Η χώρα με την (όχι και τόσο) καταπληκτική ποιότητα ζωής

Μια πλασματική εικόνα και οι διαψεύσεις των αριθμών

Parallaxi
η-χώρα-με-την-όχι-και-τόσο-καταπληκτικ-882100
Parallaxi

Λέξεις: Δημήτρης Ιωάννου

Ένα tweet του πρωθυπουργού πριν από μερικές μέρες που συνέδεε την “καταπληκτική ποιότητα ζωής” στην Ελλάδα με τις “επιστροφές νέων από το εξωτερικό” ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα – εκ των οποίων άλλες οργισμένες, άλλες σαρκαστικές.

Για να είμαστε δίκαιοι, ο Κ. Μητσοτάκης φρόντισε να συμπεριλάβει μία σημαντική προϋπόθεση: “Αν μπορεί [η Ελλάδα] να προσφέρει καλή εργασία και καλές απολαβές”, έγραψε, “για κάποιον που είναι Έλληνας, η επιστροφή είναι περίπου μονόδρομος”. Είναι φυσικά ένα μεγάλο “αν”, το οποίο, στα δυόμισι χρόνια της διακυβέρνησής του παραμένει ζητούμενο, παρότι μία από τις κεντρικές προεκλογικές του εξαγγελίες ήταν οι “πολλές και καλές δουλειές”. Αλλά δεν είναι το μόνο.

Μια ματιά στον δείκτη ποιότητας ζωής του ΟΟΣΑ αρκεί για να διαψεύσει οικτρά την απόφανση του πρωθυπουργού. Από τους έντεκα επιμέρους δείκτες, η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο του πίνακα των 40 κρατών μελών του οργανισμού μόλις σε έναν (ισορροπία εργασιακής και προσωπικής ζωής) και στο πάνω μισό του μόλις σε έναν ακόμη (υγεία – χάρη κυρίως στο προσδόκιμο ζωής και την υποκειμενική αίσθηση καλής υγείας, που βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο). Στους υπόλοιπους εννέα δείκτες η χώρα βρίσκεται στο κάτω ένα τρίτο του πίνακα, με τις χειρότερες επιδόσεις (προτελευταία) να καταγράφονται στην ποιότητα των δικτύων κοινωνικής υποστήριξης, στην υποκειμενική αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή και – το μαντέψατε – στην εργασία.

Μετά από δέκα χρόνια διαρκών κρίσεων και σκληρής λιτότητας, ίσως τα παραπάνω να είναι λίγο πολύ αναμενόμενα. Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η χαμηλή θέση της Ελλάδας σε έναν δείκτη που παραδοσιακά θεωρούνταν δυνατό της χαρτί, έχοντας άλλωστε βασίσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική της ανάπτυξη και την όποια κοινωνική συναίνεση, τις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: τη στέγαση. Σύμφωνα με τη Eurostat, παρά το ακόμα υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης (~75%), η Ελλάδα έχει με διαφορά το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών στην ΕΕ που ξοδεύουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για τη στέγασή τους. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 36,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι πίσω στις σχετικές υποχρεώσεις τους (δόσεις στεγαστικού, ενοίκια ή λογαριασμούς), όταν ο μ.ο. στην ΕΕ είναι 8,5%.

Και όλα αυτά αφορούν το 2020. Άρα, πρέπει να προσθέσουμε την περαιτέρω συμπίεση των εισοδημάτων που επέφερε η πανδημία και τα λοκντάουν, τη διαρκή αύξηση των ενοικίων που παρατηρείται την τελευταία διετία στις μεγάλες ελληνικές πόλεις και, τέλος, την παγκόσμια ενεργειακή κρίση που πρόσφατα άρχισε να γίνεται αισθητή. Η τελευταία είναι πραγματικά τρομακτική, όχι μόνο γιατί ήδη επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την ενεργειακή φτώχεια που μαστίζει τα αστικά ιδίως νοικοκυριά τα τελευταία χρόνια, αλλά γιατί επηρεάζει συνολικά το κόστος διαβίωσης και τον πληθωρισμό.

