Ένα ταξίδι με χιόνια
Μια από τις αθάνατες ιστορίες των ελληνικών τρένων...
Λέξεις: Μαίρη Κόντζογλου
Σαν σήμερα, 14 Γενάρη του 2017, είμαι στην Αθήνα, στον εκδοτικό και, κατά τις 3 το μεσημέρι, μόλις τελείωσα τη δουλειά μου και είμαι έτοιμη να φύγω για το αεροδρόμιο, μαθαίνω από τους δικούς μου πως στη Θεσσαλονίκη χιονίζει πάρα πολύ και ότι, προσωρινά όπως έχουν ανακοινώσει, το αεροδρόμιο έχει κλείσει.
Αγνοώ τι κάνουν στο Μόντρεαλ που έχουν πέντε μήνες τον χρόνο τρία μέτρα χιόνια και ολικό παγετό. Πάντως στην Ελλάδα μια χιονόπτωση κλείνει αεροδρόμια, δρόμους, πόλεις και χωριά, κλείνει και το κράτος – αν τύχει, κατά λάθος και το πετύχει ανοιχτό εκείνη τη στιγμή. Παίρνω αμέσως απόφαση και πηγαίνω στο Σταθμό Λαρίσης, θα γυρίσω με τρένο, τι καλύτερο – λέω η ρομαντικιά- και δίνω σιωπηλά συγχαρητήρια τον εαυτό μου για την προνοητικότητά μου γιατί καθόλου δε θα μου άρεσε να καταλήξω σαν τον Τομ Χανκς στην ταινία ‘The terminal’, που ζούσε μήνες σε ένα αεροδρόμιο. Ντάξει, το’ χω το δραματικό στο αίμα μου.
16:16 αναφέρεται σαν ώρα αναχώρησης και οι Ελβετοί κάνουν ομαδικό χαρακίρι για τη δική μας ακρίβεια. Τελικά, μετά από… ΚΑΜΙΑ ανακοίνωση, το τρένο φεύγει στις 17:05, κομμάτια να γίνει, δεν θα γκρινιάζουμε για τα πάντα σ’αυτή τη χώρα! Κάθομαι στο κουπέ μαζί με άλλα δύο άτομα.
Συστηνόμαστε. Ο ένας είναι Γερμανός παντρεμένος με Κούρδη (πώς να είναι άραγε το θηλυκό του Κούρδος;) και ο άλλος Έλληνας, κάτοικος Κιέβου , παντρεμένος με ΠοντιοΟυκρανή… Όπως καταλαβαίνετε, εγώ είμαι μια μάλλον ανιαρή περίπτωση, Ελληνίδα με Έλληνα και στην Ελλάδα, τι μονοτονία, mon Dieu!
Το ξεπερνώ γρήγορα γιατί μεγάλο κορίτσι είμαι πια και κάνουμε μια χαρά παρέα, πιάνουμε τη συζήτηση για την ‘ελληνική κρίση’ όπως είναι φυσικό και οι δυο Έλληνες προσπαθούμε να πείσουμε τον Γερμανό πως δεν είμαστε και τόσο τεμπέληδες – πράγμα που πιστεύω ακόμη- και ότι και εκείνοι έβαλαν το χεράκι τους για να γίνουμε έτσι, όπως μας θεωρούν δηλαδή.
Ρεμπεσκέδες, εννοούσα αλλά δεν μπορούσα να το μεταφράσω στα αγγλικά, ο όρος με ξεπερνούσε, ένα lazzy people δεν αντιπροσωπεύει την ουσία του πράγματος. Του λέω και για τα δάνεια που μας έδιναν χωρίς κανένα έλεγχο -τότε που τα τρώγαμε μαζί με τον Πάγκαλο- κι ας μην τα απορροφούσαμε, κι ας θάβαμε τις σοδειές, του λέω ότι μας διέφθειραν και εμείς – άλλο που δεν θέλαμε!- το εφαρμόσαμε το ‘προγραμματάκι’ αυστηρά, ίσως ήταν το μόνο που είχαμε εφαρμόσει με τόση ευλάβεια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά.
Τέλος πάντων, είπαμε κι άλλα σοφά και μεγαλόστομα, πως η Ευρώπη δεν έγινε ποτέ Ευρώπη των λαών αλλά μόνο Ευρώπη των τραπεζών κλπ, και μια χαρά περνούσαμε διότι με την αμπελοφιλοσοφία ασχολούμαστε από την αρχαιότητα.
Ο Γερμανός ακολουθούσε κατά βήμα με χαρά – ποτέ δεν είδα κάποιον να αρνείται τον χαβαλέ, μέχρι και εκείνους από το ΔΝΤ είχαμε χαλάσει, τότε που έρχονταν να μας ελέγξουν αν είμαστε καλά παιδιά και αφού περιδρόμιαζαν στα καλυτερότερα που τους πήγαιναν οι δικοί μας, μετά έλεγαν “Σπάταλος λαός! Ένα σουβλάκι θα αρκούσε!”. Όχι, αγάπες μου. Αυτό δεν το λες χορτάτος, πεινασμένος το λες.
Όταν ήρθε η ώρα να πάω στην τουαλέτα, διαπίστωσα πως στο βαγόνι της Α’ θέσης που ήμουν ήταν χαλασμένη και στο επόμενο που πήγα ήταν… σαν χαλασμένη. Για να μπεις και να την χρησιμοποιήσεις έπρεπε να πατήσεις σε μια ύποπτη λιμνούλα στο δάπεδο. Όμως ήταν ανάγκη… εξάλλου γιατί οι παλιοί το έλεγαν και ‘χρεία’; Anyway.
Μετά, ξαλαφρωμένη, πέρασα και από το κυλικείο το οποίο δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από γαλέτες, σαν να είμαστε στα χαρακώματα του Α΄Παγκόσμιου πολέμου και παγωμένα αναψυκτικά. Γιατί, όσο να πεις, ένα παγωμένο αναψυκτικό το τραβούσε η ψυχή σου με δυο μέτρα χιόνι έξω και -9 βαθμούς.
Βεβαίως είχε και καφέ αλλά με χαλασμένη τουαλέτα πώς να τολμήσεις να τον πιείς; Στη μέση περίπου της διαδρομής αρχίσαμε να κρυώνουμε κι ας υπήρχε θέρμανση στο κουπέ. Ρωτήσαμε κάποιον με στολή και μας ενημέρωσε πως είχε χαλάσει η πόρτα του βαγονιού, ήταν ανοιχτή (!!!) και έτσι έμπαινε το κρύο. Σαν κλασικοί άπιστοι Θωμάδες σηκωνόμαστε και πάμε να ελέγξουμε τι σημαίνει ‘έχει χαλάσει η πόρτα’. Τι να δούμε; Λίγο πριν τη σύνδεση με το πίσω βαγόνι, εκεί που βρίσκεται η χαλασμένη τουαλέτα, άι γεια σου!, η πόρτα του ‘δικού μας’ βαγονιού είναι ολάνοιχτη και μπροστά της έχει συσσωρευτεί μισό μέτρο χιόνι.
Έτσι έχει καταργηθεί και η πρόσβαση στο πίσω βαγόνι, εκεί όπου, σας θυμίζω, βρίσκεται το κυλικείο χωρίς και του πουλιού το γάλα και η τουαλέτα – λίμνη- χρεία, οπωσδήποτε. Αποκομμένοι, καμιά 10αριά άτομα της Α’ θέσης , κοιταζόμαστε με απορία, εμένα με πιάνουν τα γέλια από τα νεύρα μου, ένας παπάς από το διπλανό κουπέ αρχίζει να ψάλει ‘Σώσον Κύριε τον λαόν σου’, ο Έλληνας του Κιέβου βρίσκει την ώρα να μας πει για την ποιότητα των τρένων της Ουκρανίας – μπήξε το μαχαίρι κι άλλο και οι Ουκρανοί μας πέρασαν; – ενώ ο Γερμανός ρωτάει γιατί τραγουδάει ο κύριος με το μαύρο φουστάνι.
Στο μεταξύ από τα ηχεία – με πολλά φσσσστ και χχχχχχχ που δεν δικαιολογούνται γιατί μέσα από το τρένο μιλάει ο άνθρωπος, δεν έχουμε απευθείας σύνδεση με την Αφροδίτη – μας ενημερώνουν ότι πρέπει να απεγκλωβιστούν οι 10 επιβάτες της Α΄θέσης.
Εμείς είμαστε αυτοί, αλλά και εγκλωβισμένοι δεν αισθανόμαστε εδώ που τα λέμε , ο παπάς το βιολί του ‘… και ευλόγησον την κληρονομία σου’ , ο Γερμανός ανάβει πούρο για να μας την σπάσει και ένας άλλος που καθόταν στο κουπέ, ακριβώς απέναντι από την πόρτα που έμπαζε χιόνι –και έβγαζε ανθρώπους εις τα εξοχάς, αν τολμούσες να περάσεις για να πας προς νερού σου –, μου λέει να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Που είμαι ψύχραιμη, εντάξει ίσως γελάω λίγο παραπάνω, αλλά η κύρια δουλειά μου είναι να μεταφράζω στον Γερμανό τον εκκλησιαστικό ύμνο.
“Δεν έχετε πάει στον στρατό γι’αυτό αισθάνεστε έτσι!” καταλήγει ο άγνωστος κύριος. Τον ρωτάω πώς ξέρει τι ακριβώς αισθάνομαι και τον διαβεβαιώνω πως έχει απόλυτο δίκιο, στον στρατό δεν έχω πάει, όπως είμαι σίγουρη και εγώ γι’αυτόν ότι δεν έχει γεννήσει παιδί. Για τέτοιες εξυπνάδες μιλάμε…
“Τότε γιατί σπέρνετε τον πανικό στον Άγγλο (;;;;) και του λέτε πως χάλασε η πόρτα;». Κοιτάζω γύρω μου, το χιόνι μας έχει κάνει όλους κουραμπιέδες – στο πολύ πιο άγλυκο βέβαια- και του λέω πως ο Άγγλος (;;;;) δεν είναι τυφλός , Άγγλος είναι μόνο, βλέπει και μόνος του την ορθάνοιχτη πόρτα, δεν χρειάζεται να του το πω εγώ ότι χάλασε. “Εσείς χαλάσατε” επιμένει. “Εσείς οι γυναίκες, από τότε που βγήκατε από το σπίτι και μάθατε και ξένες γλώσσες!” μου την λέει ο τύπος και σκέφτομαι τη γνώμη που έχουμε για τους μουσουλμάνους…
Επίσης θυμάμαι και την ταινία με τον Ντάνι ντε Βίτο, “Πέτα τον κύριο από το τρένο” νομίζω ότι λεγόταν.
