Featured

Δ. Υφαντής: Τα νερά της Φωκίωνος Νέγρη μου φώναζαν ν’ αφήσω την Αθήνα

Η ιστορία του μουσικού που αγωνίζεται να διασώσει την ηπειρώτικη παράδοση με τη χρήση της τεχνολογίας.

Parallaxi
δ-υφαντής-τα-νερά-της-φωκίωνος-νέγρη-μ-782524
Parallaxi

Λέξεις: Εύη Μαραζοπούλου

Η ιστορία του μουσικού που αγωνίζεται να διασώσει την ηπειρώτικη παράδοση με τη χρήση της τεχνολογίας. Η διαδικτυακή πλατφόρμα για τα χαβάδια και το πολυφωνικό. Πώς στέλνει… μουσικά σήματα καπνού από τα Γιάννενα σε όλον τον κόσμο.

Συναντηθήκαμε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα Κυριακής στο ωδείο «Ars Nova» που εργάζεται τα τελευταία χρόνια στα Γιάννενα. Ο Δημήτρης Υφαντής μαζί με τις υπεύθυνες του ωδείου, Πελαγία και Ελένη, ετοιμάζουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ο χώρος μυρίζει καθαριότητα και βερνίκι. Έχουν βάψει την ξύλινη σκάλα που ενώνει τους δύο ορόφους του ωδείου ένα σκούρο μελιτζανοκαφετί. Μου λέει να προσέξω μη λερωθώ. Ανεβαίνουμε. Στον όροφο υπάρχουν τέσσερις αίθουσες. Είναι δύο κυρίες που τις καθαρίζουν. Υπάρχει στην ατμόσφαιρα χαρά, άγχος, και «τρέξιμο». Μου δίνουν την εντύπωση ότι ετοιμάζουν μια συναυλία. Θέλουν να είναι όλα τέλεια.

Καθίσαμε στο δωμάτιο με τα μουσικά όργανα, που ήταν ακόμη στις θήκες τους. Ήταν αυτό με το περισσότερο φως. Τα έπιπλα από ξύλο. Όχι σύγχρονα, αυτά, του ’60, καλοδιατηρημένα. Αποπνέουν ύφος, παράδοση, γιαννιώτικη αισθητική. Πίσω από τον Υφαντή κρεμασμένος στον τοίχο ένας καθρέφτης φέρει στο κέντρο το λογότυπο της σχολής. Το καναπεδάκι που κάθισα μπορντό δερμάτινο με λεπτά ποδαράκια∙ πολύ θα ήθελα να το πάρω για το σαλόνι μου. Και τέλος, τα παράθυρα. Ορθογώνια, μεγάλα, ξύλινα κι αυτά, είχαν στο περβάζι τους γλάστρες με κόκκινες μολόχες.

Ο «Δράκοντας» ξεχωρίζει μεταξύ άλλων τόσο για τον στίχο όσο και τη μουσική του με σαφείς επιρροές από τον κόσμο της Ηπείρου.

«Βρε χαμένε, δεν το καταλαβαίνεις ότι αυτά πρέπει να λες;»

Τον Δημήτρη Υφαντή, οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε από το τραγούδι του «Καίγομαι και Σιγολιώνω». Άδικο. Ο ίδιος έχει γράψει εξαιρετικά κομμάτια, κάποια εξ αυτών γνωστά στα αυτιά του κοινού, όπως ο «Παραβάτης» που το ερμηνεύει ο ίδιος με τον Σωκράτη Μάλαμα και «Το όνειρο του πολεμιστή» σε ερμηνεία του Γιάννη Χαρούλη, αλλά άγνωστα ως προς τον συνθέτη τους. Του αναφέρω ότι το ευρύ κοινό, όπως και εγώ μέχρι πρότινος, δεν γνώριζα ποιος είναι ο δημιουργός τους. Θα μου απαντήσει, όταν του πω τον λόγο που τον επέλεξα ότι: «Έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες, αλλά εγώ είμαι περισσότερο τραγουδιστής και μουσικός, υπάρχουν άλλοι, που γράφουν πολύ καλύτερα και περισσότερα τραγούδια από μένα, όπως ο Θοδωρής ο Κοτονιάς, τον ξέρεις τον Θοδωρή;» Και συνεχίζει λέγοντας:

«Η αλήθεια είναι ότι, όταν ξεκίνησα, τώρα πάμε αρκετά πίσω, δεν τραγουδούσα παραδοσιακά. Έτυχε να πω το «Καίγομαι και Σιγολιώνω» στη Γαλάνη που έγινε και παραγωγός μου, γιατί αυτό λέγαμε τότε εδώ, στο ρεμπετάδικο που τραγουδούσα στα Γιάννενα. Ήταν τέτοια η δυναμική όμως αυτού του κομματιού που μου δίνει την στάμπα και έρχεται και με δένει από το πόδι με την παράδοση. Υποκλίνομαι σ’ αυτό και στην αγάπη του κόσμου και κάθομαι και δουλεύω πάνω στο παραδοσιακό τραγούδι».

