Έχει η εποχή μας το άρωμα του Children of Men
Ο άνθρωπος από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο φέρνει μαζί του την ελπίδα για κάτι νέο
Αν τα όνειρα μυρίζανε ποιο θα ήταν το άρωμα τους, αναρωτιέται ο Tom Robbins στο ομώνυμο βιβλίο. Το ίδιο θα αναρωτιόμασταν και για μία ταινία. Στις οπτικές τέχνες, διαδέχονται άοσμες εικόνες η μία την άλλη. Στο σινεμά, πόσο μας έχει λείψει σήμερα μία βόλτα στο σινεμά!, ή στο δωμάτιο μας, η ταινία θα σε συνεπάρει, θα σε βάλει να σκεφτείς, αλλά δεν θα σε βασανίσει και να μυρίσεις. Στο Children of Men ο θεατής αναγκάζεται όμως να μυρίσει. Αλλιώς δεν μπορεί ακριβώς και να καταλάβει. Ο αέρας που εισπνέει ο θεατής είναι ο διάκοσμος. Τα πράγματα που δεν βλέπεις να είναι επειδή χάθηκαν, ή επειδή δεν είναι εκεί που πρέπει να είναι, είναι το ίδιο σημαντικά με εκείνα που φαίνονται.
Πρόκειται για το προφητικό φιλμ του Alfonso Cuarón («Θέλω και τη μαμά σου», «Gravity», «Ρομά», «Οι φυλακές του Αζκαμπάν», το καλύτερο Harry Potter), που προβλήθηκε το 2006. Τότε δεν υπήρχε online streaming, οι άνθρωποι δεν σπαζοκεφαλιάζονταν με τον αλγόριθμο του Netflix, λίγοι ήξεραν να «κατεβάσουν», ήταν αναγκασμένοι να βρουν μία αίθουσα. Την ταινία, την εποχή εκείνη, δεν την βρήκαν και όσοι θα προσδοκούσε η παραγωγή, “βάζοντας την” ουσιαστικά “μέσα”.
Η υπεύθυνη για το marketing είχε μάλιστα τονίσει ότι τη στιγμή που βγήκε ήταν πολύ δύσκολο να βρει έναν τρόπο να προωθήσει σωστά την παραγωγή. Από τη μία ένα υπαρξιακό δράμα πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, από την άλλη μία δυστοπική ταινία δράσης, αλλά αργή, χωρίς αρκετή αποκαλυπτική μουσική και πιστολίδια. Ένα πολιτικό θρίλερ που παίζει με το όριο του τι είναι τελικά το ανθρώπινο σε μία κοινωνία, σε μία εποχή που ωστόσο οι άνθρωποι της Δύσης, με το εισόδημα για να πάνε στο σινεμά, ήταν ακόμα αρκετά αισιόδοξοι και βέβαιοι για τον εαυτό τους. Και εδώ που τα λέμε, για τους σχολαστικούς της τέχνης, «η τέχνη ως αυνανισμός», όχι και κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο Νονός ή το Κουρδιστό Πορτοκάλι, που εμπνέει και τον σκηνοθέτη μας.
Κάπως έτσι, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, έγινε και η διανομή των ρόλων. Η βασική σταρ, η Demi Moore, που προσλήφθηκε για να δώσει ένα πιο οικείο στα μη-βρετανικά κοινά όπου γυρίζεται και η ταινία πρόσωπο, γρήγορα «πεθαίνει». Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που επιλέγει τις παραγωγές του πολύ, καθυστέρησε ασυνήθιστα να οργανώσει μία επόμενη ταινία. Είχε δουλέψει μεθοδικά με τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση στο Μιλάνο και στη Γένοβα της Ιταλίας (2001), προσπαθώντας να ενσωματώσει το λόγο τους. Ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί ότι μετά την ταινία είχε μελαγχολήσει, σαν να τα είχε πει όλα, σαν να έχασε το νόημα για μία ακόμα ταινία. Ίσως για αυτό στις επόμενες να εστιάζει περισσότερο στο διάστημα (Gravity), ή στις παιδικές του αναμνήσεις (Roma), σε πιο υπαρξιακά θέματα.
