Ο επίλογος της Τετάρτης: Μόνο σεβασμός για τη γενιά 30-39
Ο Άκης Σακισλόγλου εξηγεί γιατί ο εθελοντικός εμβολιασμός των νέων ανθρώπων είναι τόσο σημαντική ενέργεια για το κοινωνικό σύνολο.
Κάπου μεταξύ 2006 και 2008, σε ένα μίτινγκ του περιοδικού Sunday του Αγγελιοφόρου, τα νεότερα παιδιά της συντακτικής ομάδας έριξαν την ιδέα να κάνουμε ένα θέμα για τη γενιά των τότε εικοσάρηδων οι οποίοι δυσκολεύονταν να βρουν δουλειά και ξεκινούσαν με χαμηλές (για μας) αποδοχές της τάξης των 700 ευρώ μεικτά.
Προσωπικά, ρώτησα πολύ επίμονα τα παιδιά: «ρε σεις, σίγουρα; Τόσα παίρνουν (στην κοσμάρα μου τότε και στην σιγουριά της δημοσιογραφίας); Μήπως παίρνουν περισσότερα και μας κράξουν ότι υπερβάλλουμε;» Έγιναν οι συνεντεύξεις με πρόθυμους να μιλήσουν νέους, από αποφοίτους λυκείου και ΙΕΚ μέχρι απόφοιτους ΑΕΙ, μεταπτυχιακούς και γενικώς μορφωμένους ανθρώπους και όλοι τους εξήγησαν το ίδιο περίπου πράγμα: Ότι οι προϊστάμενοι ζητούσαν του κόσμου τις δεξιότητες, τους μιλούσαν με ύφος, απαιτούσαν ελεύθερα ωράρια, θεωρούσαν υπερβολή να ζητούν να μάθουν λεπτομέρειες για το μισθό τους. Τέτοια πράγματα. Υπενθυμίζω για όσους δεν τα έζησαν ότι η κρίση του τραπεζικού συστήματος δεν είχε έρθει ακόμα. Ο Κώστας Καραμανλής έπαιρνε δάνεια και ετοιμάζονταν να αποχωρήσει το 2009 κάνοντας εκλογές χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο κι ενώ είχε δύο ολόκληρα χρόνια θητείας για να παραδώσει στον «λεφτά υπάρχουν» Γιώργο Παπανδρέου την εξουσία. Ακόμα και τότε, λοιπόν, η «αγορά» αντιμετώπιζε τους νέους απαξιωτικά.
Τα περισσότερα από όσα ακολούθησαν τα ξέρετε: μνημόνια, περικοπές, τέλος στις συμβάσεις, φορολόγηση, απαξίωση υγείας και παιδείας, δημοψηφίσματα, τρίτο μνημόνιο κλπ κλπ. Καταστροφή! Εκείνα τα 700 ευρώ πρώτος μισθός του 2008 για τους νέους της τότε εποχής, μοιάζει σήμερα μισθός ικανοποιητικός για τους ίδιους ανθρώπους 13 χρόνια μετά. Τους τότε εικοσάχρονους και σημερινούς τριανταπεντάχρονους.
Πραγματικά νιώθω πως η συγκεκριμένη γενιά, των σημερινών 30-39, είναι η πιο αδικημένη μεταπολεμική γενιά. Πιο αδικημένη και από τους γονείς μας, τους τωρινούς 80χρονους, τους απόμαχους της ζωής. Και είναι πιο αδικημένοι γιατί, σε αντίθεση με τους γονείς μας που έζησαν φτώχεια και πολιτική καταπίεση αλλά πρόλαβαν και περισσότερα από 25 χρόνια ευμάρειας, αυτοί δεν έχουν κανένα ρεαλιστικό δεδομένο πως η κατάσταση θα βελτιωθεί, αντιθέτως όλα δείχνουν ότι το οδυνηρό εργασιακό τους ξεκίνημα έδωσε τη θέση του σε χειρότερες καταστάσεις και πλέον σε μια ολόκληρη πανδημία, υγειονομική και οικονομική.
Γιατί τα σκέφτηκα όλα αυτά σήμερα και τα έβαλα στον επίλογο της πρώτης εργάσιμης μέρας μετά τις γιορτές του Πάσχα; Γιατί, με βάση τα νούμερα των εμβολιασμών και τις μελέτες των επιδημιολόγων για την βελτίωση την οποία φέρνουν «χτίζοντας» του πολυπόθητο «τοίχος ανοσίας» συνειδητοποιώ πως πάλι αυτή η γενιά, οι τότε εικοσάρηδες και σημερινοί μεσήλικες, «βάζουν πλάτη» για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου. Και το κάνουν παρότι η πολιτεία δεν τους εμβολιάζει καν με τη λογική «σας προστατεύουμε επειδή είστε η πιο παραγωγική ηλικιακή ομάδα», ούτε «επειδή ήρθε η σειρά σας» αλλά περίπου επειδή «κανείς δε θέλει τα εμβόλια της AstraZeneca και περίσσεψαν». Τόσο προσβλητική συμπεριφορά, τόσο απαξιωτική.
Κι όμως, οι άνθρωποι αυτοί, με τα ματαιωμένα σχέδια εδώ και 15 χρόνια, με την υπερεπάρκεια πτυχίων, με τις πενιχρές απολαβές, που σκέφτηκαν να φύγουν στο εξωτερικό, που έκλεισε γι αυτούς η πόρτα για το δημόσιο, που δεν πρόλαβαν καμία από τις «καλές εποχές» του ΠΑΣΟΚ, της ΟΝΕ, του χρηματιστηρίου, των Ολυμπιακών Αγώνων, των δανείων (που βέβαια αυτά μας έφαγαν και τα πληρώνουμε) έσπευσαν να κάνουν αυτό που λέμε «βρώμικη δουλειά» για άλλη μια φορά: Να εμβολιαστούν!
Ολοι εμείς οι άνω των 45, οφείλουμε μια τεράστια συγνώμη στα παιδιά αυτά, αγόρια και κορίτσια, αλλά και τον σεβασμό μας απέναντί τους. Η γενναιότητα με την οποία η γενιά αυτή των 30-39 αντιμετώπισε «το χρέος» του εμβολιασμού είναι ακριβώς αντίθετη του φόβου και της διστακτικότητας που επέδειξαν οι μεγάλοι σε ηλικία Ελληνες (οι οποίοι γεμίζουν πλέον τις εντατικές επειδή ακριβώς δεν εμβολιάστηκαν).
Είμαστε σίγουροι ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Σε λίγο καιρό θα το ξεπεράσουμε όλο αυτό και θα συνεχίσουμε τις ζωές μας. Καλό είναι να μην ξεχάσουμε τη γενιά αυτή που τότε την λέγαμε «γενιά των 700 ευρώ» και σήμερα «γενιά της AstraZeneca» και να την επιβραβεύσουμε στην πράξη. Οχι με χειροκροτήματα και με ωραία λόγια (όπως ίσως κι αυτά που γράφουμε εδώ) αλλά με έργα: στον εργασιακό μας χώρο, στον κοινωνικό μας περίγυρο. Εκεί που τους αδικήσαμε κατ’ εξακολούθηση εδώ και περισσότερα από 15 χρόνια.
Υ.Γ.: Κάπου το είδα γραμμένο και μου άρεσε: «Για κάθε Σάββα Πούμπουρα πάντα θα υπάρχει ένας Σάββας Κωφίδης…»