Η αστυνομική βία και το αίτημα για την αποδόμηση της
Οι κυβερνήσεις οπλίζουν τα σώματα ασφαλείας, η ανάγκη για αστυνόμευση είναι ο φαύλος κύκλος. Συμβολίζει την εποχή μας όμως
Η δεξιά όχθη του Παρισιού είναι κομμένη στα δύο. Χιλιάδες αστυνομικοί σχηματίζουν ένα τοίχος με στόχο να εμποδίσουν τη συγκέντρωση διαφορετικών μπλοκ διαδηλωτών, σπασμένων σε διαφορετικά σημεία της πόλης (συνδικάτα, φοιτητές, οργανώσεις της Αριστεράς και της Δεξιάς, Κίτρινα Γιλέκα) στην Αψίδα του Θριάμβου. Ένας αστυνομικός με σταματάει τη στιγμή που προσπαθώ να περάσω ανάμεσα από το μπλοκ της αστυνομίας. Βλέπει ότι μιλάω Γαλλικά με προφορά, μου ζητάει την ταυτότητα μου, και με ψάχνει από πάνω μέχρι κάτω.
Καταλαβαίνω ότι κάπου μέσα του στεναχωριέται. Είμαι ένας απλός «Ευρωπαίος» διαδηλωτής. Ήλπιζε ότι θα είμαι Άραβας με αυτό το φιζίκ. Μία εύκολη προσαγωγή σε μία μέρα που έγιναν χιλιάδες. Με την παρέμβαση των φίλων μου με αφήνει να φύγω.
Είμαι λευκός, άνδρας, μάλλον στρέιτ, Έλληνας. Αυτό το μικρό περιστατικό δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα τραβάνε οι μετανάστες, οι τρανς, οι χρήστες ναρκωτικών, ό,τι η κοινωνία δεν αξιολογεί ως «φυσιολογικό» και «καθώς πρέπει». Όταν ο George Floyd σκοτώνονταν, ένα πλήθος ερευνών(ενδεικτικά), κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο, επιβεβαίωσε και με νούμερα αυτό που ήδη υποπτευόμασταν. Οι αστυνομικοί είναι πιο πρόθυμοι να στοχεύσουν και να πατήσουν τη σκανδάλη γρηγορότερα στις κακόφημες συνοικίες, εκεί που κατοικούν οι φτωχοί, οι μαύροι, και οι Λατίνοι, ή να βιοπραγήσουν γενικά απέναντι τους, δείχνοντας μία ιδιαίτερη προτίμηση για τον έλεγχο τους.
Αυτό που είναι πιο δύσκολο να επιβεβαιωθεί είναι αν υπάρχει κάτι ξεχωριστό με την Αστυνομία. Ως άνθρωποι που ζουν σε αυτή την κοινωνία, θα υιοθετούν ως ένα βαθμό το λόγο για το φυσιολογικό και το αφύσικο όπως επικρατεί γενικά. Το κάνει όμως η Αστυνομία ως σώμα; Και το υιοθετεί προς το χειρότερο;
Το ερώτημα είναι κρίσιμο αφού εδώ δεν μιλάμε για απλούς «πολίτες», μιλάμε για οπλισμένους ανθρώπους που εκτίθενται πολλές φορές σε δύσκολες καταστάσεις, και που εκτελούν ένα δημόσιο έργο. Αυτή η μοναδική ικανότητα τους να καθορίζουν το γυμνό σώμα (να έχουν τα μέσα να το στιγματίσουν για μία ζωή) είναι που κάνει και ακόμα ένα ερώτημα ακόμα πιο επιτακτικό: Yπάρχει όντως έκρηξη της αστυνομικής βίας και αν ναι πως θα προσδιορίζαμε τα αίτια της;
Θα δώσω μία πρόχειρη απάντηση.
