Ένα ποίημα για τον πόλεμο
O Σπύρος Κιοσσές, Δρ της Φιλολογίας και συγγραφέας διάλεξε ένα ποίημα του Σέρχι Ζαντάν που περιγράφει την καθημερινότητα των Ουκρανών.
O Σπύρος Κιοσσές, Δρ της Φιλολογίας και συγγραφέας συμμετείχε χθες σε έναν συγκινητικό μαραθώνιο ανάγνωσης και παρουσίασης καλλιτεχνικών δημιουργιών που εμπνεύστηκε ο Διευθυντής του Προγράμματος Σπουδών του μεταπτυχιακού προγράμματος (ΠΔΜ-ΑΠΘ) «Δημιουργική Γραφή» Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος. Στόχος η ένωση των αντιπολεμικών φωνών και η οικονομική ενίσχυση των συνανθρώπων μας που πλήττονται αυτές τις ζοφερές ώρες (μέσω του Συλλόγου Επιστημόνων Κεντρικής Μακεδονίας Αριστοτέλης, Τράπεζα Πειραιώς.GR35 0171 0860 0060 8614 0056 531).
Επέλεξε να διαβάσει ένα ποίημα του Σέρχι Ζαντάν (Serhiy Zhadan), ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους λογοτέχνες της Ουκρανίας. Αποτόλμησε μια δική του ερασιτεχνική μετάφραση, έμμεση, από μια πρόσφατη αγγλική έκδοση έργων του (Yale University Press, 2019).
Σέρχι Ζαντάν, Πάρε μόνο τα πιο σημαντικά
Πάρε μόνο τα πιο σημαντικά. Πάρε τα γράμματα. Ό,τι μπορείς να κουβαλήσεις πάρε μόνο. Τις εικόνες πάρε, και τα κεντήματα, πάρε τ’ ασημικά, πάρε τον ξύλινο σταυρό και τις χρυσές ρεπλίκες. Πάρε λίγο ψωμί, λαχανικά απ’ τον κήπο, κι έπειτα φύγε. Δεν θα γυρίσουμε ποτέ. Την πόλη μας δεν θα την ξαναδούμε. Πάρε τα γράμματα, όλα τα γράμματα, ως και το τελευταίο κακό μαντάτο. Το μαγαζάκι εκείνο στη γωνία δεν θα το ξαναδούμε. Ούτε θα πιούμε ξανά απ’ το πηγάδι μας το ξεραμένο.
Οικεία πρόσωπα δεν θ’ αντικρίσουμε ξανά. Είμαστε πρόσφυγες. Θα τρέχουμε όλη νύχτα. Θα τρέχουμε μες σε χωράφια μ’ ηλιοτρόπια. Θα τρέχουμε για να ξεφύγουμε απ’ τα σκυλιά. Θα αναπαυόμαστε δίπλα σε αγελάδες. Θα πίνουμε απ’ τις χούφτες μας νερό. Μες σε στρατόπεδα θα περιμένουμε, τους δράκους του πολέμου ενοχλώντας. Δεν θα επιστρέψεις ξανά, ούτε κι οι φίλοι σου θα επιστρέψουν. Δεν θα υπάρξουν ξανά κουζίνες καπνισμένες, συνηθισμένες δουλειές, φώτα ονειρικά σε νυσταγμένες πόλεις, λιβάδια πράσινα, επαρχιώτικοι χερσότοποι. Ο ήλιος μια κηλίδα θα είναι σε τρένου φτηνού το παράθυρο, που θα περνά βιαστικό μπροστά από χολεριασμένους λάκκους, καλυμμένους μ’ ασβέστη. Θα έχουν ματώσει οι φτέρνες των γυναικών, κουρασμένοι σκοποί θα φρουρούν χιονισμένα σύνορα, ένας ταχυδρόμος μ’ άδειους τους σάκους σκοτωμένος θα κείτεται, κάποιος παπάς, μ’ ένα κακόμοιρο χαμόγελο στα χείλη, θα κρέμεται απ’ τα πλευρά του, κοιμητηρίου σιωπή, θόρυβος στρατηγείου, κι ανεπεξέργαστες λίστες νεκρών θα υπάρχουν, λίστες τόσο μακρές που δεν θα προλαβαίνεις καν να ψάξεις για το δικό σου όνομα.
Take only what is most important
Take only what is most important. Take the letters. Take only what you can carry. Take the icons and the embroidery, take the silver, Take the wooden crucifix and the golden replicas. Take some bread, the vegetables from the garden, then leave. We will never return again. We will never see our city again. Take the letters, all of them, every last piece of bad news.
We will never see our corner store again. We will never drink from that dry well again.
We will never see familiar faces again. We are refugees. We’ll run all night. We will run past fields of sunflowers. We will run from dogs, rest with cows. We’ll scoop up water with our bare hands, sit waiting in camps, annoying the dragons of war.
You will not return, and friends will never come back. There will be no smoky kitchens, no usual jobs, There will be no dreamy lights in sleepy towns, no green valleys, no suburban wastelands. The sun will be a smudge on the window of a cheap train, rushing past cholera pits covered with lime. There will be blood on women’s heels, tired guards on borderlands covered with snow, a postman with empty bags shot down, a priest with a hapless smile hung by his ribs, the quiet of a cemetery, the noise of a command post, and unedited lists of the dead, so long that there won’t be enough time to check them for your own name.