Η τιμή της βενζίνης στην Ευρώπη

Στην πιθανή αντίρρηση ότι η πανδημία και η ενεργειακή κρίση είναι παγκόσμια φαινόμενα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι συνέπειές τους είναι εξαιρετικά άνισες, τόσο γεωγραφικά όσο και κοινωνικά. Για παράδειγμα, έχει πολλές φορές επισημανθεί ότι η Ελλάδα πληρώνει με δυσανάλογα υψηλές τιμές το ηλεκτρικό ρεύμα (και) λόγω της επίσπευσης της απολιγνιτοποίησης που αποφάσισε η κυβέρνηση. Επιπλέον, η τελευταία αρνείται να εξετάσει τη μείωση των ειδικών φόρων καυσίμων που είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Μια πρόχειρη επεξεργασία των στοιχείων για το κόστος των καυσίμων (από εδώ) και τον μέσο καθαρό μισθό στις χώρες της ΕΕ (από εδώ) δείχνει πως η η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η χειρότερη θέση μετά τις Βουλγαρία, Ρουμανία και Σλοβακία, ενώ την 4η ακριβότερη βενζίνη πληρώνουμε και σε απόλυτες τιμές, μετά τις Ολλανδία, Φινλανδία και Δανία – χώρες δηλαδή όπου, όχι μόνο οι πραγματικοί και κοινωνικοί μισθοί είναι πολύ υψηλότεροι, αλλά επιπλέον, με την εξαίρεση κάποιων μεγάλων τούνελ και γεφυρών, δεν έχουν καν διόδια στο (εξαιρετικό, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες) οδικό τους δίκτυο.

Σε ό,τι δε αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι δραματική. Ο σχετικός δείκτης ανθεκτικότητας στην COVID-19 του Bloomberg κατατάσσει τη χώρα 43η σε σύνολο 53. Δεν τη λες και ζηλευτή επίδοση. Το χειρότερο όμως είναι πως, μετά το καλοκαίρι του 2020, βρισκόμαστε σταθερά στις 5 χειρότερες χώρες της ΕΕ από άποψη θανάτων αναλογικά με τον πληθυσμό, πρώτοι και με διαφορά ανάμεσα σε αυτές της δυτικής Ευρώπης, στην οποία θεωρούσαμε μέχρι πρότινος ότι ανήκουμε. Είναι σίγουρο ότι, αν η τάση αυτή συνεχιστεί, πολύ σύντομα η Ελλάδα θα ξεπεράσει σε συνολική θνητότητα την Ιταλία και το Βέλγιο, χώρες που είχαν χτυπηθεί σφοδρά από το πρώτο κύμα της πανδημίας το οποίο εμείς αποφύγαμε.

Το αποτύπωμα αυτής της εξέλιξης στην ποιότητα ζωής όλων μας είναι βαθύ. Όχι μόνο γιατί, σύμφωνα με την περίφημη μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα, μεγάλο ποσοστό των θανάτων αυτών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν το ΕΣΥ είχε ενισχυθεί ουσιαστικά. Αλλά κυρίως γιατί ένα αποδεκατισμένο και εξουθενωμένο σύστημα υγείας, ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας του οποίου είναι το σημαντικότερο όπλο της χώρας στη μάχη της πανδημίας (και ο μόνος λόγος που δεν ξύνουμε τον πάτο της αξιολόγησης του Bloomberg), αφήνει ολοένα και περισσότερο χώρο στα ιδιωτικά συμφέροντα του χώρου της υγείας, που προορίζονται από τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς να εισβάλουν για τα καλά και στο ΕΣΥ καθαυτό. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η κυβέρνηση επέλεξε μην κάνει τίποτα για να το ενισχύσει, ποντάροντας συνεχώς σε ευνοϊκές εξωτερικότητες: αρχικά στο καλοκαίρι του ‘20, έπειτα στα εμβόλια, κατόπιν στο καλοκαίρι του ‘21, μετά στο “σβήσιμο” του κύματος της Δέλτα και, τέλος, στο “τέλος της πανδημίας” που θα ερχόταν τάχα χάρη στη δήθεν παροδικότητα και ηπιότητα της Όμικρον.

Επισήμαναν πολλοί πως η “καταπληκτική ποιότητα ζωής” που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός οφείλεται στο βλέμμα του τουρίστα. Πέρα απ’ το τρολάρισμα, εδώ κρύβεται μια αλήθεια: αν το σχέδιο της κυβέρνησής του για την Ελλάδα θέλει τη μισή να είναι “μπαταρία της Ευρώπης” και την άλλη μισή τουριστικό θέρετρο, δεν είναι φυσικό ο λόγος του να προσιδιάζει σε τουριστική διαφήμιση; Εξάλλου, δεν αποκλείεται το μήνυμά του να απευθυνόταν σε Έλληνες εργαζόμενους στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να εργάζονται εξ αποστάσεως – να ζουν δηλαδή εδώ, αλλά με μισθούς εξωτερικού (οι πλατφόρμες τύπου Airbnb έχουν στραφεί μέσα στην πανδημία και στις μεσοπρόθεσμες μισθώσεις στοχεύοντας σε αυτό το κοινό).

Όπως και να ‘χει, με βάση τα παραπάνω, φοβάμαι πως θα δυσκολευτεί πολύ να πουλήσει την εικόνα της χώρας στον οποιονδήποτε.

*Ο Δημήτρης Ιωάννου είναι Δρ. Αρχιτέκτονας – Πολεοδόμος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα