Εκκλησία-Κράτος: Ο ατέλειωτος ασφυκτικός εναγγαλισμός
Η ανυπολόγιστη περιουσία της Εκκλησίας, το ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών, η διαρκής προσπάθεια που ναυαγεί αλλά και τα μοντέλα που ακολουθούνται στην Ευρώπη.
Η είδηση για την καταβολή έκτακτου επιδόματος λόγω της πανδημίας στην Εκκλησία της Ελλάδος, την Εκκλησία της Κρήτης, τις Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος, τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα, τα Θρησκευτικά Νομικά Πρόσωπα του Ν. 4301/2014, και κυρίως οι χιλιάδες αντιδράσεις σε μια εποχή που έναν ολόκληρο χρόνο ένα τεράστιο μέρος της κοινωνίας πλήττεται σφοδρά λόγω της πανδημίας, επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα το ζήτημα του ασφυκτικού εναγκαλισμού Εκκλησίας και Κράτους καθώς και του πως στην πραγματικότητα αξιοποιείται η Εκκλησιαστική Περιουσία.
Σχέση που έχουν διαμορφωθεί εδώ και αιώνες και που αποδεικνύονται από τις τακτικές συναντήσεις πολιτικών, ανεξαρτήτως ιδεολογικών πεποιθήσεων, με ιερωμένους και που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν απλώς ως εθιμοτυπικές. Μάλλον ως επιβεβαιωτικές αυτής της μακράς σύνδεσης.
Από τη στιγμή που στην Ελλάδα δεν έχει διαχωριστεί η πολιτική με τη θρησκεία, πώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους όταν το βασικό Υπουργείο της Παιδείας είναι και υπουργείο Θρησκευτικών ζητημάτων θα αναρωτιόταν κανείς.
Διαχρονικά η Εκκλησία επεδίωκε, και συνεχίζει να το κάνει, την στενή σχέση και την διασκή προστασία της πολιτικής εξουσίας.
«Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, της εν τω στρατεύματι θρησκευτικής υπηρεσίας, της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας, […], της καθιερώσεως νέων Θρησκευτικών εορτών, ζητεί δε την προστασίαν της Πολιτείας οσάκις προσβάλλεται η θρησκεία» αναφέρει ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας (Ν. 590/1977, άρ. 2).
Η Πολιτεία από την πλευρά της αντιμετωπίζει πάντοτε το ζήτημα της απαγγίστρωσης σαν μία «καυτή πατάτα» την οποία δεν θέλει να πάρει στα χέρια της. Και από τη στιγμή που ούτε η Εκκλησία κάνει κάποιο αποφασιστικό βήμα για την απομάκρυνση της από το Κράτος, το γαϊτανάκι μεταξύ των δύο συνεχίζεται.
Ρυθμίσεις στο παρελθόν όπως η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό ή το ζήτημα της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία, λειτούργησαν σαν ωρολογιακές βόμβες και απέδειξαν ποιος έχει το πάνω χέρι τελικά και κάνει στα αλήθεια κουμάντο.
Αν εξαιρέσει κανείς την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία στο περίφημο Συμβόλαιο με το Λαό, από το 1975 είχε δηλώσει δια στόματος του αρχηγού του: ”Πιστεύουμε στον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Αυτό είναι το συμφέρον και της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Πρέπει η Εκκλησία να πάψει να είναι παράρτημα του Κράτους, χωρίς βέβαια να γίνει Κράτος εν Κράτει” και τις τολμηρές ομολογουμένως αποφάσεις του για τον Πολιτικό Γάμο, τις Αμβλώσεις, αργότερα επί Σιμήτη το θρήσκευμα στις ταυτότητες και κάποιες τύπου ηρωϊκές προσπάθειες του Σύριζα ακόμα και για τα βιβλία των θρησκευτικών που οδήγησαν σε καρατόμηση του Νίκου Φίλη και την υπαναχώρηση Τσίπρα, δεν θυμόμαστε ιδιαίτερα γενναίες προσπάθειες κοπής του ομφάλιου λώρου και αλλαγής του status quo.
Με τη Ν.Δ. να καταψηφίζει πάντα οτιδήποτε προοδευτικό που θα άλλαζε τις αγκυλώσεις της ελληνικής κοινωνίας (ακόμα και τον πολιτικό γάμο!) και τις απειλές των ιεραρχών με κάθε ευκαιρία ότι έρχονται εκλογές ή τα ναζάκια των ιεραρχών που αρνούνται να παρευρεθούν ακόμα και σε παρελάσεις παλιγγενεσίας, αντιλαμβάνεται κανείς πως το σύνθημα είναι πολύπλοκο και με σχεδόν αδύνατη λύση από το πολιτικό σύστημα.
Από την άλλη την ώρα που ο Πάππας της Ρώμης ανακοινώνει πριν λίγες μέρες μειώσεις των μισθών των κληρικών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας λόγω τη πανδημίας εδώ ψηφίζουμε εν λευκώ και χωρίς αναφορά ποσού ενίσχυση της από το κράτος. Με την πρωτοβουλία της κ. Κεραμέως.
Διότι αν δεν γίνει έτσι γίνεται αλλιώς. Όπως ας πούμε συνέβη όταν ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, διοργάνωσαν ογκώδεις λαοσυνάξεις και συλλογή υπογραφών εναντίον της κυβέρνησης Σημίτη το 2000.
Ένα πλέγμα νόμων ρυθμίζει ειδικότερα θέματα, πάντα σε ένα καθεστώς αλληλοεξάρτησης, όπως την μισθοδοσία των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, τις ατέλειες εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, την απαλλαγή των μοναχών από τη στράτευση. Τέλος, πολλές επίσημες τελετές και αργίες δημοσίων υπηρεσιών καθορίζονται από το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας
«Μαγαζί γωνία»
Δεν είναι λίγες οι φορές που Εκκλησία και Κράτος έχουν έρθει σε αντιπαράθεση για διάφορα ζητήματα που προκύπτουν.
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε μία από τις συναντήσεις του με το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, αποπειράθηκε να «ανοίξει» το τεράστιο θέμα, αυτό του διαχωρισμού κράτους-Εκκλησίας. «Μακαριότατε, νομίζω πως ήρθε η ώρα να χωρίσουμε τα τσανάκια μας», είπε στον Σεραφείμ, για να πάρει την απάντηση: «Πρόεδρε, το δικό σου μαγαζί να κοιτάξεις, εκεί είναι το πρόβλημα, το δικό μου είναι γωνία, όποτε θες, έλα να τα χωρίσουμε».
Ακολούθησε το 1982 η κόντρα μεταξύ Εκκλησίας και κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ για τον πολιτικό γάμο, τις αμβλώσεις που παρά τις αντιδράσεις και τις διαδηλώσεις έγινε νόμος του κράτους.
Την περίοδο 1985-1987 η Εκκλησία αντέδρασε έντονα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες για απαλλοτρίωση εκκλησιαστικής περιουσίας, με αποχή από εορτασμούς και διοργάνωση συλλαλητηρίου.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1988, στο Καστρί ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ μίλησαν γενικά για έναν ενδεχόμενο χωρισμό «κοινή συναινέσει». Είναι η εποχή που ο Παπανδρέου με απαίτηση της Εκκλησίας απομάκρυνε από τη θέση του υπουργού Παιδέιας τον Αντώνη Τρίτση και έβαλε στη θέση του το γιό του Γιώργο.
Τρία χρόνια μετά το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση θεμάτων της μοναστηριακής περιουσίας που έφερε ο τότε υπουργός Παιδείας, Α. Κακλαμάνης, προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Εκκλησίας. Η Ιεραρχία, μάλιστα, πρότεινε «εις το πλαίσιο μιας αμφοτεροβαρούς συμφωνίας θα ενδέχετο η Εκκλησία να μεταβιβάση εις το κράτος τη δασικήν και αγροτικήν μοναστηριακήν περιουσία, λαμβάνουσα όμως ανταλλάγματα άλλης μορφής». Ακολουθεί και νέα συνάντηση στην οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου παίρνει στα χέρια του το υπόμνημα της Ιεραρχίας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία δεχόταν να παραχωρήσει τα 4/5 της δασικής και της μοναστηριακής περιουσίας, που διαχειριζόταν ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), τη λεγόμενη ρευστοποιητέα, καθώς και τα 4/5 των εκτάσεων των μονών που ανήκαν σε αυτές. Ως αντάλλαγμα έγινε πρόταση να εξασφαλιστεί η κυριότητα των εκτάσεων που θα παρέμεναν στην Εκκλησία, ενώ ζητείτο επίσης η κατάργηση της εισφοράς του 35% των εσόδων των ναών.
Στην κυβέρνηση Παπανδρέου γίνεται ανασχηματισμός και νέος υπουργός ορίζεται ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος παρουσιάζει και τις δικές του προτάσεις: Το σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο κράτος. Ο Τρίτσης πρότεινε, μάλιστα, να παραχωρήσει η Εκκλησία τη μη αστική της περιουσία στην Πολιτεία.Οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Ο Αντώνης Τρίτσης επιμένει και δεν δέχεται καμία υποχώρηση. Στις 12 Μαρτίου του 1987 φέρνει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη μοναστηριακή περιουσία, το οποίο περιελάμβανε διατάξεις που προέβλεπαν τη συμμετοχή λαϊκών στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια.Στις 19 Μαρτίου 1987 η Ιεραρχία ανακοινώνει συλλαλητήρια σε όλη την Ελλάδα και ταυτόχρονα ενημερώνει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μάλιστα, αποφασίζει να απέχει από τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου. Τελικά, παρά τις αντιδράσεις, ο νόμος 1700/1987 ψηφίστηκε στις 2 Απριλίου, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Λίγο αργότερα, ο Αντώνης Τρίτσης παραιτείται.
Ιερός πόλεμος για τις ταυτότητες
«Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί, δεν εφαρμόζεται», ήταν η απάντηση του μακαριστού Χριστόδουλου για την απόφαση της τότε κυβέρνησης Σημίτη (το 2000) να απαλείψει το θρήσκευμα από τις ταυτότητες. Παρά τις εκρηκτικές αντιδράσεις της Εκκλησίας, η κυβέρνηση, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Μιχάλη Σταθόπουλο, προωθεί κανονικά το θέμα. Ο Χριστόδουλος προειδοποιεί: «Την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει ξεράθηκε». Στα κηρύγματά του κάνει λόγο για «πραξικόπημα» και μιλά ευθέως για δημοψήφισμα. «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δουν ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας». Αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα την κόντρα του με την κυβέρνηση Σημίτη, διοργανώνει συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, στη «λαοσύναξη» της Αθήνας κράτησε στα χέρια του το αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, Αμβρόσιος. Η Εκκλησία συγκεντρώνει 3 εκατομμύρια υπογραφές, τις οποίες και παρέδωσε στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο.
