Ένα μακρύ καλοκαιρινό μεσημέρι
«Ψυχιατρείο. Τι; Τι ψυχιατρείο; Δε θέλω να πάω. Προσπαθούν να μου εξηγήσουν. Η απάντηση είναι δάκρυα και φωνές. Κενό».
Λέξεις: Λευτέρης Χρηστίδης
Και ξαφνικά έρχεται μια στεναχώρια. Μια θλίψη. Μια απογοήτευση. Και κάνεις αυτό που ξέρεις καλύτερα. Κρύβεις, θάβεις, θυμώνεις. Φτυάρι είναι το μπουκάλι και χώμα το αλκοόλ. Πατάς από πάνω με ηρεμιστικά.
Είσαι εγωιστής. Όχι είσαι θύμα. Μήπως ένας ανώμαλος συνδυασμός και των δύο; Φταίει αυτός, αυτή κι εσύ. Φταίνε τα πάντα. Συνεχίζεις με ποτό και χάπια. Ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν είσαι σίγουρος όμως. Το έβλεπες να έρχεται, σχεδόν το προκάλεσες και το προσκάλεσες.
Υποκρίνεσαι στους άλλους και σε σένα ότι όλα πάνε καλά. Κάνεις σπασμωδικές κινήσεις. Προσπαθείς να διορθώσεις τα πράγματα με μικροπαρεμβάσεις. Μάταια.
Σταδιακά θολώνει ο κόσμος, είναι αχνός. Χάνονται όλοι οι άνθρωποι και ταυτόχρονα γιγαντώνονται. Μπαίνεις στο αυτοκίνητo. Λάθος τρομερό κι επικίνδυνο, όχι για σένα αλλά για τους άλλους. Χάπια και αλκοόλ. Θα περάσει. Δεν περνάει το γαμημένο. Σταματάς δεξιά, στο σημείο που πιστεύεις ότι θα βρεις τη λύση. Κι άλλα χάπια, κι άλλο αλκοόλ.
Και τότε ανοίγουν οι βρύσες των ματιών. Τώρα πια και η ορατή εικόνα στάζει προς τα κάτω και σε τραβάει. Δε σταματάει η πτώση. Δεν υπάρχει αύριο. Κυριολεκτικά. Η επόμενη μέρα χάθηκε. Δεν τη βλέπεις και δεν την περιμένεις.
Σηκώνεις το τηλέφωνο. Ψάχνεις βοήθεια. Επιτηδευμένα άστοχα. Γράφεις σε μήνυμα τι θα ήθελες να γίνει στο αύριο που δεν περιμένεις.
Με το δεξί χέρι ανοίγω το ντουλαπάκι. Το πολυεργαλείο έκτακτης ανάγκης έχει μαχαίρι. Δεν είναι ακονισμένο. Δεν πειράζει. Θα την κάνει τη δουλειά. Μια δοκιμαστική στο χέρι από πάνω. Χαμογελώ. Κόβει. Πάμε από την άλλη. Μια, δυο, τρεις…Τρέχει λυτρωτικά το αίμα. Απλώνεται η διαφυγή μπροστά μου. Λίγο ακόμα. Το καρφώνω δυο φορές. Δε θα αργήσει. Τα δάκρυα τρέχουν. Δάκρυα λύπης και ανακούφισης.
Ο ένστολος χτυπάει το τζάμι. Όχι δε θα βγω. Κρύψε το όπλο ρε μαλάκα. Δεν πειράζω κανέναν. Μόνο εμένα.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα. Βρίσκομαι με το πρόσωπο στην άσφαλτο. Κρύες και σκληρές οι χειροπέδες σφίγγουν τα χέρια πισθάγκωνα. Φωνάζω μέχρι να εκραγούν τα πνευμόνια μου. Αφήστε με, δεν πείραξα κανέναν.
Κενό.
Στο τμήμα κλαίω ασταμάτητα και βρίζω σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Παραπονιέμαι για τις χειροπέδες. Κοιτάζω δεξιά το παράθυρο. Μπορώ να πέσω από εκεί; Αν πάρω φόρα θα τα καταφέρω.
Γυρίζουν όλα. Ξαφνικά δυο γνώριμα πρόσωπα. Πάντα αγαπημένα. Τώρα μοιάζουν με αγγέλους. Προσπαθώ να τα αγκαλιάσω. Γαμώ τις χειροπέδες που δε με αφήνουν. Κάτι μου λένε. Δεν μπορώ να καταλάβω. Ακούω που και που τις λέξεις “γιατί” και “σ’αγαπώ¨. Γιατί έτσι. Αυτό θέλω. Τι σημασία έχει το συναίσθημα αυτή τη στιγμή;
Κενό.
Βγάζω επιθετικότητα προς όλους. Θεέ μου πόσο μισώ αυτόν τον κόσμο. Δε θέλω να είμαι μέρος του.
Ψυχιατρείο. Τι; Τι ψυχιατρείο; Δε θέλω να πάω. Προσπαθούν να μου εξηγήσουν. Η απάντηση είναι δάκρυα, μύξες και φωνές.
Κενό.
Είναι νύχτα. Με ρωτάνε διάφορα πράγματα. Πώς σε λένε; Που μένεις; Έχεις ταυτότητα. Φυσικά και έχω. Χάρτινη μόνο. Κλαίω με λυγμούς. Τις γάτες μου να φροντίσει κάποιος. Μου δείχνουν το μέρος που θα κοιμηθώ. Πέφτω στο κρεβάτι και κλαίω. Είμαι πλέον φιλοξενούμενος στην ψυχιατρική κλινική.
Υ.Γ. Η μάχη συνεχίζεται και σήμερα 4 μήνες μετά