Θυμάται μία ακόμη συνεργασία του, αυτή με τον Κώστα Χατζή στον Σταυρό του Νότου και μου διηγείται την ιστορία μιμούμενος στο μέρος που μιλάει ο Χατζής την βραχνή φωνή του: «Ήμασταν στον Σταυρό με τον Κώστα τον Χατζή και τραγουδούσαμε. Όταν έλεγα το «Καίγομαι και Σιγολιώνω» ερχόταν κάθε βράδυ από πίσω να τ’ ακούσει. Και μου έλεγε: «Βρε χαμένε, δεν το καταλαβαίνεις ότι αυτά πρέπει να λες;». Αυτό έκανα και κάνω, όμως για ‘μένα η πρόκληση και ο στόχος είναι να κάνω ωραία πράγματα, να αρέσουν στον κόσμο πράγματα που, θεωρώ ότι έχουν σημασία- λόγο ύπαρξης- ότι έχουν μια διαχρονικότητα δεν είναι εφήμερα».

Το «Καίγομαι και Σιγολιώνω» είναι το πλέον συνυφασμένο με την ερμηνεία του Δημήτρη Υφαντή.

Τα νερά με φώναζαν

«Πριν επιστρέψω στα Γιάννενα, ζούσα στην Κυψέλη. Έχω περάσει από Καματερό, Νέο Κόσμο, Αργυρούπολη και τα τελευταία τρία χρόνια απ’ την Κυψέλη. Τα απογεύματα πήγαινα στη Φωκίωνος. Όση χαρά μου δίνει αυτή η ώρα εδώ, τόσο με μελαγχολούσε η ίδια ώρα στην Αθήνα. Η Φωκίωνος είναι ένας μεγάλος πεζόδρομος με πλατάνια, γιατί από κάτω περνάει νερό. Και εκεί, στην λαχαναγορά, δεν ξέρω, φρεάτιο ήταν; Έτρεχε νερό, καθαρό, δεν ήταν υπονόμου και τέτοια. Έπαιρνα τον καφέ μου ή μια μπύρα και καθόμουν πάνω στα κάγκελα και τ’ άκουγα. Και σκεφτόμουνα τα νερά εδώ πέρα, τις πηγές τις δικές μας, στη Βελλά. Τότε, καταλάβαινα ότι θα ‘φευγα. Τα νερά με φωνάζαν».

Το βήμα να επιστρέψει πίσω στα Γιάννενα ήταν μία απόφαση που πάρθηκε από κοινού με τη Βασιλική, τη σύζυγό του, καθώς ήθελε να μεγαλώσει ο ίδιος τα παιδιά του και μάλιστα, στη φύση. Επιπλέον, η επιστροφή του στα Γιάννενα σηματοδοτεί την άμεση επαφή και έμπνευση από την παράδοση, την οποία υπηρετεί.

«Τι θα γίνεις; Γύφτος θα γίνεις; Θα παίζεις στα πανηγύρια;»

«Ξεκίνησα πριν το στρατό, να εδώ, σ’ ένα μαγαζάκι που ήταν απέναντι απ’ το ωδείο, μ’ έναν μου φίλο τον Σωκράτη. Αυτός έπαιζε κιθάρα, εγώ μπουζούκι. Πήγαμε στο ουζερί, παίξαμε, ήρθανε κάποιοι φοιτητές, έγινε γλέντι. Πάμε να πληρώσουμε, εσείς, ρε παιδιά, τι να πληρώσετε; Μας είπε να πηγαίνουμε εκεί κάθε Παρασκευοσάββατο να παίζουμε. Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική. Και δε θα έλεγα ότι μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που με παροτρύναν. Τώρα, τα παιδιά τα παροτρύνουν. Εκείνα τα χρόνια, τώρα πάμε πολλές δεκαετίες πίσω, δεν είχε απενοχοποιηθεί το ότι θέλεις να ασχοληθείς με τη μουσική. Η μουσική ήταν συνυφασμένη ας πούμε με τους Ρομά, πιο πολύ. «Τι θα γίνεις; Γύφτος θα γίνεις; Θα παίζεις στα πανηγύρια;» μου έλεγαν. Οι πιο πολλοί έτσι το ‘βλέπανε. Και επειδή δεν ήμουνα και καλός μαθητής… Η αλήθεια είναι ότι, δυστυχώς, τη δύναμη, και τη σπουδαιότητα της μάθησης, την ανακάλυψα μεγαλύτερος, αλλά, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Τα τραγούδια «Καράβια μοιάζουν οι ψυχές», «Το όνειρο του πολεμιστή», «Ο Δράκοντας», «Το μαύρο άλογο», είναι τραγούδια μιας εποχής, ενός κόσμου μου, που είναι συνδυασμένος με κάποιους ανθρώπους, συντρόφους, θα τους έλεγα. Έζησα μ’ αυτούς πολλά χρόνια και έμαθα μαζί τους να αγαπώ τη φιλοσοφία, το διάβασμα, τη μελέτη».