Αυτό που προκύπτει σαφώς από τις εικόνες που κάνουν το γύρο της παγκόσμιας πλέον δημόσιας σφαίρας, από τις ΗΠΑ, στη Γαλλία και στο Βόλο ως τα Χανιά, και που εντείνουν το συναίσθημα των πολιτών και τη δυσπιστία απέναντι στις αστυνομικές πρακτικές, είναι ότι η αστυνομική αυθαιρεσία διογκώνεται. Μαζί με τα έξοδα για εξοπλισμούς στρατιωτικού τύπου, την τελειοποίηση των εργαλείων καταστολής. Και στην Ελλάδα, μαζί με τον αριθμό των αστυνομικών. Εκτός από τους “άτυπους” σχολιαστές στα social media, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητα δημοσιογραφικά πρακτορεία, πολιτικοί και φορείς, όλοι παρατηρούν με μεγάλη ανησυχία ή και τρόμο την κατάσταση.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλές ανάλογες μελέτες για την έκταση της βίας. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι σπάνια οι ΕΔΕ καταλήγουν σε πορίσματα πειθαρχικά για εκείνους που ελέγχονται, πράγμα που έχει οδηγήσει μέχρι και τα «Νέα» (που επικαλούνται το Συνήγορο του Πολίτη) στο πόρισμα περί «συντεχνιακής ανοχής». Ή ότι για περιπτώσεις αχρείαστης βίας, ως το 2011, για 15 έτη, αποπέμφθηκε μόνο ένας ΜΑΤ.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι έχουμε ως πολίτες (θλιβερά) αποσπάσματα. Ξέρουμε για την ατιμωρησία. Ξέρουμε ότι όταν δεν λειτουργούν οι εσωτερικοί έλεγχοι δεν υπάρχει κάτι που να συγκρατεί τους αστυνομικούς. Και κατά καιρούς έχουμε και ενδείξεις. Άλλοτε μικρές, και άλλοτε μεγαλύτερες… Το ερώτημα είναι αν πρόκειται τελικά για «μεμονωμένα περιστατικά», όπως ισχυρίζονται όσοι δεν διαπιστώνουν προβλήματα με την Αστυνομία, και όπως το 2012 απέρριψε η περιβόητη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας.
Είναι όλα αυτά τότε «μεμονωμένα περιστατικά»;
Παραθέτω ορισμένα στοιχεία της σχέσης της Αστυνομίας με την ΧΑ και την ακροδεξιά από την εξαιρετική μελέτη του Δημήτρη Χριστόπουλου, που δυστυχώς σταματάει στο 2015. Θα δούμε ότι δύσκολα μπορεί να αντισταθεί κανείς στο συμπέρασμα του συγγραφέα, που συμφωνεί με αυτά άλλων ερευνητών από άλλες χώρες (ενδεικτικά), ότι η Αστυνομία, αν όχι οι πολιτικές διοικήσεις, όλο και περισσότερο υιοθετεί η ίδια αυταρχικές αντιλήψεις και συμπεριφορές και ότι αυτές επικοινωνούν με το σύμπαν των εννοιών της ακροδεξιάς και του νεοφασιστικού λόγου.
Είμαστε στην επομένη της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από την ΧΑ όταν και αποφασίζεται επιτέλους η διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με το βαθμό διείσδυσης του κόμματος στις τάξεις της Αστυνομίας. Κατά την ανακοίνωση της γνωστοποίησης της απόφασης του Υπουργού από τον υπεύθυνο Ταξίαρχο που θα διεξήγαγε την έρευνα, διαβάζουμε τα εξής:
“προκειμένου να διασφαλιστεί κατά απόλυτο τρόπο η αντικειμενικότητα στην έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, αντικαθίστανται και μετακινούνται σε άλλες υπηρεσίες: ο Υποστράτηγος, Προϊστάμενος του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, ο Αστυνομικός Διευθυντής, Διοικητής και ο Αστυνομικός Υποδιευθυντής, Υποδιοικητής της ΕΚΑΜ, ο Αστυνομικός Διευθυντής, Προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ο Αστυνομικός Υποδιευθυντής, Προϊστάμενος του Τμήματος Όπλων και Εκρηκτικών της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ο επικεφαλής της διμοιρίας της ΥΑΤ στο Κερατσίνι, τα μέλη της οποίας φέρονται σύμφωνα με φωτογραφίες και καταγγελίες να πετούν πέτρες κατά τη διάρκεια των επεισοδίων της 18.9.2013, χωρίς να παρεμποδίζονται και χωρίς να συλλαμβάνονται, ο Αστυνόμος, Διοικητής της Ομάδας ΔΕΛΤΑ, ο Αστυνόμος, Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Νίκαιας”
Αναφέρω το απόσπασμα εκτενώς διότι αν μη τι άλλο μας δείχνει το εύρος στις θέσεις, των στελεχών, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονταν ή υπήρχε φόβος ότι συνδέονται με τη ΧΑ. Πολλοί εκ των οποίων, υψηλά στη θεσμική ιεραρχία.
