Έγκλημα στο σταθμό Βενιζέλου, όχι στο Νείλο
Συγκρίσεις και συμπεράσματα από δυο ανόμοιες περιπτώσεις
Λέξεις: Κατερίνα Νικολαΐδου
Η χτεσινή διαβεβαίωση της Υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη πως «η προσωρινή απόσπαση δεν αίρει την αυθεντικότητα των μνημείων, ούτε την δυνατότητα συμπερίληψης τους -αν και εφόσον κριθεί σκόπιμο- στα προστατευόμενα μνημεία της UNESCO», θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιστημονικό διάλογο σχετικά με το αν θα ήταν εφικτό ή όχι, μετά την απόσπαση και επανατοποθέτηση, το μνημειακό σύνολο του σταθμού Βενιζέλου να ενταχθεί στη συλλογική εγγραφή των παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών μνημείων της Θεσσαλονίκης στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αν θα μπορούσε, δηλαδή, ακόμη να πληρεί το κριτήριο της αυθεντικότητας, όπως αυτό καθορίστηκε το 1994 στη Nara της Ιαπωνίας από διεθνή ομάδα εμπειρογνωμόνων, και όπως τα αποδέχεται η UNESCO, κατόπιν σχετικής εισήγησης από το συμβουλευτικό όργανό της ICOMOS για κάθε μνημείο στο οποίο μια χώρα φιλοδοξεί να αποδοθεί αυτός ο τιμητικός τίτλος. Ωστόσο, η διαβεβαίωση της Υπουργού αυτοακυρώθηκε ήδη από το επιχείρημα που χρησιμοποίησε – τον παραλληλισμό του μνημειακού συνόλου της Βενιζέλου με το ναό του Αμπού Σιμπέλ της Αιγύπτου.
Η ιστορία της διάσωσης του εμβληματικού αυτού μνημείου και της εγγραφής του, τελικά, στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO δεν περιλαμβάνει πολλά στοιχεία που θα ήθελε κανείς να επαναληφθούν στην περίπτωση του έργου του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Το 1954 οι κυβερνήσεις της Αιγύπτου και του Σουδάν αποφάσισαν να ξεκινήσουν από κοινού το πρωτοποριακό για την εποχή αναπτυξιακό έργο του φράγματος του Ασουάν, προκειμένου η άνοδος της στάθμης του Νείλου να είναι στο εξής ελεγχόμενη και να μην καταστρέφει, απρόσμενα, κάποιες χρονιές, ολόκληρες τις σοδειές που καλλιεργούνταν στις όχθες του, αλλά και για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας.
Ο πρωτοποριακός αυτός για την εποχή στόχος αποφασίστηκε γνωρίζοντας πως θα υπήρχαν κάποιες «αναγκαίες θυσίες» από την άνοδο της στάθμης του ποταμού, όπως η εκκένωση κατοικημένων περιοχών. Εν μέσω διαπραγματεύσεων για τη χρηματοδότηση του έργου από τη μια ή και από την άλλη πλευρά των ισχυρών παικτών της τότε διπλωματικής σκακιέρας του Ψυχρού Πολέμου, οι αρχαιολόγοι προειδοποιούσαν πως με το έργο θα καταβυθίζονταν πολλά σημαντικά μνημεία της περιοχής της αρχαίας Νουβίας, μεταξύ των οποίων και ο εμβληματικός ναός του Αμπού Σιμπέλ.
Λίγο πριν την έναρξη της υλοποίησης του έργου, το 1959, οι κυβερνήσεις της Αιγύπτου και του Σουδάν ζήτησαν τη συνδρομή της UNESCO για τη διάσωση των μνημείων που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Και η UNESCO ξεκίνησε άμεσα μια προσπάθεια που έμεινε γνωστή ως η “Διεθνής Εκστρατεία της Νουβίας”, για το συντονισμό των εθνικών ενεργειών αλλά και την εξεύρεση πόρων και τεχνικών λύσεων σε διεθνές επίπεδο, προκειμένου τα σημαντικά μνημεία της περιοχής που επρόκειτο να καταβυθιστεί να διασωθούν.
Τελικά μόνο τα μνημεία που θεωρήθηκαν σημαντικότερα κατέστη δυνατό να διασωθούν. Ανάμεσά τους το Αμπού Σιμπέλ, που αποσπάσθηκε και επανατοποθετήθηκε σε ασφαλές από τα νερά του Νείλου σημείο.
Βέβαια, ο Κατάλογος Παγκόσμιας Κληρονομιάς τότε δεν υπήρχε ακόμη. Χρειάστηκε μια επιπλέον δεκαετία, με πολλά ενδιάμεσα βήματα, όπως ήταν η υπογραφή της Σύμβασης για την Προστασία της Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, προκειμένου, από το 1978, να θεσμοθετηθεί.
Η “Εκστρατεία της Νουβίας” θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, εναρκτήριο βήμα για τη συνειδητοποίηση πως και σε θεσμικό επίπεδο, τα σημαντικά μνημεία μιας χώρας μπορεί να αφορούν όλο τον κόσμο και να θεωρηθούν κοινή κληρονομιά όλων μας.