Οι θέσεις των κομμάτων δεν άλλαξαν και με την αναθεώρηση του Συντάγματος που πρότεινε η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ και αποφάσισε η Βουλή τον Μάρτιο του 1995. H αναθεώρηση αυτή δεν προχώρησε μετά την απόφαση του K. Σημίτη να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές στις 22.9.1996. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων οι πολιτικές δυνάμεις παρουσίασαν τις θέσεις τους:
Το ΠαΣοΚ, αντί για έναν σαφέστατο χωρισμό, πρότεινε μόνο την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 3 «προς την κατεύθυνση της προσθήκης εδαφίου, με το οποίο θα κατοχυρώνεται το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι του Κράτους, θα αποσαφηνίζεται η διαδικασία ψήφισης και θέσης σε ισχύ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και θα επιτυγχάνεται, υπό την έννοια αυτή, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». H ΝΔ έκανε από την αρχή σαφή τη θέση της κατά των αλλαγών.Κατά των αλλαγών ετάχθη και η Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά. Αντίθετα, το KKE και ο τότε Συνασπισμός υποστήριξαν τη θέση του πλήρους και σαφούς χωρισμού. Τελικά οι συζητήσεις ακόμη και για μερική αναθεώρηση δεν κατέληξαν πουθενά. Το ΠαΣοΚ και η ΝΔ κατέληξαν στη θέση ότι, αφού η Εκκλησία κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος αλλαγής, το σχετικό κεφάλαιο πρέπει να κλείσει.
«Θα συνεχίσουμε σε συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας». Η μεγάλη κολοτούμπα.
Το 2016 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και η Ιεραρχία βρίσκονται στα… χαρακώματα για τις αλλαγές του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία. Σε κατάσταση πολέμου οι μητροπολίτες, έπειτα από πολύωρες συνεδριάσεις, δίνουν το στίγμα τους. Λένε «όχι» στις αλλαγές και προχωρούν σε «μετωπική» σύγκρουση με την κυβέρνηση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος χαρακτηρίζει «απαράδεκτα» και «επικίνδυνα» τα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά. Στους μήνες που ακολούθησαν οι εντάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν σχεδόν καθημερινές. Βλέποντας ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ότι η κυβέρνησή του «χάνει έδαφος», προσπαθεί με κάθε τρόπο να χαμηλώσει τους τόνους, ρίχνοντας «γέφυρες» επικοινωνίας στον Αρχιεπίσκοπο. Παρ’ όλα αυτά, οι ιεράρχες εμφανίζονται κάθετοι εκφράζοντας την οργή τους για τις «εμπρηστικές» δηλώσεις του υπουργού Παιδείας («εμπόριο λειψάνων», «πού ήταν η Εκκλησία στην Κατοχή και τη χούντα») τονίζοντας ότι δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση.
Στις 5 Οκτωβρίου, στο Μέγαρο Μαξίμου, γίνεται συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό, παρουσία των υπουργών Παιδείας και Άμυνας. Η κυβέρνηση αποδέχεται το αίτημα της Εκκλησίας να ξεκινήσει διάλογος από την αρχή όσον αφορά στα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά, τα οποία αποφασίζεται να τελούν υπό διαρκή αξιολόγηση και να επανεξεταστούν στο τέλος της χρονιάς. Έπειτα από μια δίωρη, κεκλεισμένων των θυρών, συνάντηση, ο Αρχιεπίσκοπος, εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου, δηλώνει ικανοποιημένος: «Έγινε μια συνάντηση όπου μιλήσαμε και λύθηκαν όλες οι παρεξηγήσεις και θα συνεχίσουμε σε συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας». Έπειτα από λίγο ο Νίκος Φίλης απομακρύνεται από τα υπουργικά του καθήκοντα.
Είχε προηγηθεί η δήλωση του εταίρου της κυβέρνησης Πάνου Καμένου που είπε απευθυνόμενος στον Αρχιεπίσκοπο, του λέει: «Ζητήστε το και θα ρίξω την κυβέρνηση», χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα.
Όσο για το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας Αρχιεπίσκοπος ήταν σαφής επί Σύριζα: «Αν το Κράτος πει σας χωρίζω, δεν θα πούμε όχι, αλλά θα αναλάβει τις ευθύνες του. Η Εκκλησία δεν φοβήθηκε την σκλαβιά 400 χρόνων, θα φοβηθεί μια Κυβέρνηση ενός χρόνου η έξι μηνών».
Ατολμη θεωρήθηκε και η συμφωνία που ανακοινώθηκε τον Νοέμβριο του 2018 για την εκκλησιαστική περιουσία και τους μισθούς των ιερέων, που, ούτως ή άλλως, δεν προχώρησε.
Οι μισθοί των ιερέων
Τα αριθμητικά δεδομένα τον Οκτώβριος 2016 έχουν ως εξής: μισθοδοτούνται από το Δημόσιο 10.238 ορθόδοξοι ιερείς και 100 Αρχιερείς (επαρχιούχοι Μητροπολίτες, τιτουλάριοι και σχολάζοντες Μητροπολίτες, βοηθοί Επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, ιεροκήρυκες), που ανήκουν σε α. 82 Μητροπόλεις Εκκλησίας της Ελλάδος, β. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και 8 Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης, γ. 5 Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου) και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι (υφίστανται 292 οργανικές θέσεις ιεροκηρύκων και περίπου 380 θέσεις λαϊκών υπαλλήλων Μητροπόλεων, που δεν είναι όλες καλυμμένες).
Όσον αφορά τη θρυλούμενη ικανότητα των φορέων της εν γένει «Εκκλησίας» (Ελλάδος, Κρήτης, Μητροπόλεων Δωδεκανήσου) να μισθοδοτήσουν αυτήν την στιγμή τους κληρικούς τους αφ’ εαυτών, το ετήσιο κόστος (μισθών – εισφορών) των (περίπου) 193.000.000 ευρώ (2016) αδυνατεί άμεσα και μεσοπρόθεσμα να το καλύψει η Εκκλησία της Ελλάδος (κεντρικός φορέας) και οι 82 Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και η Εκκλησία της Κρήτης και οι 5 Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως. Στο κόστος αυτό περιλαμβάνονται 100 Αρχιερείς και οι διάκονοι, εφημέριοι, ιεροκήρυκες και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι των τριών Εκκλησιών (Ελλάδος, Κρήτης, Δωδεκανήσου).
Το καυτό θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας
Οι οικονομικές σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους αποτελούν και αυτές ένα πεδίο μεγάλης προστριβής και έντονων κοινωνικών διαφωνιών.
Ειδικότερα από τη στιγμή που το Δημόσιο έχει αναλάβει την μισθοδοσία του κλήρου. Η διοικούσα Εκκλησία ισχυρίζεται πως η μισθοδοσία των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αποτελεί ανταποδοτική υποχρέωση του Κράτους εις το διηνεκές, έναντι της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μεγάλων τμημάτων της περιουσίας της χωρίς να καταβληθεί από το Κράτος η αντίστοιχη αποζημίωση.
Αρκετές φορές έχει γίνει προσπάθεια για να καταγραφεί η εκκλησιαστική περιουσία η οποία διαχωρίζεται σε τρεις κατηγορίες:
-την ενοριακή,
-την περιουσία των νομικών προσώπων (όπως είναι για παράδειγμα τα ιδρύματα) και
-τη μοναστηριακή για την οποία και ερίζει το κράτος.
Η αλήθεια είναι ότι ακριβής καταγραφή ολόκληρης της περιουσίας δεν υπάρχει και είναι δύσκολο να υπάρξει και στο άμεσο μέλλον λόγω της φύσης των φορέων που διαρθρώνουν την Εκκλησία της Ελλάδος. Απλώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιθυνόντων αυτή τη στιγμή η Εκκλησία εκτιμάται ότι κατέχει περίπου 1.300.000 στρέμματα που είναι διασπαρμένα σε ολόκληρη την επικράτεια. Εξ αυτών τα 732.000 στρέμματα είναι βοσκοτόπια, τα 367.000 δασική γη και τα 189.000 στρέμματα γεωργικές εκτάσεις, αρκετές εκ των οποίων έχουν παραχωρηθεί προς αξιοποίηση.
ΝΗΣΙΑ
Παράλληλα η Εκκλησία διαθέτει διάφορα νησάκια και βραχονησίδες κυρίως στις Κυκλάδες και τις Σποράδες (“εκ των οποίων τα περισσότερα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν” όπως μας είπαν), ενώ υπάρχουν και άλλα 400.000 στρέμματα που ανήκουν μεν στην Εκκλησία αλλά θεωρούνται αμφισβητούμενα εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας για παράδειγμα η Ιερά Σύνοδος βρίσκεται σε αντιδικία με τον δήμο Αθηναίων για ένα οικόπεδο τριών στρεμμάτων, ενώ κοντά στη λίμνη της Βουλιαγμένης η Μονή Πετράκη διαθέτει 200 στρέμματα που διεκδίκησε δικαστικά από το τοπικό δήμο.
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ-ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ
Από ‘κει και πέρα θα πρέπει να αναφερθούν περίπου 200 διαμερίσματα και άλλα τόσα γραφεία που περιήλθαν κυρίως από κληρονομιές, λίγες εκατοντάδες εμπορικά καταστήματα και μερικά ξενοδοχεία, από τα οποία εισρέουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ το μήνα ως ενοίκιο. Ενδεικτικό είναι έχει νοικιαστεί κτίριο επί της οδού Μητροπόλεως στο κέντρο της Αθήνας που επί χρόνια φιλοξενούσε τα κεντρικά γραφεία του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και τώρα έχει μετατραπεί σε πολυτελές ξενοδοχείο, το κτίριο του υπουργείου Εσωτερικών που φιγουράρει στο πλάι της πλατείας Κλαυθμώνος, και μια σειρά από καταστήματα στην Αθήνα επί της παραλιακής λεωφόρου Ποσειδώνος.
ΜΕΤΟΧΕΣ
Συν τοις άλλοις η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει εκατοντάδες χιλιάδες τραπεζικές μετοχές (σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών στο χαρτοφυλάκιό της υπάρχουν περίπου 95.000 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, 16.000 της Τράπεζας της Ελλάδος, 2.000 της Πειραιώς και μερικές εκατοντάδες των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων), ομόλογα και λοιπά επενδυτικά προϊόντα που η αλήθεια είναι ότι η αξία τους έχει πάρει δραματικά την κατιούσα τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης.
ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Με έναν πρόχειρο υπολογισμό εκτιμάται ότι η συνολική περιουσία ανέρχεται αυτή τη στιγμή γύρω στα 14 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ κάποια περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν να υπολογιστούν. Πόσο μπορεί να κοστίζει για παράδειγμα ένα δάσος που ούτε να αξιοποιηθεί δεν μπορεί, ούτε να ενοικιαστεί αλλά ούτε και να δομηθεί;
Για να γίνει αντιληπτή η διασπορά των περιουσιακών στοιχείων, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι αυτή τη στιγμή υπάγονται στην Εκκλησία της Ελλάδος πάνω από 10.000 Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, από μητροπόλεις και ιερούς ναούς μέχρι μονές και ιδρύματα. Το κάθε ένα από αυτά έχει τη δική του, ανεξάρτητη οικονομική διαχείριση. Όπερ σημαίνει ότι η ακριβής καταμέτρηση δεν μπορεί επ’ ουδενί να επιτευχθεί.
«Η περιουσία είναι δική μας»
«Η περιουσία είναι δική μας, δεν ανήκει στο Κράτος, δεν πωλείται, δεν υποθηκεύεται. Η ίδια η Εκκλησία θα την διαχειριστεί…», δήλωσε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μιλώντας στην έναρξη των εργασιών της 1ης Πανθεσσαλικής Ιερατικής Σύναξης το 2016.