Το ίδιο θα συμβεί και με χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, ή απλούς αστυνομικούς στην επαρχία, αλλά και με πρόσωπα που υπηρετούν σε θέσεις κλειδιά, όπως ένας προϊστάμενος της ΕΥΠ που ήταν και ο υπεύθυνος για την παρακολούθηση του κόμματος, ή ο αρχηγός του τμήματος του Αγίου Παντελεήμονα, περιοχή-ορμητήριο της οργάνωσης.
Παραδείγματα βέβαια, αν δεν θυμάται, μπορεί να αναζητήσει και να βρει άπλετα κανείς στο διαδίκτυο. Και από ακόμα πιο παλιά.
Χαρακτηριστική είναι τελικά και η εκλογική επίδοση της ΧΑ στα εκλογικά κέντρα με αυξημένη τη συμμετοχή των αστυνομικών που υπηρετούν στη ΓΑΔΑ ή σε άλλα κρίσιμα τμήματα. Υπολογίζεται ότι κυμαίνεται ανάμεσα σε 40% με 50%. Και το γεγονός ότι ο συνεργάτης του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο κ.Μπαλτάκος, είχε προσκληθεί από την Αστυνομία το 2013 σε ενημερωτική εκδήλωση προς μέλη της ομάδας ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ για να παραδώσει διάλεξη σε σχέση με τις συνήθειες των Σπαρτιατών, και την κρυπτεία (η άσκηση των νέων Σπαρτιατών για τον έλεγχο και το φόνο των ειλώτων, του κατώτερου στρώματος της κοινωνικής ιεραρχίας).
Τι άλλο, αναρωτιέται και κ. Χριστόπουλος, έπρεπε να συμβεί, ώστε να αναλάβει η πολιτεία δράση, αν δεν είχε αναλάβει ήδη, προς την λάθος κατεύθυνση; Έπρεπε να χάσουμε έναν αθώο Έλληνα, αφού δεν κουνήθηκε φύλλο από τη νεοφασιστική θύελλα όταν τα παράνομα τάγματα ασφαλείας είχαν δολοφονήσει έναν μετανάστη μερικούς μήνες πριν;
Αυτή η ελαστική (στην καλύτερη) αντιμετώπιση της ΧΑ από την Αστυνομία οφείλονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική συγγένεια πολλών εκ των αστυνομικών με το κόμμα ή με το μήνυμα του. Πράγμα που μας οδηγεί στο να πούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα περιστατικά. Και αν αυτό συνέβη παλιά, και αν μετά τη δίκη της οργάνωσης ήταν ο περιορισμός της διείσδυσης της, δύσκολα πάντως μπορούμε να πιστέψουμε ότι το σύμπαν των σημασιών που τροφοδοτεί τέτοιες νοοτροπίες τελικά από τη μία μέρα στην άλλη εξαφανίστηκε.
Βέβαια, όπως παρατηρεί και πάλι ο κ. Χριστόπουλος, δεν πρέπει πάντως να οδηγήσουμε το επιχείρημα στο άκρο του. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει κανείς ότι αυτό που τελικά δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της αστυνομίας ήταν μία συγκεκριμένη εργασιακού τύπου νοοτροπία, ένα esprit de corps, αλλά όχι ότι αυτό θα συνεπάγεται απαραίτητα την εξίσωση του αστυνομικού με τον φασίστα.