Ως ευχαριστήριο δώρο για την οικονομική συμβολή στη διάσωση των μνημείων της από την καταβύθιση, η Αίγυπτος δώρισε το Ναό της Dendur στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Ναό του Debod στο Parque del Oeste της Μαδρίτης, το Ναό του Taffeh στο Rijksmuseum van Oudheden του Leiden, και το Ναό του Ellesyia στο Museo Egizio του Τορίνο.
Οσο για το ναό του Αμπού Σιμπέλ, εντάχθηκε στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1979, σε συνολική εγγραφή των μνημείων που διασώθηκαν από την καταβύθιση με την “Εκστρατεία της Νουβίας” της UNESCO.
Σε μια εποχή που οι όροι υλοποίησης των μεγάλων αναπτυξιακών έργων παγκοσμίως δεν είναι ίδιοι με εκείνους των μέσων του 20ου αιώνα, ούτε από την άποψη των τεχνολογικών δυνατοτήτων, αλλά ούτε και από εκείνη των δεοντολογικών δεσμεύσεων, σε μια εποχή που τα κριτήρια και οι διαδικασίες για την εγγραφή των μνημείων στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς είναι σαφή και δεδομένα, και σε μια εποχή που επ’ ουδενί ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα δεχόταν να ανταποδώσει την οικονομική συνδρομή άλλων χωρών δωρίζοντάς τους τμήματα της πολιτιστικής του κληρονομιάς, και μάλιστα ακίνητα μνημεία, ο παραλληλισμός της Υπουργού, ως επιχείρημα, υπήρξε μάλλον άστοχος, αν όχι και παραπλανητικός.
Πέρα, όμως, από τα ιστορικά και άλλα επιμέρους δεδομένα συγκεκριμένων διαφορετικών περιπτώσεων μνημείων που δε μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, υπάρχουν δύο ακόμη λόγοι για τους οποίους μπορούμε ν’ αμφιβάλλουμε κατά πόσο αυτή η διαβεβαίωση μπορεί να τηρηθεί.
Ο πρώτος λόγος μας επιστρέφει στον επιστημονικό διάλογο που ποτέ δεν διεξάχθηκε ως όφειλε. Οι όροι προσδιορισμού της αυθεντικότητας ως προϋπόθεση για την ένταξη ενός μνημείου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μεταξύ πολλών άλλων παραμέτρων, συνδέουν την πολιτιστική αξία του μνημείου με το κατά πόσο οι παρεμβάσεις είναι αναστρέψιμες. Στην περίπτωση του μνημειακού συνόλου της Βενιζέλου, η ζημιά που η απόσπαση θα προκαλέσει είναι σαφές στους επιστήμονες, και ευρέως πλέον γνωστό, πως θα είναι μη αναστρέψιμη, είτε επανατοποθετηθεί στο σύνολό του, είτε εν μέρει, ή και καθόλου.
Ο δεύτερος λόγος απλά καθιστά οποιονδήποτε περαιτέρω επιστημονικό διάλογο σχεδόν ανώφελο: το συμβουλευτικό όργανο της UNESCO που είναι αρμόδιο για να εισηγηθεί την ένταξη ή μη ενός μνημείο στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) εξέδωσε στη Γενική Συνέλευση του Δεκεμβρίου 2020 Ψήφισμα για το μνημειακό σύνολο του σταθμού Βενιζέλου, όπου δήλωσε ότι η απόσπαση του μνημείου απειλεί την αυθεντικότητά και ακεραιότητά του και υποβιβάζει την πολιτιστική αξία του.
Πόσο πιθανό είναι, μετά από μια τέτοια θεσμική δήλωση, το ICOMOS να εισηγηθεί θετικά για την ένταξη του μνημειακού συνόλου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς;
Πόσο πιθανό είναι η UNESCO ν’ αποφασίσει να το εντάξει έχοντας λάβει αρνητική εισήγηση από το ICOMOS, όταν με αντίστοιχη αρνητική εισήγηση – αν και για διαφορετικούς λόγους – απέρριψε πρόσφατα την αίτηση της Ελλάδας για την ένταξη της Σπιναλόγκας στον Κατάλογο;
Πόσο πιθανό είναι, καταρχήν, το Υπουργείο Πολιτισμού να προβεί σε μια τέτοια αίτηση προς την UNESCO, γνωρίζοντας πως οι πιθανότητες θετικής εισήγησης από το συμβουλευτικό της όργανο θα είναι κάτι λιγότερο από ισχνές;
Και πόσο απαραίτητο είναι, τελικά, να μας απασχολούν τέτοια ερωτήματα όταν η μη αναστρέψιμη καταστροφή δεν είναι αναπόφευκτη, από τη στιγμή που υπάρχει υλοποιήσιμη τεχνική λύση για την κατασκευή του σταθμού με κατά χώραν παραμονή των αρχαιοτήτων;
*Η Κατερίνα Νικολαΐδου είναι αρχαιολόγος ειδικευμένη στη διαχείριση και τη δημόσια προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Έχει υπηρετήσει στο ΥΠΠΟΑ ως στέλεχος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ως ανεξάρτητη πολιτιστική εμπειρογνώμονας έχει συνεργαστεί με την UNESCO, το Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UNDP) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.