Έρωτας vs ξενιτιά

Μιλάμε για τον κόσμο της Ηπείρου, τους ανθρώπους της, την παράδοση μέσα απ’ τα τραγούδια που χάνεται. Για ΄κείνους που αναγκάστηκαν να φύγουν, λόγω φτώχειας του τόπου, και ήταν πολλοί. Μεταξύ αυτών και ο Υφαντής που αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για κυνηγήσει περισσότερες καλλιτεχνικές ευκαιρίες και παράλληλα, να κάνει μαθήματα ούτι, που δεν υπήρχε στα Γιάννενα. Το παραδοσιακό τραγούδι σιώπησε. Ένας τόπος όμορφος, με θεόρατα βουνά, πέτρα, δύσβατα μονοπάτια, έλατα και πλατάνια. Κλειστός τόπος, κλειστοί άνθρωποι; Το σίγουρο είναι ότι αναγκάστηκαν να φύγουν, να αναζητήσουν καλύτερη μοίρα, με αποτέλεσμα τα παραδοσιακά τραγούδια να μείνουν πίσω.

«Εδώ, ποιος έμεινε; Ποιος να μιλήσει για έρωτα; Ο πόνος της ξενιτιάς είναι παρόν. Άνθρωποι που έφυγαν, που δεν γύρισαν, που δεν πρόλαβαν να ξαναδούν τους δικούς τους. Και ύστερα, είναι και το άλλο, ο εκπολιτισμός. Κι αυτοί που γύρισαν δεν ασχολήθηκαν με την παράδοση γιατί είχαν υιοθετήσει άλλες παραδόσεις ή για να μην χαρακτηριστούν «κάπως» από τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό σου λέω, πρέπει να δούμε τι δεν πήγε καλά. Τι ήταν αυτό που στραγγάλισε αυτά τα δέντρα, αυτήν την ανάγκη των ανθρώπων που ‘γραφαν πριν, γιατί έχουν σταματήσει να γράφονται τραγούδια, καλά τραγούδια, τα τελευταία τριάντα, σαράντα χρόνια. Τι δεν έχει πάει καλά;»

Παραδοσιακό τραγούδι- Τώρα είναι η εποχή να γραφτεί ξανά

Όταν γίνεται λόγος για την παράδοση, αλλάζει ο ρυθμός της αναπνοής του, γίνεται πιο αργός. Και μου λέει: «Το παραδοσιακό τραγούδι είναι μια μύηση, μια τελετουργία, όπως το αρχαίο θέατρο, σε εξαγνίζει». Ωστόσο, δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι είναι αυτό που «έκλεισε» την βρύση της παραγωγής. Είναι ένα θέμα που χρειάζεται μεγάλη συζήτηση από ανθρώπους που γνωρίζουν. Καλεί ανοικτά τους ακαδημαϊκούς σ’ ένα συμπόσιο με θέμα την παράδοση, τη γραφή και τους λόγους απομάκρυνσης των ανθρώπων απ’ αυτήν. Γιατί σταμάτησαν να γράφουν οι άνθρωποι; Ο Δημήτρης Υφαντής δεν διστάζει να ονειρεύεται, να σχεδιάζει, να προσπαθεί να διασώσει, να αναδείξει και να αναπτύξει το τοπικό μέσα στη δίνη μιας σαρωτικής παγκοσμιοποίησης. Μια ηλεκτρονική πλατφόρμα Ηπειρωτών που θα απευθύνεται στους απανταχού Έλληνες και θα τους ζητά να προσφέρουν όχι μόνο τις γνώσεις τους για την ηπειρώτικη παράδοση, αλλά και την έμπνευσή τους.