Κάτι που πολλές φορές οδηγεί σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία, προλειαίνοντας το έδαφος στην ουσία για να ολοκληρωθεί τελικά και η ταύτιση για την οποία γίνεται λόγος, με την ακροδεξιά ρητορική, στη λογική όμως της αυτοάμυνας.
Ποια είναι η νοοτροπία εργασιακού τύπου όμως, για να τα δούμε από την αρχή τα πράγματα (και εδώ ξεφεύγω από την ανάλυση του κ. Χριστόπουλου);
Στις πορείες στο εσωτερικό των διμοιριών ή και σε παρέες τους, ή όταν εκτελούν τα καθήκοντα τους, οι αστυνομικοί πολλές φορές εκτίθενται σε ένα πλήθος κοινωνικών φαινομένων που θα τα χαρακτήριζες σίγουρα δυσάρεστα. Αυτή η καθημερινή τριβή πχ. με την άθλια συνθήκη ζωής που καταδικάζονται οι μετανάστες αντιμετωπίζεται πολλές φορές και ως το καθημερινό πρόβλημα, κάτι σαν «εγώ τώρα σε τι φταίω;», ακόμα και αν στο φρόνημα ο αστυνομικός δεν αναπαράγει τελικά το στερεοτυπικό λόγο της άκρας δεξιάς. Η αναπαράσταση του ως φασίστα από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, και δη μερίδων της Αριστεράς, τον οδηγεί πολλές φορές στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι πράγματι το μεγάλο του εργασιακό πρόβλημα. Όχι οι χαμηλοί μισθοί. Όχι η εντατικοποίηση της εργασίας του. Όχι το κοινωνικό πρόβλημα που δημιουργεί την ανισότητα που δημιουργεί πχ. τη μετανάστευση. Ή οι όντως καθόλου άμοιροι των ευθυνών συνάδελφοι του που δίνουν πάτημα με την ανομία τους.
Έτσι, ειδικά για ένα πλήθος νέων στελεχών, και ιδίως για αυτούς που προσλήφθηκαν χωρίς ειδικές εξετάσεις και ειδικά μαθήματα στη σχολή, ως έκτακτο προσωπικό, στα σώματα που αφορούν στην απόσβεση των κοινωνικών διαμαρτυριών (ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑ, ΜΑΤ), οι νεότεροι αυτοί αστυνομικοί ήταν πιο επιρρεπής από τους άλλους στο ρατσιστικό και μισαλλόδοξο λόγο.
Όμως και εδώ, αυτή είναι μόνο η μία όψη. Διότι για ιστορικούς λόγους, η αστυνομία στη χώρα μας συνδέεται σχεδόν συνειρμικά, αυτόματα, με το έργο όχι της πάταξης της χαμηλής ούτως ή άλλως εγκληματικότητας ποινικού τύπου, αλλά με την προστασία του κράτους από τον εσωτερικό εχθρό. Ήταν το ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης που τη θεμελίωσε και στο μετεμφυλιακό κράτος ήταν κυρίως τα τάγματα εφόδου που προμήθευσαν την αστυνομία με ιδεολογικό πλαίσιο και έμψυχο δυναμικό.
Κάτι που άλλωστε επιβιώνει και στο φαντασιακό των ίδιων των πολιτών, στο σύμπαν των σημασιών εκείνων που χρησιμοποιούν σήμερα τη λέξη «χούντα» για να περιγράψουν τις (όχι και τόσο σπάνιες πάντως) παραβάσεις καθήκοντος. Και κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, δεδομένου ότι για πολλούς αστυνομικούς το έργο τους ταυτίζεται ακόμα με την άμυνα ενάντια «στους αριστερούς εχθρούς» που τους βασανίζουν (άοπλοι) στους δρόμους.