Όπως τονίζεται στην ιστοσελίδα της Μητρόπολη Δημητριάδος ο Αρχιεπίσκοπος «μίλησε για όσα προγραμματίζεται να υλοποιηθούν στο μέλλον, όπως η απώλεια του Δημοσίου χαρακτήρα της Εκκλησίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όπως η διακοπή της μισθοδοσίας του Κλήρου, ενώ αναφέρθηκε στο σύνολο της περιουσίας που διέθεσε η Εκκλησία στο Κράτος από την παλιγγενεσία και μετά».
Όπως σημειώνεται ο κ. Ιερώνυμος δήλωσε: «υπάρχουν πολλοί σ’ αυτόν τον τόπο που κινούνται επιπόλαια» και πρόσθεσε: «αλλά εμείς θα τολμήσουμε και είμαι σίγουρος ότι θα κερδίσουμε».
Και αναφερόμενος στον πλέγμα των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους είπε:
«Βρισκόμαστε σε μια εποχή που δε χρειαζόμαστε απλώς διακριτούς ρόλους, αλλά καθαρούς διακριτούς ρόλους… πρέπει να αποκαλύψουμε το διαβρωτικό έργο αυτής της ιδεολογικής πλατφόρμας και να θέσουμε όλους προ των ευθυνών τους. Η Εκκλησία μας υπάρχει και θα υπάρχει για να υπηρετεί τον άνθρωπο. Αυτός είναι ο ρόλος μας, η μοίρα και η πορεία μας. Αυτή διαλέξαμε και αυτή πρέπει να υπηρετήσουμε. Δεν ξέρουμε αν αύριο θα έχουμε περισσότερες δυσκολίες, ξέρουμε όμως, ότι η Εκκλησία πάντοτε νικά, όπως θα πράξει και τώρα»
Δικαιούται ή ταιριάζει στην Εκκλησία να έχει περιουσία; Οι υποστηρικτές
Το Κράτος ήταν αυτό που στην ουσία έδωσε νομική υπόσταση στην Εκκλησία, με τη μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, και την οργάνωσε διοικητικά.
«Με τον τρόπο αυτό το Κράτος πέτυχε να διατηρεί σημαντικό έλεγχο επί της Εκκλησίας και να εκμεταλλεύεται το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού για την κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής του εξουσίας» αναφέρει σε άρθρο του ο κ. Πάνος Σκοτινιώτης, νομικός, πρώην δήμαρχος Βόλου και πρώην βουλευτής και νομάρχης Μαγνησίας και συμπληρώνει:
«Ως αντάλλαγμα παραχώρησε στην Εκκλησία την αναγνώριση της προνομιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία και το θεσμικό σύστημα. Έτσι, η Εκκλησία οργανώθηκε από την αρχή ως δημόσια αρχή, ουσιαστικά ως προέκταση της κρατικής εξουσίας, και μάλιστα εν πολλοίς αυτονομημένη από το θεσμικό σύστημα του δημοκρατικού κράτους δικαίου, που εκφράζει κατά το Σύνταγμα τον κυρίαρχο λαό».
Σε άρθρο του, ο Μιχάλης Γκολέμης, αναφέρεται στο θέμα διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, εκκλησιαστική περιουσία, μισθοδοσία των εκκλησιαστικών φορέων και μεταξύ άλλων σημειώνει:
«Και πού βρήκε τα χρήματα αυτά η εκκλησία; Πώς απέκτησε την περιουσία της; Μετά την απελευθέρωση, στο νεότευκτο ελληνικό κράτος του 1828 η εκκλησία βρέθηκε με πράγματι εξαιρετικά μεγάλη περιουσία. Κύριες πηγές της ήταν, κατά πρώτον, οι γενναίες δωρεές λιγότερο, περισσότερο ή και καθόλου πλουσίων πιστών για τη διευκόλυνση του πολυποίκιλου έργου της εκκλησίας, οι παραχωρήσεις ακίνητης περιουσίας ώστε να αποφευχθεί η δήμευσή τους από την οθωμανική ηγεσία -η οποία δεν ήταν το ίδιο να αντιπαρατεθεί με έναν απλό υπόδουλο ιδιώτη από το να έρθει σε σύγκρουση με τους Έλληνες μητροπολίτες και τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη-, οι παραχωρήσεις πολλών καλλιεργήσιμων κτημάτων, ελιών και άλλων οπωροφόρων δέντρων εκ μέρους ευλαβών ιδιωτών εις μνήμην προσφιλών αποθανόντων προσώπων, αλλά και οι διά διαθήκης δωρεές σημαντικών εκτάσεων ή και χρηματικών ποσών και, τέλος, τα κληρονομικά μερίδια πολλών μοναχών επί εκατονταετίες, καθώς υπήρχε ο εθιμοτυπικός κανόνας οι μοναχοί, όταν αποβίωναν, να αφιερώνουν την κληρονομούμενη περιουσία τους στη μονή, όπου διήγαγαν τον μοναχικό τους βίο.
