάσταση εξαίρεσης.

Δημήτρης Ακριβούλης
ασφυξία-735228
Δημήτρης Ακριβούλης
Εικόνα: Βούλα Κωστάκη

Σε πρόσφατο άρθρο του στην Εποχή («Μπορεί η Ελλάδα να γίνει Ουγγαρία;» 7/3/2021), ο Δημήτρης Χριστόπουλος εντόπισε την αφετηρία του ελληνικού ορμπανισμού στην πρόθυμη διαχείριση του προσφυγικού το Φθινόπωρο του ’19. Η γνώμη μου, όμως, είναι πως η αρχή του τέλους ορίστηκε νωρίτερα, με την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.

Η κυβερνητική αυτή επιλογή και η αδιαφορία της κοινωνίας απέδειξαν εξαρχής ότι ήμαστε ήδη έτοιμοι να θυσιάσουμε το Σύνταγμα και το Πανεπιστήμιο στο όνομα της τεχνικής. Θα έπρεπε ήδη να γνωρίζουμε πως ο εναγκαλισμός της γεννά τον φασισμό.

Τον Αύγουστο του ’19 ελάχιστοι διέβλεπαν πού θα οδηγηθούμε. Το άσυλο δεν ήταν στο επίκεντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος (άρα ψηλά στην αντιπολιτευτική ατζέντα). Πάντως το Σύνταγμα τότε παραβιάστηκε, με τον ν. 4623/2019 και την εξίσωση του πανεπιστημιακού με τον δημόσιο χώρο. Κι εμείς κοιτούσαμε. Με τον πρόσφατο ν. 4777/2021 τέθηκαν οι τεχνικές λεπτομέρειες της παραβίασης και, προφανώς, της προσβολής ενώπιον του ΣτΕ των διοικητικών πράξεων που αυτός θα γεννήσει. Κι εμείς πάλι κοιτούσαμε.

Η κυβέρνηση συνέχισε συστηματικά και συνεχίζει να επικαλείται την «κοινή λογική» ως συνώνυμη της κοινής γνώμης, της γνώμης μιας θρυμματισμένης, φοβισμένης κοινωνίας, που θα έμοιαζε περισσότερο με τυχαία συνάθροιση μονάδων, αν αυτές είχαν το δικαίωμα ή έστω τη διάθεση να συναθροιστούν πολιτικά. Κι εμείς πάλι κοιτάμε, σαν να αρκούσε η δημοσκοπική απόκριση να υποκαταστήσει συνταγματικά κατοχυρωμένες διαδικασίες και αυξημένες πλειοψηφίες.

Κι αφού η Παιδεία δεν συγκίνησε, η ελπίδα στράφηκε στο Σύνταγμα, που θα ’πρεπε όλους να μας νοιάζει. Τα ίδια. Είχαμε ήδη εξοικειωθεί με την καθημερινή παραβίαση συνταγματικών διατάξεων στο όνομα της έκτακτης ανάγκης που γέννησε η πανδημική κρίση, μα και της χρηστικής διαχείρισης (κατάργησης) θεσμών και δικαιωμάτων που δυσλειτουργούν. Κι αφού ούτε το Σύνταγμα μας έβγαλε στους δρόμους, μονάχα η ασφυξία θα το κατάφερνε. Και το κατάφερε. «Θολά νερά» λένε πολλοί. Δεν έχουν άδικο. Ο κόσμος που δεν βγαίνει στους δρόμους για τα παιδιά και για το Σύνταγμα, θα επιστρέψει σπίτι του με δύο κινήσεις τακτικές. Μα κι αν παραμείνει στον δρόμο, τα τέρατα παραμονεύουν. Προσοχή λοιπόν.

Τι ήταν όμως αυτό που μας κράτησε στο σπίτι με όλα αυτά; Σκεφτείτε. Ήταν μονάχα η βία των αστυνομικών και του στρατού της χούντας που έκανε τον κόσμο να ντύσει με στοργή τους φοιτητές το ’73; Συνήθιζα να πιστεύω πως ήρθε τότε στην Ελλάδα, με καθυστέρηση ως συνήθως, το πνεύμα της Ευρώπης, του γαλλικού Μάη του ’68. Ίσως, μα όχι πλήρως. Πώς άλλωστε θυμόμαστε το Πολυτεχνείο; Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου;

Είναι η τρεμάμενη φωνή του Παπαχρήστου να απαγγέλει τον εθνικό μας ύμνο και να ξυπνά εικόνες της ευγενέστερης επαναστατικής στιγμής, της Εξόδου του Μεσολογγίου. Η φωνή εκείνη δεν διάβασε αποσπάσματα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ή το Θεός και Κράτος ούτε διατάξεις από το Σύνταγμα του ’52. Κι αν φαντασιωνόμαστε τη διαρκή αριστερή, δημοκρατική ή επαναστατική ορμή μας, σφάλλουμε. Ήταν ο εθνικός Λόγος που καθόρισε την κοινωνική μας εμπειρία, αλλά και την ανάμνησή της. Πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε, μα λίγα σχετικά. Κι όπως προείπα, τα τέρατα σήμερα καραδοκούν.

Η κυβέρνηση τα ξέρει όλα αυτά, τα βλέπει. Εκμεταλλεύτηκε τον εγκλεισμό, τον ανανέωσε, τον διαιώνισε για να νομοθετήσει βολικά σε κατάσταση εξαίρεσης. Δυστυχώς δεν έχει απλώς στραμμένο το βλέμμα προς τα τέρατα. Επιλέγει καθημερινά να τους είναι αρεστή.

Όμως ο παρατεταμένος εγκλεισμός και η αμετροεπής, δημοσκοπικά πυροδοτούμενη παρόρμησή της να επιβάλει τη δική της κανονικότητα φαίνεται ήδη να επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα. Δεν ήταν η αστυνομική βία μόνη, ούτε η ιδεολογική συμπάθεια προς τις αντιδράσεις της νεολαίας και των φοιτητών, ούτε η συνταγματική μας ευαισθησία, ούτε κομματικοί μηχανισμοί που κατέβασαν τον κόσμο στον δρόμο.

Ό,τι κατάφερε ο εθνικός Λόγος πενήντα χρόνια πριν, το πέτυχε η ασφυξία της κοινωνίας. Η κυβέρνηση ελπίζει να «δώσει ανάσα στην αγορά» με το άνοιγμά της το συντομότερο δυνατόν, με κάθε τίμημα. Όμως η ασφυξία δεν είναι μονάχα οικονομική. Η περίοδος χάριτος έχει σχεδόν τελειώσει, εξού και η επίσπευση των εκλογών. Μαζί της όμως τελειώνουν και οι ανάσες. Το παράδοξο είναι ότι όσο μικραίνουν οι ανάσες τόσο αυξάνεται κι η δυσωδία.

* Ο Δημήτρης Ακριβούλης είναι Αναπλ. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συντονιστής (με τον Καθηγητή Κυριάκο Κεντρωτή) της σειράς Ανοιχτών Διαλέξεων διεθνούς πολιτικής θεωρίας Politics First.

Πρόσφατη δημοσίευση: Beyond Suspicion: Humanitarian Intervention and the Hermeneutics of Suspicion and Naïveté, London: Routledge (Interventions), υπό έκδοση.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα