Η δημοκρατία σε κίνδυνο
Κάτι ηθικά προβληματικό και πολιτικά δυσώδες αναδύεται από τη συγκεκριμένη υπόθεση
Λέξεις: Δημήτρης Ακριβούλης, Επίκ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. —Μάνος Χατζιδάκις (1978)
Τα πρώτα αποτελέσματα της νεκροψίας-νεκροτομής ανακοινώθηκαν: ο θάνατος του 26χρονου Βασίλη Μάγγου οφείλεται σε οξύ πνευμονικό οίδημα. Το πλήρες πόρισμα θα ολοκληρωθεί σε λίγες εβδομάδες. Για την Ελληνική Αστυνομία είναι ήδη ξεκάθαρο πως η αιτία θανάτου δεν συνδέεται με τον ξυλοδαρμό και καταγγελθέντα βασανισμό του θύματος κατά την προσαγωγή και κράτησή του έναν μήνα νωρίτερα. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη το γνώριζε ακόμη νωρίτερα, δύο ημέρες πριν τη διενέργεια της νεκροψίας-νεκροτομής, χαρακτηρίζοντας σε ανακοίνωσή της ως «ασύστολο ψέμα» τον ισχυρισμό περί συσχετισμού των δύο. Η υπόθεση θεωρείται λήξασα και είναι πολύ πιθανόν να έχει ξεχαστεί σε λίγες μέρες. Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι η πειθαρχική διερεύνηση της υπόθεσης υπαγορεύθηκε σαφώς από το πολιτικό κόστος της επακόλουθης δημόσιας συζήτησης, έναν μήνα μετά τη βιαιοπραγία.
Ακόμη και αν δεχθούμε ότι ο θάνατος του Βασίλη Μάγγου δεν συνδέεται με την αστυνομική βιαιοπραγία, κάτι ηθικά προβληματικό και πολιτικά δυσώδες αναδύεται από τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η υπέρβαση του αναγκαίου και νόμιμου μέτρου για την πρόληψη και αποκατάσταση της δημόσιας τάξης, καθώς και των νομίμων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών οργάνων στην άσκηση δικαιολογημένης βίας δεν είναι η εξαίρεση ή εκτροπή από τον κανόνα.
Είναι δυστυχώς πλέον τόσο συχνή και απροκάλυπτη που διαγραμμίζει το πλαίσιο μιας νέας κανονικότητας κυρίως αναφορικά με την καταστολή στο πλαίσιο «δημόσιων συναθροίσεων» και, ιδίως, την καταστολή του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι στην τελευταία περίπτωση η σύγκρουση έχει αποκτήσει πολεμικό χαρακτήρα. Υποκινείται δε συχνά λιγότερο από υπερβάλλοντα ζήλο στην εκτέλεση του καθήκοντος παρά από κίνητρα ιδεολογικά, που έχουν άλλωστε αποτυπωθεί στις εκλογικές αναμετρήσεις της τελευταίας οκταετίας, καταγράφοντας υψηλά ποσοστά στήριξης της Χρυσής Αυγής από μεγάλο αριθμό μελών της ΕΛΑΣ (βλ. ενδεικτικά Καθημερινή, 27.01.2015). Η ελληνική πολιτεία οφείλει να αντιδράσει, όμως προς το παρόν κεφαλαιοποιεί την πόλωση. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να συνεχίζει να εθελοτυφλεί, όσο και αν έχει ανεχθεί, αποδεχθεί ή εθιστεί στη αυθαιρεσία της βίας.
Η υποχρεωτική τήρηση των αρχών της νομιμότητας, της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας από τα αστυνομικά όργανα δεν διακυβεύεται μόνον από το μεμονωμένο ανθρώπινο σφάλμα, αλλά από την παραπάνω ιδεολογική αντίστιξη. Η καταστρατήγησή τους νομιμοποιείται δε επισήμως με αναγωγές στην αρχή της ισορροπίας (μεταξύ ατομικού δικαιώματος και κοινωνικής ευημερίας).
Το κρισιμότερο ωστόσο είναι ότι η παραπάνω διαπίστωση θέτει σε εύλογη και σοβαρή αμφισβήτηση την ικανότητα (και τη διάθεση) σημαντικού μέρους των αστυνομικών οργάνων να εκπληρώνουν τη συνταγματική τους υποχρέωση, να διασφαλίζουν όχι μόνον «την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση» «των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου» (άρθρα 25 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος), αλλά ιδίως την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 του Συντάγματος (συνδυαστικά με το άρθρο 8 ΠΔ 2800/2000 και το άρθρο 3 παρ. 1, 2 ΠΔ 96/1986). Η ανησυχητική αυτή εξέλιξη θα έπρεπε να θορυβεί έντονα την ελληνική κοινωνία. Αρμοδίως, όφειλε να θορυβεί ανάλογα και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η συμψηφιστική λογική ότι η υπερ- και παρα-βατική συμπεριφορά της αστυνομίας είναι δικαιολογημένη ή αναγκαία στην καταστολή της αντιεξουσιαστικής δράσης, επειδή εκείνη πρόδηλα αμφισβητεί τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία (στο όνομα μιας άμεσης) δεν είναι απλώς ανόητη. Είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία.