Έκτοτε και καθ’ όλον τον βίο του ελληνικού κράτους, μία σειρά εξοντωτικών για την τότε όντως μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία διοικητικών ρυθμίσεων εκδόθηκαν κρουνηδόν, οδηγώντας στην αφαίμαξη και του ελάχιστου περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας. Αρχικά, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και του 1834 διαλύθηκαν από την αλλοεθνή και προτεσταντική Αντιβασιλεία του Όθωνα 416 μοναστήρια και δημεύθηκαν οι περιουσίες τους, ενώ από τους επιτήδειους διαχειριστές (κρατικούς υπαλλήλους) του νεοσύστατου δήθεν «Εκκλησιαστικού Ταμείου» πωλήθηκαν στα παζάρια προς ίδιον όφελος τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα λείψανα αγίων…
Δύο χρόνια αργότερα, με το βασιλικό διάταγμα της 20.5.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε μία άνευ προηγουμένου αναγκαστική απαλλοτρίωση, δίχως καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης, τεράστιων σε έκταση καλλιεργήσιμων κτημάτων (και) εν λειτουργία μονών, ενώ στην εναπομείνασα μικρή περιουσία επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία επί ποινή δημοσίου πλειστηριασμού σε περίπτωση που αυτή δεν καταβαλλόταν. Ακόμη, κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), οι περίφημοι νόμοι 1072/1917 και 2050/1920 («αγροτικός νόμος») καθώς και άλλοι κακότεχνοι νόμοι, όπως ο Ν. 2189/1920, ήρθαν να επιβάλουν ταχύτατα την αναγκαστική απαλλοτρίωση πολλών μοναστηριακών εκτάσεων προς αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων (ο ελληνικός πληθυσμός μέσα σε μια δεκαετία είχε υπερδιπλασιαστεί) και για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ασφαλείας».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι από το 1917 έως το 1930, ενώ η αξία των απαλλοτριωθεισών εκκλησιαστικών γαιών ανήλθε στο ποσό των 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών, στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο καταβλήθηκαν από το κράτος μόλις 40.000.000 δραχμές… Εν συνεχεία, με τον κωδικοποιημένο νόμο 4684/1931 η Πολιτεία προχώρησε στη ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών, χρήματα τα οποία κατά κυριολεξίαν εξανεμίστηκαν κατά την καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας στην πέτρινη δεκαετία του Β΄ Π.Π., της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου (1940-1949).
Κατόπιν, με τη Σύμβαση απαλλοτριώσεως του 1952, πραγματοποιείται η μεγαλύτερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας. Η τελευταία αποψιλώθηκε μνημειωδώς για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης/-ήσιμης αγροτικής περιουσίας της, λαμβάνοντας μερικά αστικά ακίνητα και 45.000.000 δρχ. νέας εκδόσεως.
Τη δραματική αυτή σειρά των νόμων που παρήλασαν στην ελληνική ιστορία απομυζώντας την εκκλησιαστική περιουσία έρχεται να ολοκληρώσει ως χαριστική βολή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση), ώστε σήμερα το σύνολο της αγροτικής γης της Εκκλησίας της Ελλάδος υπολογίζεται σε 1.292.300 στρέμματα, τη στιγμή που το Δημόσιο, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι Αγροτικοί Συνεταιρεισμοί κατέχουν εν συνόλω 60.249.600 στρέμματα. Εντούτοις, ακόμα και από αυτά τα 1.292.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 αποτελούν δασικές εκτάσεις και τα 735.300 βοσκοτόπους… Μόνον τα 189.900 στρέμματα είναι καλλιεργήσιμη γη, δηλαδή πρόκειται για το 0,48% της συνολικής γεωργικής γης της Ελλάδας ( !).
Δοθέντων όλων των ανωτέρω, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον λόγο που με τον Α.Ν. 536/1945 ξεκίνησε η μισθοδοσία του ορθόδοξου εφημεριακού κλήρου της Ελλάδος από το κράτος, ως οιονεί ανταπόδοση για την μακρόχρονη καταλήστευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ωστόσο προβλέφθηκε παράλληλα με τη μισθοδοσία και εισφορά του 25% επί των ακαθάριστων εισπράξεων των ενοριακών ναών, το οποίο αυξήθηκε σε 35% (υπέρογκα ποσά καταβαλλόμενα ανά τρίμηνο από τις ενορίες) με τον Α.Ν. 469/1968, για να καταργηθεί πάντως με τον Ν. 3220/2004».
Σε άρθρο του, ο θεολόγος και νομικός, Ευάγγελος Π. Λέκκος απαντάει: «Ἀδίστακτα λέμε ναί. Ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, δέν ζεῖ μόνο μέ κάθε λόγο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ ψωμί (πρβλ. Λουκ. 4,4), δηλαδή ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός ἔχει ἀποστολή νά ἐπιτελέσει ὄχι μόνο πνευματικό ἀλλά καί κοινωνικό ἔργο. Γιά τό ἔργο αὐτό ἀπαιτοῦνται ἀφοσιωμένα πρό-σωπα καί ὑλικά μέσα, κατά τό παράδειγμα καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου».
Όσον αφορά το σε ποιον ανήκει και πώς διοικείται η εκκλησιαστική παρουσία, σχολιάζει: «Εἶναι λάθος νά νομίζουν μερικοί ὅτι ἡ περιουσία αὐτή ἀνήκει στήν Ἱερά Σύνοδο, τόν Ἀρχιεπίσκοπο, τούς Μητροπολίτες ἤ τούς ἡγουμένους τῶν Μονῶν. Διότι ὅταν λέμε ἐκκλησιαστική περιουσία, γενικῶς, ἐννοοῦμε τό σύνολο τῆς περιουσίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων, δηλαδή τῶν 96 Μητροπόλεων τῆς Ἑλλάδος, πέντε ἤ ἕξι ἑκατοντάδων Μοναστηριῶν, 9.024 χιλιάδων ἐνοριακῶν Ναῶν, ἀρκετῶν Προσκυνημάτων καί τῶν κεντρικῶν Ὀργανισμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά, σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», «κατά τάς νομικάς αὐτῶν σχέσεις» ἀποτελοῦν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Καί ὡς νομικά πρόσωπα διοικοῦνται ἀπό Συμβούλια πού συγκροτοῦνται ὅπως οἱ νόμοι τοῦ Κράτους ὁρίζουν. Ἄν μάλιστα ἐξαιρέσουμε τά Ἡγουμενοσυμβούλια, σέ ὅλα τά ἄλλα μετέχουν καί λαϊκά Μέλη καί μάλιστα κατά πλειοψηφία. Ὅταν βέβαια γίνεται λόγος γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία νοεῖται κυρίως ἡ μοναστηριακή (κινητή καί κυρίως ἀκίνητη). Αὐτή διακρίνεται στή «διατηρητέα» καί στήν «ἐκποιητέα» ἤ «ρευστοποιητέα», ὅπως χαρακτηρίστηκε μέ νομοθετήματα τοῦ 1930-31, ὅταν ἡ διοίκηση καί διαχείριση τῆς «ἐκποιητέας» ἀνατέθηκε στόν ΟΔΕΠ (Ὀργανισμό Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησια- στικῆς Περιουσίας). Ἡ «διατηρητέα» παραμένει στήν κυριότητα, νομή καί κατοχή τῶν Μονῶν».
Ενώ, στο γιατί να πληρώνονται οι Ιερείς από το Κράτος, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Τό Κράτος ἔχει τήν ὑποχρέωση, ἀπό τούς φόρους πού εἰσπράττει, νά καλύπτει τίς ἀνάγκες ὑγείας, ἐκπαίδευσης, ἀσφάλειας, πολιτισμοῦ, ἄθλησης κ.λπ. τῶν πολιτῶν του. Γι’ αὐτό χτίζει καί λειτουργεῖ νοσοκομεῖα, σχολεῖα, πολιτιστικά καί ἀθλητικά κέντρα κ.ἄ. Ἀλλά, ἐμεῖς οἱ φορολογούμενοι πολίτες του, εἴμαστε καί ὀρθόδοξοι χριστιανοί στήν πλειονότητά μας. Καί ὅπως θέλουμε καί ἀπαιτοῦμε ἀπό τό Κράτος νά μᾶς ἐξασφαλίζει –μέ τούς φόρους μας– τό δάσκαλο, τό γιατρό, τό δικαστή, τόν ἀστυνομικό, τό φρουρό τῆς Πατρίδας, ἔχουμε τήν ἀξίωση νά μισθοδοτεῖ καί τόν ἱερέα καί ἐπίσκοπό μας, γιά νά καλύπτουν τίς ψυχικές, πνευματικές καί μεταφυσικές ἀνάγκες μας. Καί ἄν θελήσει κάποιος νά ὑποστηρίξει τό ἀντίθετο, σημαίνει πώς ἀρνεῖται τήν ψυχοπνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ τό Κράτος νά διαθέτει μεγάλα ποσά γιά ἐπιχορηγήσεις ἀσήμαντων οὐσιαστικά δράσεων (δῆθεν πολιτιστικῶν, ἀθλητικῶν, καλλιτεχνικῶν κ.λπ.) καί νά ψάχνει τρόπους νά στερήσει, ἀπό τή συντριπτική πλειονότητα τῶν πολιτῶν του, τήν πνευματική καί θρησκευτική ποδηγέτησή τους».
Τι ισχύει στην Ευρώπη
Σε δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μίλησε για το γερμανικό και για το γαλλικό μοντέλο χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, υπογραμμίζοντας ότι εκείνος προτιμά το γερμανικό.
Στην Ευρώπη υπάρχουν τρία μοντέλα σχέσεων ανάμεσα στις θρησκείες και στο κράτος:
1. Το μοντέλο των Κρατικών Εκκλησιών (Αγγλία, Δανία, Φινλανδία) 2. Το μοντέλο του απόλυτου διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος (Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία) 3. Το μεικτό μοντέλο του «διαχωρισμού με συνεργασία» (Γερμανία, Βέλγιο, Αυστρία, Ισπανία, Ιταλία)
Γαλλικό και γερμανικό μοντέλο
Αυτό στη Γαλλία θα ήταν αδιανόητοΣτη Γερμανία, δεν υπάρχει αρνητική προκατάληψη απέναντι στις θρησκείες, όπως στη Γαλλία
Στις 3 Οκτωβρίου στη Γερμανία γιορτάζουν εθνική γιορτή. Κάθε χρόνο, οι εκδηλώσεις ξεκινούν με οικουμενική λειτουργία, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των θρησκειών αλλά και ο αρχηγός του κράτους. «», σχολιάζει ο καθηγητής Ιστορίας του Παρισιού, Étienne François, για να δείξει την διαφορά στην πράξη. «», προσθέτει.
Τι ισχύει στη Γερμανία: Ουδέτερο κράτος, αλλά με συνεργασία
Στη Γερμανία υπάρχει λοιπόν διαχωρισμός Εκκλησίας Κράτους αλλά δεν επικρατεί η άποψη ότι η θρησκεία είναι μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση. Μετά την προτεσταντική μεταρρύθμιση, η Γερμανία επέλεξε να διατηρήσει έναν ισχυρό δεσμό ανάμεσα στις πολιτικές δομές και τις δύο Εκκλησίες, την Καθολική και την Προτεσταντική. Το Κράτος έγινε όλο και περισσότερο «ουδέτερο», αλλά συνέχισε να θεωρεί ότι οι θρησκείες είναι ουσιώδεις παράγοντες της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής.