Στο μεταξύ, κάθε τόσο , έξω από το κουπέ μας γίνονται διαβουλεύσεις του προϊστάμενου με κάποιον άλλον της ΤΡΑΙΝΟΣΕ – δεν ξέρω ούτε την ειδικότητα, ούτε βαθμό αξιώματος – , διαβουλεύσεις για το πώς θα μας ‘απεγκλωβίσουν. Τελικά έχουν καταλήξει να σταθεί ο ένας μπροστά στην πόρτα με κίνδυνο της ζωής του και ο άλλος να μας περάσει μέσα από τα χιόνια, να ανοίξει την ενδιάμεση πόρτα με τις πλατάρες του, γιατί ΚΑΙ εκείνη είχε χαλάσει στο μεταξύ και να πάμε στο πίσω βαγόνι.
Τους ρωτάω πότε είναι ο επόμενος σταθμός, μου απαντούν σε 10 λεπτά. Τους προτείνω, αφού θα γινόταν στάση, να κατέβουμε κανονικά – όσο κανονικά γινόταν – και να μπούμε στο πίσω βαγόνι από την κανονική του πόρτα και σαν κανονικοί άνθρωποι, χωρίς να γίνουμε κασκαντέρ των εαυτών μας, ούτε να διακινδυνεύσει κανείς, πολύ περισσότερο ο ηρωικός κύριος με τις πλατάρες που θα έπαιζε το ρόλο του φράκτη.
Με κοιτούν λες και έχω πει τη μεγαλύτερη σοφία του κόσμου! Ο φθόνος γυαλίζει στα μάτια τους, σκιάζομαι.
‘Απεγκλωβιστήκαμε’ λοιπόν στα Φάρσαλα με παπά (στην κυριολεξία) αλλά χωρίς κουμπάρο, πήγαμε στο πιο πίσω βαγόνι όπου μας υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα – ποιος ξέρει τι π@π@ριές είχαν ακούσει για τους ‘εγκλωβισμένους ήρωες της Α΄θέσης’ … και εκεί άρχισαν τα δύσκολα.
“Θέλω τα λεφτά μου πίσω” ο Γερμανός. “Πλήρωσα Α΄ θέση και θα ταξιδέψω στη Β΄” . Δίκιο είχε, μη μπλέξεις, άνθρωπέ μου, ήθελα να του πω αλλά λέω για να δούμε αν λειτουργεί κάτι. Μικρή, ονειροπόλα Μαίρη…
Βρίσκω τον προϊστάμενο ο οποίος από την ώρα που είχα προτείνει τη λύση να κατέβουμε και να ξανανέβουμε σαν άνθρωποι, με κοιτούσε με μισό μάτι. Του λέω πως θέλουμε να μας επιστραφεί η διαφορά για ευνόητους λόγους. “Να πάτε μπροστά!” μου απαντάει, “Εγώ για το καλό σας σας έφερα εδώ, μπορεί να έπεφτε κανείς από την πόρτα!”
Ο Γερμανός του θυμίζει πως μάλλον δεν χαλάσαμε εμείς την πόρτα, καθόμασταν ήσυχα και μαλώναμε για την αποζημίωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που μας χρωστούσαν, ούτε είμαστε τίποτις Σουλιώτισσες – αυτή είμαι εγώ που το λέει- ν’αρχίζαμε να χορεύαμε μπροστά από την ανοιχτή πόρτα και δώσ’ του πήδους!
Μας κοίταξε ο άνθρωπος απελπισμένος, ήταν βέβαιος πια πως επρόκειτο περί πλεκτάνης. “Εντάξει, όταν φτάσουμε στο σταθμό της Θεσσαλονίκης, θα πάτε να κάνετε μια αίτηση – έκθεση και θα τα λέτε όλα αυτά. Αλλά επειδή τώρα το γραφείο θα είναι κλειστό, θα πάτε αύριο το πρωί. Και μετά θα υπολογίσουν αυτοί πόσα θα σας επιστρέψουν, αφού με καλέσουν για μάρτυρα, γιατί καθίσατε και τρεις ώρες στην Α΄θέση».
“Πουλιέται*” λέω στον Γερμανό. “Ενδιαφέρεστε;”. (Ήταν η φάση που πουλιόταν η Τραινοσέ).
Και να μην ακούσω κανένα να λέει πως τζάμπα τη δώσαμε . Και χάρη μας κάναν οι ανθρώποι.
*Η Μαίρη Κόντζογλου είναι συγγραφέας