Η πλατφόρμα που στήνει στοχεύει να θέσει νέες βάσεις στο παραδοσιακό μας τραγούδι, συνεχίζοντάς το, με ιδέες, σκέψεις και κυρίως, συναισθήματα, ανθρώπων του σήμερα. Τη δουλεύει χρόνια. Ξέρει πως θα στηθεί και βρίσκεται στη φάση της χρηματοδότησης. Μιλά σοβαρά με κάποιους φορείς. Πρόκειται για μια διαδικτυακή ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα γράφει ο καθένας από ένα χαβάδι. Το χαβάδι είναι ένας δεκαπεντασύλλαβος στίχος, ένα στιχοπλάκι, δηλαδή ο ένας στίχος πάνω στον άλλον. Πρόκειται για την αντίστοιχη ηπειρώτικη μαντινάδα. Τα χαβάδια μου εξηγεί ότι τα λέγανε στην Ήπειρο, και περισσότερο στο Ζαγόρι, όταν τελείωνε ένα γλέντι: «Πάρε γιατρέ τα γιατρικά και τράβα στη δουλειά σου το πόνο που ‘χω στην καρδιά δεν γράφουν τα χαρτιά σου», αυτό είναι χαβάδι ας πούμε, μου λέει.

Και συνεχίζει με ενθουσιασμό:

«Λοιπόν, θέλω να παρακινήσω τον κόσμο να γράψει, να γράψει δεκαπεντασύλλαβους και πάνω σ’ αυτά τα τραγούδια, να πατήσουμε, για να ξαναχτίσουμε (με έμφαση) το παραδοσιακό τραγούδι. Υπάρχει ένα κενό που πρέπει να το γεμίσουμε. Το έχω όλο έτοιμο. Απλά προσπαθώ να βρω, πώς θα χρηματοδοτηθεί. Κουβεντιάζω τώρα σοβαρά με κάποιους φορείς, που δείχνουν ενδιαφέρον να υποστηρίξουν την πλατφόρμα. Όμως, δεν πρόκειται για μια πλατφόρμα που θα γράφει ο καθένας μόνο στιχάκια για να φτιάξουμε καινούρια τραγούδια. Τα καινούρια τραγούδια θα γεννήσουν έναν διαγωνισμό παραδοσιακών τραγουδιών. Μέσα σ’ αυτήν την πλατφόρμα θα μπορούν να γράφονται κάποια παραδοσιακά γλέντια. Πρόσεχε. Παραδοσιακά όμως. Επίσης, θα αναφέρονται κάποιοι παραδοσιακοί ξενώνες, κάποιες παραδοσιακές συνταγές, κάποια παραδοσιακά παραμύθια, κάποια παραδοσιακά παιχνίδια».

Αναφέρει ακόμη ότι στα οφέλη της εν λόγω διαδικτυακής πλατφόρμας, πέραν από την επαναθεμελίωση του παραδοσιακού ηπειρώτικου τραγουδιού με τη φωνή και τα συναισθήματα σύγχρονων ανθρώπων, με νέα βιώματα, τωρινές δυσκολίες και θεματικές, εντάσσεται και η δυνατότητα επαφής και επικοινωνίας στιχουργών που βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη όχι μόνο της χώρας, αλλά και του πλανήτη. Πιστεύει ότι θα ανοιχτούν νέοι ορίζοντες στην παραδοσιακή στιχουργία μέσω της ενεργοποίησης ανθρώπων από διαφορετικές γωνιές της γης. Ενώ, σπεύδει να αποσαφηνίσει ότι ο ίδιος δεν περιμένει κάποιο όφελος απ’ αυτό, παρά μόνο ότι θα καταφέρει να ηχήσει το νέο παραδοσιακό ηπειρώτικό τραγούδι.

«Εγώ δεν έχω κάποιο όφελος απ’ αυτό. Ούτε χρήματα θα βγάλω, ούτε να διαφημιστώ θέλω, ούτε να γράψω. Έγραψα χαβάδια στο «ΣυνΩδεύοντας». Δεν έχω βίλες ούτε οικόπεδα. Είμαι μια χαρά. Έχω τη ζωή που θέλω, όπως τη θέλω. Είμαι πλούσιος».

Το «Γράμμα Του Χειμώνα» είναι ένα σύγχρονο χαβάδι από τον Δημήτρη Υφαντή.