Όσον αφορά το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, προφανώς το πρόβλημα είναι ευρύτερο και συστημικότερο από αυτό που αποτυπώνεται στην προσωποπαγή επίθεση που ασκείται στον αρμόδιο Υπουργό σχετικά. Η αποφασιστικότητά του ωστόσο να ολοκληρώσει τον νέο του στόχο, όπως ακριβώς ολοκλήρωσε επιτυχώς και άλλους στο παρελθόν (εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη), δεν αναιρεί την ηθικοπολιτική του ευθύνη να κρίνει και να διακρίνει τις συνέπειες των πολιτικών και νομοθετικών του επιλογών. Αυτές άλλωστε καθορίζουν και το πολιτικό του στίγμα. Στον απόηχο λοιπόν της πρόσφατης ψήφισης του νόμου για τις δημόσιες συναθροίσεις, θα ήθελα να επαναλάβω όσα είχα γράψει παλαιότερα, αλλού και με άλλη αφορμή (ΕφΣυν, 15.11.2019): Ο εκφυλισμός και η παθολογική λειτουργία κάθε δημοκρατικού δικαιώματος ή νομοθετικής επιλογής δεν είναι απλώς φυσιολογικός. Έχει αποδειχθεί ιστορικά δεδομένος ως συμφυής κάθε διαδικασίας που αξιώνει να χαρακτηρίζεται πολιτική.
Η χειρουργική αφαίρεση αυτής της παθολογίας δεν θεραπεύει το πρόβλημα. Σκοτώνει τη δημοκρατία. Καλός νομοθέτης λοιπόν δεν είναι αυτός που πιστεύει ότι η νομοθετική του ρύθμιση θα θεραπεύσει ένα πρόβλημα. Πόσο δε μάλλον εκείνος που καταργεί τους δημοκρατικούς θεσμούς που γεννούν την παθολογία. Ο καλός νομοθέτης οφείλει να θεωρεί αυτονόητο τον εκφυλισμό ακόμη και της δικής του ρύθμισης. Οφείλει καταρχήν να αναρωτηθεί αν η παθολογία της νέας ρύθμισης γεννήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να θεραπεύσει.
Αν αδιαφορεί για το καίριο αυτό ερώτημα τότε είναι αφελής. Αν αναγνωρίζει το ενδεχόμενο της παθολογικής εξέλιξης της ρύθμισής του, αλλά δεν μπορεί να αντιληφθεί τα προβλήματα που αυτή θα γεννήσει, τότε είναι κακός νομοθέτης. Αν πάλι διαβλέπει την αναπόδραστη παθολογική εξέλιξη και θεωρεί ότι αυτή δεν είναι καν προβληματική, αλλά προτιμότερη ως χρηστική και ωφέλιμη, ακόμη κι αν συνεπάγεται τη δολοφονία του δικαιώματος, τότε είναι επικίνδυνος για τη δημοκρατία.
Τι θα συνέβαινε στη δημοκρατία, αν απλώς καταργούσαμε κάθε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πάνω στη λογική της «δυσλειτουργίας» του, της «ασθενούς», παθολογικής ή εκφυλισμένης λειτουργίας του, της καταχρηστικής επίκλησής του; Ποιος και πώς θα προσδιορίσει το περιεχόμενο αυτής της «δυσλειτουργίας»; Η δημοκρατία είναι μια δύσκολη, εύθραυστη και παράδοξη υπόθεση, προστατεύεται δε ακριβώς όταν διατηρείται αυτός ο χαρακτήρας της, όχι όταν καταργείται στο όνομα της προστασίας της. Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοκρατικοί θεσμοί και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Προσοχή!
Οφείλω ωστόσο να ομολογήσω το εξής: Όσοι επικρίνουν ακόμη και τον τίτλο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ως υποκριτικό, ότι δηλαδή μόνον κατ’ ευφημισμόν (ή επίφαση) προστατεύει τον πολίτη, ενώ η έμφαση της προστασίας παραμένει παραδοσιακά και αναπόδραστα στη δημόσια τάξη, σφάλλουν. Το Υπουργείο είναι απολύτως ειλικρινές. Αυτό που είναι εξόχως ανησυχητικό δεν αφορά τους τρόπους και τις μεθόδους της προστασίας, ούτε το περιεχόμενο και το αντικείμενο της προστασίας (πολίτες ή δημόσια τάξη). Αφορά το ποιός ακριβώς έχει ήδη αποκλειστεί από την ιδιότητα του πολίτη.
Είναι πλέον σαφές ότι τόσο το Υπουργείο όσο και η κυβέρνηση έχουν εξαιρέσει από την κατηγορία του πολίτη όσους έχουν ήδη αναγνωρίσει ως οντολογικούς εχθρούς. Αν είστε έτοιμοι να συναινέσετε στην κυβερνητική θέση, αναλογιστείτε απλώς ότι για αυτά τα δικαιώματα και αυτές τις ελευθερίες έχει χυθεί πολύ αίμα για να αναιρούνται τόσο αβίαστα, τόσο προσχηματικά και, ιδίως, τόσο βολικά. Άλλως, θα έπρεπε να δεχθούμε ότι ο Βασίλης Μάγγος δεν ήταν συνάνθρωπός μας, δεν ήταν συμπολίτης μας, δεν ήταν γιος και αδερφός όλων μας. Κι όμως ήταν και παραμένει όλα αυτά.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