Επομένως, στη Γερμανία, με τον Νόμο του 1949 το κράτος θεωρείται «ουδέτερο» απέναντι στις Εκκλησίες, αλλά απέδωσε στην Καθολική Εκκλησία, στην Προτεσταντική Εκκλησία και στην εβραϊκή κοινότητα ένα καθεστώς «συμμετοχής στο κοινωνικό καλό». Οι Εκκλησίες αυτές επιδοτούνται για να φέρουν εις πέρας κοινωνικό και εκπαιδευτικό λειτούργημα: παιδικοί σταθμοί, γηροκομεία, σχολεία και κέντρα βοήθειας για μετανάστες που ανήκουν στις Εκκλησίες, χρημοτοδοτούνται από τον γερμανικό προϋπολογισμό, αφού οι πιστοί πολίτες φορολογούνται για τον σκοπό αυτό.
Πρόκειται για τον λεγόμενο «εκκλησιαστικό φόρο» (Kirchensteuer), τον οποίο υποχρεούνται να πληρώνουν όλοι οι Γερμανοί πολίτες, που ανήκουν στην Ευαγγελική ή στην Καθολική Εκκλησία. Από τον φόρο αυτόν απαλλάσσονται τα μέλη των υπόλοιπων Χριστιανικών Εκκλησιών (Ορθόδοξοι κλπ.) ή οι οπαδοί των άλλων θρησκειών, όπως είναι π.χ. οι μουσουλμάνοι.
Οσοι δηλώσουν ότι είναι άθρησκοι ή άθεοι ή ανήκουν σε άλλο θρήσκευμα ή δόγμα απαλλάσσονται από το φόρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση στοιχεία του 2015 πάνω από μισό εκατομμύριο Γερμανοί δήλωσαν… άθεοι για να γλιτώσουν το «χαράτσι». Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου 200.000 Γερμανοί Προτεστάντες και 178.000 Καθολικοί παραιτήθηκαν το 2013 από μέλη της Εκκλησίας τους, κυρίως για να μην πληρώνουν εκκλησιαστικό φόρο.
Ο φόρος αυτός χρεώνεται και πληρώνεται ως ποσοστό του εισοδήματος του κάθε δηλωμένου Καθολικού ή Προτεστάντη Γερμανού πολίτη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές πεποιθήσεις του ή από το αν συμμετέχει ή όχι στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας του, εφ’ όσον, από την στιγμή της βάφτισής του, θεωρείται αυτόματα μέλος της Εκκλησίας του.
Μια άλλη διαφορά με το γαλλικό μοντέλο είναι ότι στη Γερμανία η Θεολογία εξακολουθεί να διδάσκεται στα δημοτικά, στο λύκειο και στα δημόσια πανεπιστήμια με στόχο την εκπαίδευση διδασκάλων.
Και στην Ιταλία πληρώνουν φόρο οι πιστοί
Στην Ιταλία το σύστημα για την φορολόγηση υπέρ της εκκλησίας ονομάζεται «οκτώ τις χιλίοις» (otto per mille). Είναι το ποσοστό επί του συνολικού φόρου εισοδήματος, όπου δίνεται η προαιρετική επιλογή στο φορολογούμενο για το που θέλει να αποδοθεί ο φόρος. Ο φορολογούμενος μπορεί να επιλέξει να δώσει το ποσό ή στο κρατικό ταμείο, ή σε 4 Εκκλησίες (Καθολική, Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας, Ένωση Βαλδένσιων και Μεθοδιστών Εκκλησιών, Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία) ή στην Ένωση Εβραϊκών Κοινοτήτων.
Τι πρέπει να αλλάξει
-Η εισαγωγική αναφορά του Συντάγματος « Εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου τριάδος»
– Το άρθρο 3 που ορίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.».
-Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 που επιτρέπει την κατάσχεση εντύπου με παραγγελία του εισαγγελέα «για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας».
– Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 στο σημείο που αναφέρει ότι σκοπός της Παιδείας είναι και η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης».
– Η παράγραφος 8 του άρθρου 18 με την οποία απαγορεύεται η απαλλοτρίωση της αγροτικής ιδιοκτησίας των πατριαρχικών μονών Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στην ίδια παράγραφο ορίζεται ότι «ομοίως δεν υπόκεινται εις απαλλοτρίωσιν η εν Ελλάδι περιουσία των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως και της ΙεράςΜονής Σινά». Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι ουδείς «εθνικός λόγος» και ουδεμία «εθνική υπόθεση» υπαγορεύουν το μεν ελληνικό Σύνταγμα να κατοχυρώνει το αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας του πατριαρχείου Ιεροσολύμων στη χώρα μας και οι διοικούντες αυτό να ξεπουλάνε ανυπολόγιστης αξίας εκτάσεις στο Ισραηλινό Κράτος βοηθώντας στα σχέδια των ισραηλινών κυβερνήσεων για εκδίωξη των αράβων από την Ιερουσαλήμ.
Ακόμη πρέπει να τροποποιηθεί η παράγραφος 2 του άρθρου 33 που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων ορκίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με το άρθρο 59 περί ορκωμοσίας βουλευτών. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια αυτό στην πράξη έχει καταργηθεί αλλά στο Σύνταγμα παραμένει ο όρκος των βουλευτών. Μπορεί η σχετική παράγραφος να τροποποιηθεί ώστε οι βουλευτές να επικαλούνται τη συνείδησή τους χωρίς θρησκευτικό όρκο. Επίσης είναι αναγκαία η αναθεώρηση του άρθρου 13 έτσι ώστε να κατοχυρώνει πλήρως την ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία ή να είναι άθεος. Το κράτος δεν πρέπει να αναμειγνύεται στα ζητήματα αυτά, που είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση, αλλά να φροντίζει μόνο για την τήρηση των νόμων ( στο άρθρο αυτό δεν γίνεται καμία αναφορά στους αθέους και τους μη πιστεύοντες σε μια θρησκεία).
Πηγές: Το Βήμα, imerodromos, wikipedia