Εδώ όμως είναι που ανοίγεται μπροστά μας το μεγάλο ζήτημα του πως τελικά έχει αλλάξει η φύση της ίδιας της λογικής της αστυνόμευσης. Το πως, για λόγους σημασιών, η αστυνόμευση για πολλούς συμπολίτες μας είναι μία απόλυτη προτεραιότητα και τροφοδοτεί την αστυνομία με συμβολική δύναμη ώστε να αυθαιρετεί. Αν, ας πούμε, στις ΗΠΑ, το σενάριο έχει πιο έντονα το στοιχείο του racial profiling, του ταξικού ρατσισμού που συνδυάζεται με το χρώμα, στην Ελλάδα όπου ο όρος «μειονότητα» ποινικοποιείται όλο και περισσότερο από την ηγεμονία του συντηρητικού λόγου, αυξάνεται και η ανάγκη για προστασία της χώρας από τους «κακούς μέσα» και «τους κακούς έξω».
Αλλιώς πως να εξηγήσεις ότι μία κυρία από την επαρχία, ένα μικρό χωριό, μου είχε διαμαρτυρηθεί ότι πλέον δεν κοιμάται με ακλείδωτη πόρτα; Σε μία περιοχή που το μεγαλύτερο «έγκλημα» είναι η διακίνηση χασίς…
Με αυτό τον τρόπο η αυθαίρετη «είδηση», που αναπαράγεται από τα ΜΜΕ σε 1 δευτερόλεπτο, σχετικά με ένα έγκλημα «αλλοδαπού», τα fake news, η φτώχεια και η ανασφάλεια, οι συνθήκες εργασίας των ίδιων των αστυνομικών, που δεν τους παρέχεται ούτε η στοιχειώδης ψυχολογική υποστήριξη, όλα αυτά εντείνουν από τη μία την ανασφάλεια των ίδιων των πολιτών, ιδίως των αδύναμων με εξάρτηση στην τηλεόραση…(μεγάλες ηλικίες), και από την άλλη το αίτημα για μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και επιθετική συμπεριφορά του αστυνόμου.
Το ίδιο πάντως και με τη «φύλαξη» της περιουσίας στις διαμαρτυρίες των πόλεων. Όπως και με τις περιπτώσεις των μαύρων, έτσι και με αυτές των «αντιεξουσιαστών», τα βίαια επεισόδια αποδίδονται στις μεμονωμένες ενέργειες απομονωμένων ατόμων και αντικοινωνικών οργανώσεων, αλλά σκοπίμως χρησιμοποιούνται με τέτοιον τρόπο και προβάλλονται έτσι ώστε να υποβαθμίζονται τα αιτήματα και των λοιπών ομάδων ή οργανώσεων που συνήθως οργανώνουν την ίδια την πορεία. Η θέση των μαύρων και τα αιτήματα τους όπως και οι κινητοποιήσεις τους για δίκαιη εργασία, για καλύτερες βιοτικές συνθήκες, για ισότητα, ταυτίζονται με το χάος μερικών «μπάχαλων» (που ζήτημα είναι αν προέρχονται από τις τάξεις των βασικών οργανώσεων), όπως ταυτίζονται οι πρόσφατές κινητοποιήσεις των φοιτητών και τα σύνθετα αιτήματα τους με εξωπανεπιστημιακές ομάδες και «μειονότητες».
Άλλωστε αν δεν αφήσεις στον αδύναμο ένα περιθώριο να εκφράσει κάπως τη δυσαρέσκεια του και τα αιτήματα του, κάτι που δεν μπορεί άλλωστε να κάνει συχνά λόγω της φτώχειας του, στο τέλος απομένει το νεοφιλελεύθερο credo – «και απέτυχε στη ζωή επειδή δεν ήταν άριστος και δεν ξέρει να φτιάχνει βιογραφικά, και συνεχώς διαμαρτύρεται».
Καταλήγουμε έτσι στο επίπεδο της αστυνομίας σε δύο μεγάλες τάσεις – το «warrior mentality», που λέει ο Vitale, ο ήρωας-αστυνομικός με το όπλο, σαν παίχτης στο Call of Duty, που τροφοδοτείται όμως από αυτό που υπάρχει και από πίσω, στο μυαλό των πολιτών. Που το εντείνει ο συντηρητικός λόγος, για να μην πω η συντηρητική κυβέρνηση. Ο αγώνας ενάντια στον παρείσακτο στην κοινωνία, και ένας αγχωμένος αλλά υπεροπλισμένος και πολλές φορές αλαζόνας αστυνομικός με το αίσθημα της αυτοεπιβεβαιώσης ότι αυτός που έχει απέναντι του είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα, μία μάστιγα, όχι η έκφραση του πως η κοινωνική συνοχή έχει για λόγους οικονομικούς ή αξιών (έλλειψης ανθρωπιάς) διαταραχθεί.
