Η δυστυχία είναι αστική ή το άστυ δυστυχισμένο;

Η ποιητική σύνθεση του Δημήτρη Γκιούλου αποτελεί μια θέαση και παρατήρηση της αστικής ζωής, δηλαδή της καθημερινότητας των περισσοτέρων, σε κάθε πτυχή της, ως πεδίου μάχης, ενδεχόμενης, διαρκώς επικρεμάμενης ή βέβαιης ήττας

Χρήστος Ωραιόπουλος
η-δυστυχία-είναι-αστική-ή-το-άστυ-δυστυ-751518
Χρήστος Ωραιόπουλος

Πόση δυστυχία μπορεί να χωρέσει σε ένα δίστιχο;  Ή πόσα δίστιχα πρέπει να επιστρατεύσουν, να σκαρώσουν οι σημερινοί ποιητές για να χωρέσει η δυστυχία της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής; Όσα κι αν βάλουν ακόμα και αν ποτέ δεν είναι αρκετά, θα είναι κι αυτά μια παρηγοριά μεγάλη, όπως το διάβασμα, η τέχνη, τα χείλη της, δύστυχα και δίστιχα κι αυτά. 

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γκιούλου κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θίνες και βρίσκεται ήδη στη 2η έκδοση, όχι τυχαία, σε επαναστατικές διαστάσεις και ένα πολύ όμορφο, ‘’αστικό’’ σχέδιο εξωφύλλου. Ο Δημήτρης πάντα ευγενικός και ευαίσθητος στο τέλος με ένα σημείωμά του ευχαριστεί όσες και όσους βοήθησαν έστω και λιγάκι. Όσους μπόρεσε να χωρέσει δηλαδή. 

 Η ποιητική αυτή σύνθεση που νομίζω ξεκινά από το 2015 αποτελεί μια θέαση και παρατήρηση της αστικής ζωής, δηλαδή της καθημερινότητας των περισσοτέρων, σε κάθε πτυχή της, ως πεδίου μάχης, ενδεχόμενης, διαρκώς επικρεμάμενης ή βέβαιης ήττας. Ήττας, όμως, που μαχαιρώνει, ρίχνει, απογοητεύει, τραντάζει, αλλά ποτέ δεν ισοπεδώνει. Δεν σου κάνει τη χάρη να σταματήσει την τροχιά σου στο δύστυχες πεδίο της μάχης. Όχι τόσο γιατί η αρένα αυτή έχει τις ανάσες της, τις πρόσκαιρες λυτρώσεις, αλλά γιατί απλά έτσι είναι αυτή η δυστυχία. Παγιωμένη και εξακολουθητική, που ζεις μαζί της. Για να το πω με μια γλώσσα που αρέσει στο Δημήτρη, αυτή της συνθηματολογίας των τοίχων: Δεν είμαι καλά, αλλά όλα καλά.

Δεν υπάρχει τίποτα που να το εικάζει η φαντασία, καμιά ονειροπόληση, αλλά μάλλον περισσότερες ονειρο-πωλήσεις.  Λογοπαίγνια πλάθει και ο Γκιούλος, ακόμη και στο ποίημα 26 Ιουνίου 2017, μάνα/ μανιέρα (με πήραν τα ζουμιά). Όλες οι εικόνες είναι ρεαλιστικές και προέρχονται από το πεδίο μάχης που λέγαμε, με όλα τα χαρακτηριστικά του. Τη σκληρότητα, την αδικία, την αιχμηρότητα, τη χρηματιστηριακή μέθοδο υπολογισμού έναντι όλων. Βέβαια -και δυστυχώς- είναι εικόνες προσιτές και χαρακτηριστικά της επικαιρότητας της ζωής μας γνώριμα. 

Ανάστημα στην βρεγμένη αυτή κουβέρτα της αστικής δυστυχίας υπάρχει. Ο ποιητής δεν εγκαταλείπει. Εντοπίζει όλη τη σαθρότητα, την ξέρει. Σκέφτεται να τα βάλει με τα συρματοπλέγματα ακόμη κι αν διαλύσει το κεφάλι του, ακόμη και αν το τηλεφώνημά της τον γεμίζει κι ύστερα τον αδειάζει στο λεπτό, αυτό και ατή είναι η απάντηση στα καθημερινά δεινά. Στη σαπίλα. Το ίδιο και στο Κοσμικό αστείο, που ο πιθανός θάνατος μετριάζεται, αποδυναμώνεται με την τόσο κοινή συνήθεια του τσιγάρου να πραγματοποιείται έξω από το κτίριό του, το σπίτι του πόνου. 

Ο Γκιούλος ως ποιητής βρίσκεται ψυχή και σώματι στην εποχή του, στον παλμό της γενιάς του, στις γνώριμες εικόνες και διανοητικές συλλήψεις των συνομηλίκων του. Το κυριακάτικο τραπέζι με τους δυο παππούδες, ο ένας από τη μια κι ο άλλος από την άλλη πλευρά, τα φυλλάδια του ΙΚΕΑ, ακόμη και η σχέση τέχνης και ζωής, η ταξική πάλη, αλλά και η καταφυγή στην ανάμνηση στιγμών των παιδικών χρόνων αποτελούν σελίδες ενός συλλογικού ημερολογίου των σημερινών νέων.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα