Ένας άστεγος εν μέσω κορωνοϊού εξομολογείται: «Ούτως ή άλλως ζω με τον φόβο»
Πώς για κάποιους ανθρώπους το «μένουμε σπίτι» και το «μένουμε ασφαλείς» δεν ισχύουν.
Λέξεις: Γεωργία Κριεμπάρδη
Κυριακή μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας συνάντησα τον Δημήτρη. Ένας σαραντάρης που σου τραβάει την προσοχή με το ευγενικό του χαμόγελο. Σε μια συζήτηση στο πλακόστρωτο της Ερμού μου εξήγησε πώς για κάποιους ανθρώπους το «μένουμε σπίτι» και το «μένουμε ασφαλείς» δεν ισχύουν.
Πώς βρέθηκα στον δρόμο
«Μέσα σε μια πενταετία έχασα τους δύο γονείς μου από καρκίνο. Δώσαμε τα πάντα οικονομικά για να μπορέσουμε να τους σώσουμε, αλλά τελικά δεν τα καταφέραμε. Έμεινα σέκος. Παλιότερα δούλευα σε ένα μαγαζί με κόμικς στα Εξάρχεια και σ’ ένα τατουατζίδικο. Όλα έγιναν γρήγορα. Όταν έχασα τα πάντα, για ένα τρίμηνο βρισκόμουν σε ένα συναισθηματικό μπέρδεμα. Ένα κενό. Τον πρώτο καιρό από συνήθεια έλεγα “Κουράστηκα. Πάω σπίτι”. Έπειτα συνειδητοποιούσα ότι δεν έχω να πάω κάπου. Τα πρώτα βράδια δε μπορούσα να κοιμηθώ. Γνώρισα άλλους άστεγους, για να μην είμαι μόνος. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν επτά χρόνια στον δρόμο. Έχουν δεχτεί ότι αυτή θα ‘ναι η ζωή τους. Στην αρχή υπήρχε ένας μηδενισμός κι από μένα. Έλεγα ότι κι εγώ αυτό θα κάνω. Αλλά αυτό δεν είναι ζωή. Αυτή τη στιγμή καταφέρνω να στέκομαι στα πόδια μου και να μην έχω χάσει το μυαλό μου. Το πρωί παίρνω από ένα μαγαζί στην Ακαδημίας φραπέ με 50 λεπτά. Μετά έρχομαι εδώ και κάθομαι μέχρι το βράδυ. Κάθε μέρα θα καθίσω εδώ και δεν ξέρω αν θα βγάλω αρκετά λεφτά για να φάω. Υπάρχει ανασφάλεια σ’ όλα τα επίπεδα. Άλλος ψωνίζει από τα guess, άλλος πρέζα. Εγώ έχω ανάγκη από ύπνο σ’ ένα κρεβάτι».
Άστεγος …στα χρόνια του κορωνοϊού
«Έχω αισθανθεί, όντας στον δρόμο από πέρυσι τον Αύγουστο, τόσο ευάλωτος ορισμένες φορές. Ζω μια κατάσταση όπου σκέφτομαι κάθε βράδυ πού θα κοιμηθώ για να‘ μαι ασφαλής, να μην έρθει κάποιος να μου πάρει τα λεφτά ή τα παπούτσια. Ο κορωνοϊός από τη στιγμή που δεν έχω σπίτι και είμαι έξω, δεν με επηρεάζει. Ούτως ή άλλως ζούσα με τον φόβο. Τώρα απλώς έβλεπα μια έρημη Αθήνα. Κανείς δεν κυκλοφορούσε. Αυτό σίγουρα δυσκόλεψε την επιβίωση μου, γιατί καλώς ή κακώς όταν είσαι άστεγος βασίζεσαι στην φιλανθρωπία των περαστικών. Σε συναισθηματικό επίπεδο, πολλή μοναξιά. Θα έλεγα ότι ήταν πιο έντονο ένα συναίσθημα, που ούτως ή άλλως είχα ως άστεγος, δηλαδή της ανασφάλειας, της δυσκολίας να βρεις τα απαραίτητα και της μη ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Ως άστεγος βίωσα, λόγω την κατάστασης, δέκα φορές περισσότερο μια ζωή που ούτως ή άλλως έχει ενοχικότητα, ανασφάλεια, φόβο. Βέβαια όσο πιο πολύ είσαι έξω, τόσο πιο άνετα νιώθεις. Συνηθίζεις. Δεν σου αρέσει όμως».
Καπνίζει νευρικά το τρίτο τσιγάρο και μου ομολογεί «Αν φοβόμουν μήπως κολλήσω τον ιό από κάποιον άλλον; Να σου πω την αλήθεια, όχι»
«Καταλάβαινα ότι κάτι συμβαίνει γιατί λιγόστευε ο κόσμος. Ξέρω τα παιδιά που δουλεύουν εδώ γύρω, τον κόσμο που κινείται σ’ αυτούς τους δρόμους και άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Το καταλάβαινα πιο πολύ διαισθητικά και κυρίως από τη φυσική παρουσία του κόσμου που συνεχώς λιγόστευε. Μέχρι που μάθαμε για το lockdown. Τον πρώτο καιρό του lockdown, τύχαινε να βγάζω εξήντα ευρώ σε μια μέρα. Ήταν η ανάγκη του κόσμου να βοηθήσει, σαν κάτι ενοχικό. Τώρα την τελευταία εβδομάδα έχω την εντύπωση ότι ο κόσμος ξαναμπαίνει σ’ ένα φυσιολογικό μοτίβο. Ο κορωνοϊός, όπως λέτε και οι δημοσιογράφοι, είναι στα μονόστηλα πια».
Χωρίς καμία πολιτική διάθεση και κομματικό χρωματισμό μου λέει πως η Ελλάδα τα πήγε καλά με τον κορωνοϊό.
«Κάτι έκαναν καλά οι ανώτεροι, αλλά και ο κόσμος φοβήθηκε. Νομίζω το καταλάβαμε νωρίς. Βλέπαμε τους Ιταλούς και κινηθήκαμε γρήγορα. Σωστή διαχείριση κάναμε μάλλον. Οργανώσεις όπως «Ο Άλλος Άνθρωπος» βοηθούσαν πολύ. Έτσι κάλυπτα το φαγητό μου. Και η πολιτεία βοήθησε. Ο Μπακογιάννης έκανε μια πολύ γρήγορη κίνηση μ’ ένα κέντρο αστέγων στην πλατεία Βάθης, το οποίο όμως γέμιζε πολύ γρήγορα. Βέβαια ήταν καλή κίνηση, γιατί απ’ το τίποτα, με αφορμή τον κορωνοϊό, δημιουργήθηκε κι ένα κέντρο αστέγων στην Ομόνοια. Η Ελλάδα τα πήγε καλά με τον κορωνοϊό τελικά».
Τα βλέμματα των περαστικών
«Κάποιοι κοιτούσαν περίεργα πάντα. Περισσότερο οι μεγαλύτεροι, ίσως λόγω ηλικίας και πιο κλειστού μυαλού. Τύχαινε να περνούν δίπλα μου και απομακρύνονταν, σκεπτόμενοι ότι εγώ που είμαι έξω, μπορεί να τον έχω τον ιό. Βλέπω μια καχυποψία. Μου είχε πει ένας “άστεγος και φοράει nike;”. Κάποιοι μου δίνουν χρήματα και μου λένε “ελπίζω να είσαι όντως άστεγος”. Πάντα ο κόσμος θα έχει μια καχυποψία, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων είναι καλοί. Είναι καλοί οι Έλληνες μωρέ. Μέσα μας έχουμε έναν συναισθηματισμό. Είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Αυτό είναι ο Έλληνας. Πολλές φορές όταν σε δει στον δρόμο, τελικά θα σε βοηθήσει και δε θα σε κλωτσήσει. Οι νέοι άνθρωποι βοηθάνε πιο πολύ. Τα λεφτά και το φαγητό έρχονται από ανθρώπους νεότερους ή από νεαρές οικογένειες. Έρχονται νέα κοριτσάκια με πέντε ευρώ πολλές φορές. Έχουν τόση αθωότητα που εγώ συγκινούμαι».
Το όνειρο για μια διαφορετική ζωή
«Ξύπνησα μέσα στο 2020 κάποια στιγμή και λέω “Είμαι άστεγος τέσσερις μήνες. Κάτι πρέπει να κάνω με τη ζωή μου. Πρέπει να τη βάλω σε μια σειρά”. Το άμεσο πλάνο είναι να πάω Σαμοθράκη το καλοκαίρι για λίγο καιρό. Θα στήσω έναν πάγκο με ζωγραφική- γιαπωνέζικη καλλιγραφία-, να μαζέψω ότι μπορέσω από χρήματα. Και τον Σεπτέμβριο να δω τι θα κάνω με τη ζωή μου. Δε θέλω να ζήσω στον δρόμο. Δεν είναι αυτό το σωστό μονοπάτι».
Η δομή αστέγων για την οποία έκανε λόγο ο Δημήτρης είναι το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων. Ο πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ, κ. Γρηγόρης Λέων, ανέφερε πως το Κέντρο φιλοξενεί πάνω από 200 άστεγους, οι οποίοι μαζί με τους τοξικοεξαρτημένους που διαμένουν στο ξενοδοχείο «Ιονίς» φτάνουν τους 300. Τα άτομα αυτά διαμένουν στους ξενώνες, που είναι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι ώστε να καλύπτονται όλες οι ανάγκες τους. Πρόκειται για μια σύγχρονη δομή στέγασης και καθημερινής σίτισης. Υπάρχουν ουσιαστικά τρείς δομές. Σε πρώτο επίπεδο ο άστεγος έχει την πρώτη επαφή του με τη δομή: «Χρησιμοποιεί το μπάνιο, τρώει, παίρνει ρούχα, εξετάζεται από γιατρούς και προετοιμάζεται για να μπει στο επόμενο στάδιο» τόνισε ο κ. Λέων. Συνεχίζοντας, υπογράμμισε πως υπάρχει και το υπνωτήριο, το οποίο φιλοξενεί άστεγους μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας για ύπνο. Περίπου 100 γεύματα μοιράζονται καθημερινά ενώ εντός των επόμενων ημερών, στη δομή ημέρας θα υπάρχει καθημερινή σίτιση και για ανθρώπους που ζουν ακόμα στον δρόμο και όχι στους ξενώνες του Κέντρου.
*Δημήτρη, αν το διαβάζεις, σ’ ευχαριστώ πολύ!