Τελικά όμως αυτό είναι και το μεγάλο τέρας που πρέπει να ελεγχθεί. Η κατάρρευση της ισότητας και της αλληλεγγύης που ενώνουν τους πολίτες στο πνεύμα των αξιών. Που στο τέλος ορίζουν προτεραιότητες και ιεραρχούν τις πολιτικές. Το αίτημα για αποστρατικοποίηση που διατυπώνουν οι πολίτες είναι άρα διττό. Διατυπώνεται από διαφορετικούς χώρους βέβαια. Μάλιστα φλερτάρει καμία φορά απειλητικά με την ιδέα ότι τάχα στην ιδανική κοινωνία δεν θα υπάρχει αστυνομία και άρα όποιος βρίσκεται στην αστυνομία σήμερα είναι ένα ζώο, σχεδόν ή τελείως φασίστας. Αλλά στον πυρήνα του εννοεί ότι δεν μπορεί να έχουμε χάσει τόσο πολύ αυτό το μέτρο, και απαιτεί έμπρακτες δράσεις και αλλαγές. Μέσα και έξω από την Αστυνομία.
Αυτές είναι οι δυνάμεις που συντείνουν και δημιουργούν ένα λόγο στον οποίο εμείς απαντάμε. Οι κυβερνήσεις οπλίζουν τα σώματα ασφαλείας, η ανάγκη για αστυνόμευση είναι ο φαύλος κύκλος. Συμβολίζει την εποχή μας όμως. Από τη δεκαετία του 70 άλλωστε, και με την άνοδο του Ρέιγκαν στην εξουσία, όταν αυξήθηκαν υπέρογκα στις ΗΠΑ οι δαπάνες που όπλιζαν δραματικά την αστυνομία με props του στρατού, επικράτησε μία αντίληψη του ανθρώπου στη λογική του κτήνους. Αν τον αφήσεις χωρίς αστυνομία θα παραβιάζει διαρκώς το νόμο. Θα σκοτώσει το γείτονα του. Κάτι σαν το κοινωνικό συμβόλαιο του Hobbes που θεμελίωσε όμως την απολυταρχία, τον πανίσχυρο Λεβιάθαν, όχι τους όρους μίας ανθρώπινης συνύπαρξης μεταξύ ίσων. Εμείς δεν ζούμε έτσι… Με μαύρες ζώνες, όπλα, πανάκριβα χημικά, κομμένες πόλεις και γειτονιές, και στρατηγικές φύλαξης για δέκα ανθρώπους… Νοοτροπίες και χρήματα χαμένα, στο πιο βαθύ και σκοτεινό παρελθόν μας..
Σήμερα τα αιτήματα για μία καλύτερη και πιο υγιή σχέση της αστυνομίας με τον πολίτη είναι ώριμα. Προετοιμάζουν μία άλλη νοοτροπία. Ούτε χαζοί ούτε και σαδιστές είμαστε κάθε φορά να μας δέρνουν τα βύσματα της μίας ή της άλλης κυβέρνησης, ούτε και ονειροπόλοι. Λιγάκι αξιοπρέπεια για αρχή, και την απαιτούμε!
Δύο χρήσιμα εγχειρίδια
Η έρευνα του Δημήτρη Χριστόπουλου «για το βαθύ κράτος και την ακροδεξιά στη σημερινή Ελλάδα» https://www.politeianet.gr/books/9789609535915-sullogiko-nisos-to-bathu-kratos-sti-simerini-ellada-kai-i-akrodexia-237220
Το βιβλίο του Alex S. Vitale “The End of Policing”, εκδόσεις Verso.