Είναι άραγε η διδασκαλία, ένας συρτός χορός; Μια αλυσίδα ανθρώπων που πιάνονται σφιχτά από το χέρι και στηρίζουν ο ένας τον άλλον; Είναι τόσο διασκεδαστική και εξαγνιστική όσο ο χορός στην κεντρική πλατεία της Βροντισμένης Ιωαννίνων, εκεί, όπου ο Υφαντής έχει σκαρώσει παραδοσιακά γλέντια και ακούει τα απογεύματα όλους τους «τραγουδησταράδες», όπως χαρακτηρίζει τα αηδόνια, τα κοτσύφια, και οποιοδήποτε ωδικό πουλί υπάρχει στα πλατανόφυλλα του χωριού του;

«Η αλυσίδα μεταξύ δασκάλου- μαθητή είναι πολύ σημαντική. Μια αλυσίδα είναι τόσο δυνατή όσο ο πιο αδύνατος κρίκος. Όχι ο πιο δυνατός. Ένας δυνατός κρίκος μπορεί να σηκώσει 200 κιλά. Αν υπάρχει, όμως, ένας κρίκος που σηκώνει 20 κιλά μόνο, όλη η αλυσίδα σηκώνει 20 κιλά. Αυτό τώρα, γιατί το λέω; Γιατί αντιλαμβάνομαι σαν δικό μου χρέος να δυναμώσω αυτήν την αλυσίδα, τη σχέση δηλαδή, των νέων ανθρώπων με την παράδοση. Ο δάσκαλος πρέπει να κάνει πολλά βήματα πίσω. Ένα δεν φτάνει. Όταν έρχεται ένας άνθρωπος εδώ πέρα, θα του δώσω χώρο και χρόνο, όμως έχω διώξει και κόσμο που είχε ταλέντο, αλλά δεν ήταν σεμνοί, δεν ήταν ταπεινοί».

Λέει με ενθουσιασμό ότι η ενασχόληση και η διδασκαλία με τους μαθητές του- εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι ενήλικες-, του γεννά την ιδέα να φτιάξει ένα πολυφωνικό συγκρότημα. Ένα ηπειρώτικο πολυφωνικό συγκρότημα μόνο από παιδιά μέχρι 12 ετών. Μνημονεύει τα λόγια του Γκανά: «Το πολυφωνικό ή σ’ αρέσει ή δεν σ’ αρέσει, γιατί δεν είναι φτιαγμένο για να αρέσει», και συμπληρώνει: «Το πολυφωνικό είναι μια γλώσσα. Είναι μια γλώσσα που κουβαλάει ιστορία. Που λέει για τον Γιάννο και την Μαριγώ, ή για τον Κατσαντώνη. Μαθαίνεις ιστορία μέσα απ’ αυτό. Και όχι μόνο. Κάποια στιγμή κι αυτή η γλώσσα θα φύγει. Ε, και γι’ αυτό σου λέω, θέλω να ασχοληθώ με τα παιδιά, αν πιάσει αυτό, θα ρίξουμε μπετά για τις επόμενες γενιές. Γιατί, αν σε ενδιαφέρει το αύριο, πρέπει να ασχοληθείς σήμερα με τα παιδιά».

«Ο Γιάννος Και Η Μαριγώ» από τα πιο γνωστά πολυφωνικά ηπειρώτικα σε ερμηνεία του Υφαντή.

Άσ’ τον άνθρωπο να τραγουδήσει τα τραγούδια του

«Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σκολειό πήγαιναν. Γιάννος μαθαίνει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια. Τα δυό τους αγαπηθήκανε, κανένας δεν το ξέρει κι ο Γιάννος τ’ αποφάσισε της μάνας του το λέει»

Ετσι αρχίζει ο Γιάννος και η Μαριγώ, ένα από τα πιο γνωστά πολυφωνικά παραδοσιακά ηπειρώτικα τραγούδια. Ακούγοντας αυτό το συρτό στα δύο σκέφτομαι τα βήματά του, αργά, βαριά, χωρίς κινήσεις και φιοριτούρες. Κάπως κουρασμένα, αλλά στέρεα. Δύο μπροστά και ένα πίσω. Ο άνθρωπος που έχω μπροστά μου, κάνει βήματα πίσω όχι μόνο στη διδασκαλία, αλλά και στην καλλιτεχνική του πορεία και στις συνεργασίες του. Το βήμα πίσω, δεν σημαίνει αδυναμία, ταπεινότητα, δειλία. Αντίθετα, φαίνεται πως ο Δημήτρης Υφαντής ξέρει πολύ καλά να τιμά και να σέβεται όχι μόνο την παράδοση, στην οποία έχει αφιερωθεί, αλλά και τη στιγμή.

