Η διακριτική γοητεία των φερφορζέ
Διακριτικές, αθάνατες, περιμένουν καποιον που θα αγαπησει την ιστορια τους να τις μαζευψει στοργικά
Λέξεις: Νώντας Στυλιανίδης
Ο κύριος Αρίστος ήταν ο πατέρας του αγαπημένου φίλου μου.
Ήταν αυτό που θα λέγαμε Τύπος..
Πέρασε την ζωή του στους δρόμους, με τον θίασο του διέσχισε την ελληνική επαρχία, έδωσε παραστάσεις σε άυλες και πλατείες και το βράδυ, στα επαρχιακά ξενοδοχεία, αυτά με τον άθλιο φωτισμό και την πατίνα της παρακμής, έφτιαχνε τα σχέδια της επόμενης μέρας. Αυτά τα ξενοδοχεία, πέρασαν με το χρόνο στο πετσί του και εκτός από το παλιό, ταλαιπωρημένο ξύλινο κουτί των εισπράξεων ήταν η κληρονομιά του.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι αναμνήσεις γίναν πραγματικότητα και ένα σπίτι στην Περαία. Παραθαλάσσιο χωριό, κοντά στην πόλη που τα καλοκαίρια έσφυζε από ζωή. Σουλάτσο στην προκυμαία, σακούλα με τα περίφημα τυροπιτάκια Περαίας, μικρά, ζεστά, τραγανά, με υποψία τυριού, συνοδεία κρύας μπύρας στο θερινό σινεμά με δύο έργα β προβολής.. Και το σπίτι, σε ένα συγκρότημα εργολαβικό, απλό, απ αυτά που η αυλή τους γέμιζε ποδήλατα και παιδιά και μύριζε η ατμόσφαιρα Γεμιστά στο φούρνο και αντηλιακό. Το εσωτερικό του, το απόσταγμα τόσων χρόνων στα ξενοδοχεία, η ανάμνηση που έγινε πραγματικότητα…
Διακόσμηση λες και έφυγε από ταινία του Φίνου, η Βλαχοπούλου κρυμμένη στην ντουλάπα.. Περάσαμε αρκετά καλοκαίρια εκεί, σποραδικά, με τον φίλο μου και καλοκαιρινούς, τότε παντοτινούς έρωτες, με την βόλτα, το σινεμαδάκι και τα εξαιρετικά φαγητά πού μας ετοίμαζε η μαμά του φίλου η ακαταπόνητη μαγείρισσα, Ασημούλα.
Πού τα τρώγαμε στο μπαλκόνι καθήμενοι στις μεταλλικές, φερ φορζέ, πολυθρόνες, το καμάρι του Αρίστου,.. Αθάνατες, τις ονομάτιζε. Φάγαμε γεμιστά, ιμάμ, πατατούλες τηγανητές και κεφτεδάκια, καρπούζια και ζουμερά ροδάκινα, ήπιαμε καφέδες και κρύες μπύρες και καθίσαμε δυο σε μια πολυθρόνα, κοιτώντας τα αστέρια.
Ήταν το κρυφό σύμβολο μας μετά τα τυροπιτάκια, το μυστικό της καλοκαιρινής ευτυχίας.. Η ξάπλα αυτή στο μπαλκόνι, στην μεταλλική τους αγκαλιά, στην χαύνωση του απομεσήμερου.
Με δυο τέτοιες πολυθρόνες, έξω από ένα κλειστό εξοχικό, συναντήθηκα προχτές.. Αφημένες στην σκιά ενός πεύκου, μόνες.. Θα πέθανε ο ιδιοκτήτης και κι νέοι ένοικοι τις απομάκρυναν, ευγενικά.. Δεν ταιριάζουν στο σήμερα..
Κι αυτές, διακριτικές, αθάνατες, περιμένουν κάποιον που θα αγαπήσει την ιστορία τους να τις μαζέψει στοργικά, αλλιώς ο άκαρδος παλιατζής θα τις δώσει για λιώσιμο, με το κιλό του σίδερου κι όχι το βάρος του παρελθόντος..
Αλλά και λιωμένο σίδερο να γίνουν, μέσα τους θα κρατούν λίγη από την ζεστασιά και την θαλασσινή αύρα τόσων χρόνων.
Γιατί είναι Αθάνατες. Σαν τους καλοκαιρινούς έρωτες.