Και η ταινία ασχολείται με ακριβώς αυτό. Εισπνέεις το μηδενισμό, την παρακμή. “Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσα ελπίδα” λέει ο πρωταγωνιστής Theo (Clive Owen), πρώην ακτιβιστής, σημερινός γραφειοκράτης, στον τελευταίο χίπη, μάχιμο ακτιβιστή, το μοναδικό χαρμόσυνο χαρακτήρα, Michael Caine, απολαυστικό στον ρόλο του. “Από τότε που η ανθρωπότητα έπαψε να κάνει παιδιά, σε τι απέμεινε να ελπίζεις;” θα προσθέσει.
Η ταινία θα μας μεταφέρει στο 2026 όταν ξαφνικά οι άνθρωποι γίνονται στείροι. Η Βρετανία είναι πιθανώς η μοναδική λειτουργική κυβέρνηση που έχει απομείνει. Άνθρωποι προσπαθούν να μεταναστεύσουν εκεί από όλο τον υπόλοιπο κόσμο, μόνο για να βρουν τους εαυτούς τους στοιβαγμένους και κλεισμένους σε κλουβιά. Κανείς δεν ξέρει τι προκάλεσε την στειρότητα. Οι εικόνες περιβαλλοντικής υποβάθμισης διαδέχονται για παράδειγμα τις εικόνες πολέμου. Θρησκευτικές οργανώσεις πιστεύουν ότι ήρθε τελικά η οργή του θεού, οι πλουσιότεροι απλώς αδιαφορούν μέσα στις πολυτελείς κατοικίες τους, οι κυβερνήσεις απλώς διαχειρίζονται την κατάσταση. Πολλά συμβαίνουν χωρίς να σχολιάζονται από τους πρωταγωνιστές. Ο Banksy και τα γκράφιτι του αφηγούνται από πίσω έναν κόσμο για όποιον θέλει να τα παρατηρήσει. Και έτσι, η «ανθρωπότητα» μπορεί να μην υπάρχει, διαιρεμένη σε πολλές και διαφορετικές κοινότητες όπως τη βλέπουμε σήμερα να τσακώνονται για κύρος και επιρροή, αλλά όταν χρεωκοπεί η ανθρωπιά, χρεωκοπεί συνολικά, σαν Ένα.
Η ταινία θέλει να θίξει πολλά θέματα η ίδια. Ένα από αυτά, ίσως το πιο βασικό, είναι η σχέση του ανθρώπου με την ελπίδα. Τι θα συνέβαινε αν ο νεότερος άνθρωπος στον κόσμο ήταν 18 ετών, μοίραζε αυτόγραφά για αυτό, και μία μέρα ξαφνικά δολοφονούνταν; Ο χρόνος σιγά σιγά θα μας αφάνιζε, έναν-έναν, όλους μέχρι τον τελευταίο. Κάθε τελευταίος θα συμβόλιζε μία ελπίδα για κάτι κανονικό ή οποία όμως θα ήταν μάταιη. Τίποτα όμως δεν θα συγκρίνονταν με αυτό που συνέβη τελικά. Μία νεαρή πρόσφυγας, πόρνη, μαύρη, όλα αυτά που μία κοινωνία κανονικά θα σιχαίνονταν, εμφανίζεται με ένα παιδί στην κοιλιά της. Όλοι την χρειάζονται, ο καθένας για το δικό του σκοπό. Η κυβέρνηση για να προστατεύσει την ακεραιότητα των συνόρων της, οι οργανώσεις, θρησκευτικές ή παραστρατιωτικές, για να μην τους αρνηθεί κανείς το δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και επιρροή. Και ο πρωταγωνιστής μας προσπαθεί να την μεταφέρει κρυφά κοντά στις ακτές που κουμάντο κάνει ο στρατός για να συναντήσει μία επιστημονική κοινότητα που χρειάζεται το παιδί για να σωθεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Ο Martin Heidegger είχε αρκετά διάσημα διατυπώσει μία θέση, ότι παρά τις διαφορές της, το μόνο πράγμα που κάνει την ανθρώπινη ύπαρξη κοινή σε όλους είναι ο θάνατος. Το «είναι- προορίζεται-για-το-θάνατο», είχε πει, και αυτή η θεμελιακή υποδομή είναι που τελικά ορίζει και τον πολιτισμό μας, κάτι από όσα λέγονται, ακόμα και αν δεν το λέμε. Μπορεί στην καθημερινότητα μας να προσπαθούμε να το ξεχάσουμε, και τα καταφέρνουμε, αλλά τα γεγονότα είναι αυτά που μας υπενθυμίζουν τη θνητότητα και την ευθραυστότητα του βιολογικού σώματος μας. Τότε θυμόμαστε την καταστατική αδυναμία. Ο άνθρωπος είναι ματαιόδοξος, είναι φιλήδονος, είναι στοργικός, είναι αυτής της εθνότητας, είναι πολλά και ασύμπτωτα. Όμως στο τέλος η συνθήκη αυτή ορίζει τα πάντα, από τους κανόνες ασφαλείας για την εκκένωση ενός αστικού λεωφορείου ή για την προστασία της περιουσίας, τις μεγάλες εκκλησιαστικές τελετουργίες που ανακουφίζουν τον κόσμο, ως και την επιθυμία να αφήσουμε κάτι πίσω σε αυτόν τον κόσμο, να γίνουμε μοναδικοί και «σπουδαίοι», αυθεντικοί.
Ο μηδενισμός, η άβυσσος, είναι πάντα αυτή η μεγάλη ανομολόγητη αόρατη όψη όλων των πραγμάτων, και η ταινία αν είχε μυρωδιά θα ήταν ακριβώς αυτό. Μία κοινωνία χωρίς κανένα απολύτως ιδανικό, που άγεται και φέρεται από έναν τυφλό κύκλο συγκρούσεων, που ζέχνει, πληκτική, προβλέψιμη, εξοικειωμένη τόσο με το θάνατο, παραδομένη στην ανάγκη της να προστατευτεί ώστε να μπορεί να επιβιώσει. Αφού είναι πλέον βέβαιο ότι όλοι θα πεθάνουμε μία μέρα, και οι μεγάλες πράξεις ακόμα γίνονται μάταιες.
Η Hannah Arendt, από την άλλη, πίστευε ότι ο άνθρωπος από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο φέρνει μαζί του την ελπίδα για κάτι νέο. Οι νέοι άνθρωποι δεν ανανεώνουν απλώς τον πληθυσμό, αλλά βρίσκουν κάτι έτοιμο, κάτι σε μία σειρά, και όταν το κοιτούν θέλουν να φέρουν ένα δικό τους νόημα σε αυτό. Αυτός ο ήπιος μεσσιανισμός, η ρεαλιστική ουτοπία, το μικρό θαύμα της γέννας, δεν θέλει να τα ισοπεδώσει όλα για ένα μέλλον όπου θα έχει τα πάντα, δεν είναι ένα μεγάλο εγώ, μία ατομική διάθεση για ατομική κατάκτηση και προκοπή. Πόσο μοναχικός αυτός ο κόσμος, του εγωιστή, που για να γλιτώσει το θάνατο, θέλει να μείνει για πάντα μόνος στην ιστορία; Ο άνθρωπος δεν ψάχνει μόνο την αυθεντικότητα του. Διαλέγει από την ρουτίνα και την επανάληψη τις στιγμές που ζει με όσες και όσους αγαπά και νοιάζεται, δανείζεται από το παρελθόν, έρχεται με ορμή και διάθεση να ξανά πει, να διορθώσει, να ακούσει. Πετυχαίνει τότε, μόνο συλλογικά, και ως πολλές ανθρώπινες ιστορίες, ως συντροφική αγάπη, ως μητρότητες.
Τους νέους ανθρώπους, όχι μόνο λόγω της νεότητας, (έχω, προσωπικά, γνωρίσει κάτι «παππούδια» γεμάτα θράσος και περιέργεια, για να μην σας πω τι τεμπέλης είμαι στα 27 μου), απασχόλησαν άλλωστε πολλούς φιλοσόφους. Οι nove cives, οι νέοι πολίτες, ήταν οι μετανάστες του Μακιαβέλλι, τα εργατικά χέρια που έχτισαν την Φλωρεντία στην εποχή της ακμής της, και οι πιο θερμοί υποστηρικτές της ισονομίας, των ίσων δικαιωμάτων, της πρώιμης δημοκρατίας που σήμερα όλοι απολαμβάνουμε τουλάχιστον ως ιδανικό. Θα διάβασε και τον Βιργίλιο που διαβάζονταν με τον Κικέρωνα: το τελευταίο της καταφύγιο η ανθρωπότητα το βρίσκει πάντα στο γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να μάθουν από την ιστορία τους (άλλο αν την αξιοποιούν…), και να ανανεώσουν αυτό που είναι γερασμένο. Οι άνθρωποι γρήγορα επαναπαύονται, χρειάζονται και αυτή την άλλη οπτική, αυτό το ξένο που τους βοηθάει να εκτιμούν όσα έχει σημασία να έχουν, και που μεγεθύνει όσα σε παλιότερες εποχές οι προηγούμενοι κατέκτησαν. Όταν όλοι οι μέσα χαλαρώνουν από την ήσυχη ζωή, και τα πράγματα γίνονται στατικά, ανεπίδεκτα αλλαγής, οι νέοι άνθρωποι, απέξω, φρεσκάρουν τον κόσμο προσπαθώντας να μπουν μέσα.
Λέγοντας και αυτά, και προτείνοντας ανεπιφύλακτα την ταινία, δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι πως να μυρίζει και αυτό το νέο. Κάτι από το παλιό είναι βέβαιο. Αλλά και κάτι πραγματικά καινούργιο και πρωτόγνωρο, κάτι που υπάρχει ως ένα βαθμό μόνο όσο δεν σταματάς να πιστεύεις, κρυφά, ελάχιστα, ειλικρινά σε αυτό. Το πρώτο βήμα στην αλλαγή είναι μία τυφλή πίστη, η ελπίδα για ελπίδα, μας λέει η ταινία. Ένας γεγονός, πολλές φορές που δεν το έχεις προγραμματίσει, ένα παιδί, έρχεται για να συντηρήσει τον κόσμο ενεργοποιώντας την ελπίδα. Αν μύριζε κάπως το τέλος στην ταινία, δεν ξέρουμε ποτέ πως. Πρέπει να το συζητήσουμε άλλωστε μόνοι μας, με τις συνειδήσεις μας, και με τους άλλους. Ίσως για αυτό να τελειώνει κάπως μετέωρα για αυτόν που βιάζεται για απαντήσεις, αφήνοντας το ιδανικό ανοιχτό στην ιστορία του, για όσους θέλουν να το συνεχίσουν στην πράξη.
Οι καλλιτέχνες μας δίνουν πάντως και κάποιες ενδείξεις. Μπορεί να μοιάζει με το παιδάκι μίας γυναίκας που αναγκάζεται να εκδίδεται για να ζήσει σε έναν κάπου κάπου φριχτό κόσμο, μαύρη και «τελευταία», γεμάτη ζωντάνια και όρεξη για κάτι καινούργιο. Εκεί ακριβώς που οι άνθρωποι έχασαν την πίστη τους στα ιδανικά, στην ανθρωπιά τους, εκεί που δεν μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στο καλό και το κακό, το παλιό και το νέο. Που αν και στην αρχή ανέφικτο, αδιανόητο, μπορεί να φέρει ξανά πίσω τη ζωή.
Σήμερα την χρειαζόμαστε, και την αλλαγή, και τη ζωή, για να αντισταθούμε απλώς στον ιό ή ευρύτερα στο μηδενισμό των αξιών. Μπορούμε να θυμόμαστε και αυτό που γράφει στον Τρυποκάρυδο ο Tom Robbins: «η ανθρωπότητα εξελίχτηκε —αν εξελίχτηκε— όχι γιατί υπήρξε σοβαρή, υπεύθυνη και προσεκτική, αλλά γιατί υπήρξε κεφάτη, επαναστατική και ανώριμη»…