«Εγώ μουσικός δεν ήθελα να γίνω, αναγκάστηκα, λόγω του προβλήματος με τα μάτια μου. Στα είκοσι ένα εμφανίστηκε μια πάθηση, Στάργκαντ λέγεται, η οποία με απέκλειε από πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα. Έτσι έκανα το χόμπι μου επάγγελμα. Αλλά είπα, αφού θα το κάνεις, θα το κάνεις καλά. Ό,τι έχω καταφέρει στο τραγούδι, λοιπόν, είναι με πολλή, πολλή δουλειά. Ακόμη και τώρα, μελετάω καθημερινά από το πρωί μέχρι την ώρα που θα γυρίσουν τα παιδιά μου απ’ το σχολείο. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι περισσότερος ήταν ο ζήλος και η αγάπη που είχα για το τραγούδι, παρά το ταλέντο. Η αξία της συνεχούς μελέτης είναι μια διδασκαλία που πήρα και την έχω κρατήσει από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης μας έλεγε ότι οχτώ ώρες την ημέρα, είχε δεν είχε να παραδώσει έργο ήταν στο πιάνο. Έλεγε, όπως ο εργάτης είναι στη δουλειά του και κάνει το οχτάωρό του, έτσι και ‘γω σαν μουσικός θα κάνω το ίδιο. Και λέω, λοιπόν, αφού ο Θεοδωράκης είναι τόσες ώρες στο πιάνο, εγώ πόσες ώρες πρέπει να είμαι;».

Εξηγεί ότι λόγω της δουλειάς του έχει ζήσει πολύ ξεχωριστές στιγμές, έχει γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους, έχει ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, έχει συγκινηθεί. Ως ξεχωριστότερη όλων των στιγμών όμως, χαρακτηρίζει, όταν η Βασιλική, γέννησε τα παιδιά τους, την Ιωάννα και τον Παναγιώτη. Ενώ από τις καλλιτεχνικές του στιγμές ξεχωρίζει την τραγουδιστική του συνεύρεση με τον Θεοδωράκη και τον Λιβανελί.

«Ήμουν στην Χίο και τραγουδούσαμε τότε με τους Τρίφωνο. Θα εγκαινιαζόταν το ανοιχτό θέατρο Χίου προς τιμήν του Μίκη Θεοδωράκη. Θα έπαιρνε το όνομά του. Τραγουδούσαμε με την λαϊκή ορχήστρα του Μίκη, και ήταν και ο ίδιος ο Θεοδωράκης. Την επομένη θα πηγαίναμε στο Τσεσμέ, απέναντι, όπου θα τραγουδούσαμε με τον Ζουλφού Λιβανελί, ο οποίος είναι για τους Τούρκους ότι είναι ο Θεοδωράκης για ΄μας. Λοιπόν, είμαι εκεί και τραγουδάω και είναι δίπλα ο Θεοδωράκης, μου ρίχνει ένα κεφάλι ας πούμε και δίπλα του ο Λιβανελί. Είχαμε ένα μόνιτορ που ακούγαμε και οι τρεις. Ε, και εγώ, τραβιόμουνα πίσω. Γιατί, δεν το σήκωνα, να ακούγεται η δική μου η φωνή από ΄κεί που ακούγεται του Θεοδωράκη. Δεν το μπορούσα. Πώς να στο πω; Όχι από συστολή, και καλά από σεμνότητα, αλλά, δεν μπορούσα. Ασ’ τον άνθρωπο να τραγουδήσει τα τραγούδια του. Και μου ‘κανε ο Θεοδωράκης έτσι, (δείχνει με το χέρι παροτρυντικά) πιο κοντά, πιο κοντά».

Ο δάσκαλος βρήκε τον δάσκαλό του: Το κλαρίνο είναι δάσκαλος στον εγωισμό μου

Αναφέρει ότι παίζει πολλά όργανα, όπως ούτι, τσιμπούζ, μαντολίνο, λαούτο, πνευστά, όπως τσουκομαντούρα και καβάλ, και πως εδώ και λίγους μήνες ξεκίνησε να μαθαίνει κλαρίνο. Τον δυσκολεύει, κι όμως του αρέσει. Το κλαρίνο, το πλέον παραδοσιακό όργανο της Ηπείρου, γίνεται ο δάσκαλος στον εγωισμό του.

«Έχω μερικούς μήνες που ασχολούμαι με το κλαρίνο και τι συνειδητοποιώ; Ότι το κλαρίνο γίνεται δάσκαλός μου. Δάσκαλος στον εγωισμό μου. Γιατί τα χέρια μου αφού είμαι μουσικός, πάνε. Ξέρω τι θέλω να παίξω και δεν μπορώ να το παίξω. Ένας από τους λόγους που εξακολουθώ και παλεύω με το κλαρίνο είναι για να κυριαρχήσω πάνω στον εγωισμό του εαυτού μου. Σ΄ αυτόν που αντιλαμβάνομαι τώρα. Γιατί έχω κι άλλους σίγουρα, τους οποίους δεν τους αντιλαμβάνομαι, ίσως, και να τους αντιλαμβάνομαι και να μην μπορώ να τους κατανικήσω».

Ενώ λίγο μετά μνημονεύει τον σπουδαίο, όπως ο ίδιος ο Υφαντής χαρακτηρίζει, Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τα λόγια που το είχε πει κάποτε: «Ένας κίνδυνος για τον ηθοποιό είναι να ερωτευτεί τη φωνή του», για να συμπληρώσει ότι ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και για τον τραγουδιστή, όπως και αυτός της υπερερμηνείας. Πηγή αυτών των συμπεριφορών πιστεύει ότι είναι ο εγωκεντρισμός των ανθρώπων, ενώ σημειώνει ότι μέσω της δουλειάς του γνώρισε πολύ επώνυμους και ταλαντούχους ανθρώπους, οι οποίοι τον απογοήτευσαν με τον εγωπάθειά τους. Ο ίδιος θα αναφέρει ότι υπάρχουν δύο θεωρήσεις. Η μία που θέλει τους καλλιτέχνες ως ξεχωριστές υποστάσεις από την προσωπική τους ζωή και τις επιλογές τους σ’ αυτήν, και η δεύτερη, με την οποία συντάσσεται περισσότερο ο ίδιος, όπου πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία στους ρόλους, αλλά και στην θέαση του ίδιου του εαυτού από πλευράς του καλλιτέχνη.

«Εγωισμός γενικά υπάρχει. Αλλά, τον εγωισμό εξαρτάται ο καθένας πως τον χρησιμοποιεί. Υπάρχει μία θεώρηση ότι δεν πρέπει να τα συγχέουμε αυτά, την καλλιτεχνική υπόσταση με την προσωπική ζωή, και να λέμε δεν μας νοιάζει τι κάνει ο καλλιτέχνης στην προσωπική του ζωή, μας νοιάζει το έργο του, αυτό έχει σημασία. Και υπάρχει και μια άλλη θεώρηση. Μάλλον μ΄ αυτήν ταυτίζομαι περισσότερο, ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει βρει, να είναι τουλάχιστον στην αναζήτηση μιας στήλης σταθερότητας. Εγώ δεν θέλω να είμαι μόνο καλός τραγουδιστής, θέλω να είμαι και καλός πατέρας. Δεν θέλω να είμαι μόνο καλός σύζυγος, θέλω να είμαι και καλός δάσκαλος. Δεν θέλω να είμαι μόνο καλός δάσκαλος, θέλω να είμαι και καλός μαθητής. Μέσα στην καθημερινότητα είμαι και γιος, είμαι και πατέρας, είμαι και εγγονός, και ανιψιός και θείος, και συνεργάτης, και εργοδότης, και υπάλληλος, έχω πολλές υποστάσεις».

Στιχουργική και παράδοση

«Το πρώτο μου τραγούδι το έγραψα όταν ήμουν δέκα χρονών, για μια κοπελίτσα. Ο τρόπος που εκφράστηκε ήταν δημώδης, γιατί τα ακούσματά μου ήταν τέτοια. Ήταν ένα τραγούδι που δεν της άρεσε, ίσως επειδή ήταν δημοτικό και εκείνη ζούσε στην Αθήνα και δεν είχε τέτοια ακούσματα ή ήταν τόσο άθλιο που δεν ακούγονταν και δεν της άρεσε», λέει γελώντας και πιάνουμε το θέμα της στιχουργικής.

Για τον ίδιο δεν αρκεί απλά μια καλή ομοιοκαταληξία, δεν φτάνει. «Το τραγούδι, θα πρέπει να λέει κάτι», ενώ θα χαρακτηρίσει τη στιχουργική ως «τέχνη» και όχι απλώς ως «ανάγκη». Τέλος, ο ίδιος εξομολογείται ότι τα τραγούδια που ο ίδιος συνθέτει είναι αποτέλεσμα επάλληλων γραφών, «κρυώματος» στο συρτάρι και συνεχούς επεξεργασίας, από τους στίχους, τον ρυθμό, τη μελωδία, όλα. «Γι’ αυτό σου λέω, μέσω της πλατφόρμας θα εκφραστεί ο κόσμος της Ηπείρου και θα μπορέσουμε να φτιάξουμε νέα παραδοσιακά τραγούδια».

Το τραγούδι, θα πρέπει να λέει κάτι

«Η στιχουργική θα σου πω, όπως εγώ την αισθάνομαι, έτσι; Λοιπόν, πρέπει να βρεις, να αναπτύξεις ένα θέμα που το έχουν κάνει και άλλοι, για το φεγγάρι, πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί για το φεγγάρι; Να το γράψεις μ’ έναν τρόπο που δεν το σκέφτηκε ο άλλος, ρε τον μπαγάσα, πώς το σκέφτηκε αυτό (να αναρωτηθεί ο άλλος που το διαβάζει) και να χρησιμοποιήσεις ομοιοκαταληξίες. Όμως τώρα, μου γράφεις τα χέρια με τα περιστέρια και τα αστέρια; (Μικρή παύση) Δεν λέει τίποτα. Να, άκουγα μια μαντινάδα τις προάλλες, στο Μουσικό Κουτί, ήτανε η Μελίνα η Κανά με τους Στρατάκηδες, και έλεγε κάποια στιγμή μια μαντινάδα για το λακκάκι που έχει στο πηγούνι, και λέω τώρα, τι θα κάνει; Με το πιρούνι θα κάνει ομοιοκαταληξία; Και κάπως λέει, «Τόσα φιλιά σου έδωσα και ΄συ με λες τσιγκούνη». Απίστευτο! Πανέξυπνο».

Ο Υφαντής διηγείται την ιστορία πίσω από το τραγούδι «Παραβάτης», που, όπως θα αναφέρει, αφορά την ιστορία του Ιουλιανού του Παραβάτη. Πρόκειται για έναν άνθρωπο φιλόσοφο, με βαθιά αγάπη για τους ανθρώπους, που έψαχνε το κάτι πιο πέρα από το συνηθισμένο και κάποια στιγμή τον σκοτώσανε. «Kαι πως είπε, δεν το θυμάμαι και ακριβώς τώρα: «Πεθαίνω σαν άνθρωπος, ενώ οι άνθρωποι θέλουν να τους κυβερνάει θεός», δηλαδή, εγώ άνθρωπος ήμουνα, γιατί ήθελα να είμαι κοντά στους ανθρώπους. Και πάλι είναι η μοναξιά της κορυφής θα λέγαμε, ο Παραβάτης. (Και μου λέει με ρυθμό):

«Ποιητής και παραβάτης στο καλούπι μόνος. Στράτα είμαι και διαβάτης και οδηγός ο δρόμος μου». Δηλαδή εγώ είμαι η στράτα, εγώ είμαι και ο διαβάτης, και εγώ είμαι ο δρόμος μου. Τώρα οι άλλοι τι θα μου πούνε… Όμως, δεν μιλάμε για εγωιστικό δρόμο, αλλά για έναν δρόμο πλάι στους ανθρώπους».

Ο «Παραβάτης» είναι από το αγαπημένα τραγούδια του ίδιου του Υφαντή.

Πέρι ρόλων και άλλων προθέσεων

Ο τραγουδιστής ετοιμάζει μια πολύ ωραία ζωντανή ηχογράφηση με μία εξαίρετη ομάδα μουσικών που σε λίγες εβδομάδες θα είναι έτοιμη. Ο δάσκαλος ετοιμάζει το πολυφωνικό με τα πιτσιρίκια. Ο Ηπειρώτης ετοιμάζει την πλατφόρμα.

Κοιτάς έξω και βλέπεις τα φύλλα ενός μεγάλου πλατάνου. Ο Υφαντής μόλις τελειώσαμε τη συνέντευξη σηκώθηκε και στάθηκε στο παράθυρο. Ήρεμος, όρθωσε τον κορμό του προς τον ήλιο, πέρασε τα χέρια του πίσω από την πλάτη. Για ένα λεπτό δεν μιλά. Είναι το δικό του λεπτό. Απολαμβάνει τον ήλιο, τη στιγμή, την αγαπημένη του ώρα, αυτήν λίγο πριν αρχίσει να πέφτει ο ήλιος, όπως μου είπε και στη συζήτηση που προηγήθηκε.

*Η Εύη Μαραζοπούλου είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα