Γιάννης Μήτσης: Η καθημερινότητα που ζούμε δεν είναι σε καμία κανονικότητα

Από τα Ξύλινα Σπαθιά στο νέο του δίσκο Σύννεφα Παντού.

Ιωάννα Μαρκέλλα Χαλκιά
γιάννης-μήτσης-η-καθημερινότητα-που-ζ-790172
Ιωάννα Μαρκέλλα Χαλκιά

Με καταγωγή από την Ήπειρο φεύγει στα 20 του από τα Ιωάννινα για να βρεθεί στα μουσικά σχολεία της Γαλλίας. Εκεί θα σπουδάσει εθνομουσικολογία και θα παρακολουθήσει μαθήματα στο Ecole Normal και το I.A.C.P. Επιστρέφοντας στη χώρα μας θα τον κερδίσει η Θεσσαλονίκη και μέσα από το πηγαίο ταλέντο του, τη δημιουργικότητα του, τις ευαισθησίες του και την πλούσια πορεία του στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, θα χαρακτηριστεί ως ο τραγουδοποιός του Ελληνικού Βορρά. Ο λόγος για τον Γιάννη Μήτση που οι περισσότεροι τον γνωρίζουμε καλύτερα μέσα από τη συμμετοχή του ως ντράμερ στα «Ξύλινα Σπαθιά», το ροκ συγκρότημα που άφησε εποχή στην ελληνική μουσική πραγματικότητα. Παράλληλα έχει συνεργαστεί με διάφορα σχήματα και έχει γράψει μουσική για ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ, θεατρικά έργα και κουκλοθέατρο με τις μελωδίες του να μας ταξιδεύουν με ξεχωριστή διαύγεια σε τόπους άλλοτε οικείους μα και ξένους.

Η νέα του δισκογραφική δουλειά του με τίτλο «Σύννεφα Παντού» είναι ένα μουσικό ταξίδι στον κόσμο των συναισθημάτων και αποτελείται από 10 τραγούδια γραμμένα, κυρίως, μέσα στην περίοδο της καραντίνας. Πρόκειται για μια παραγωγή του συνθέτη Γιώργου Ανδρέου, η μουσική είναι του Γιάννη Μήτση και του Nomik και τους στίχους υπογράφουν ο Nomik, ο Κώστας Φασουλάς και η Μάγδα Κατσάκου, ενώ σε τρία τραγούδια του δίσκου συμμετέχει η Κορίνα Λεγάκη.

 

Η νέα σας δισκογραφική δουλειά είναι ένα λεπτοδουλεμένο μουσικό ταξίδι συναισθημάτων που περιλαμβάνει δέκα τραγούδια γραμμένα κυρίως την περίοδο της καραντίνας. Θέλετε να μας μιλήσετε για το καινούργιο σας album «Σύννεφα Παντού»;

«Η καινούργια μου δισκογραφική δουλειά είναι ένα album δέκα τραγουδιών με καινούργιους συντελεστές για εμένα, όπως είναι ο Nomik. Αφορμή του album είναι ο Nomik που έχει γράψει και τους περισσότερους στίχους του και σε δύο κομμάτια και την μουσική. Η συνεργασία με τον Nomik ξεκίνησε παίζοντας στη Θεσσαλονίκη αρκετά χρόνια μαζί, όπου σε κάποια στιγμή αρχίσαμε να δημιουργούμε και μαζί.

Ηχογραφώντας αυτό το album στη Θεσσαλονίκη χρειαστήκαμε βοήθεια από κάποια άλλη φωνή, οπότε δώσαμε στην Κορίνα Λεγάκη να τραγουδήσει ένα κομμάτι μαζί μου. Στο τέλος τραγούδησε τρία κομμάτια μαζί γιατί ταίριαξαν οι φωνές μας.

Μέσω της Κορίνας μπήκε και ο Γιώργος Ανδρέου στο album. Ο Γιώργος Ανδρέου είναι χρόνια φίλος μου αλλά δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε πολύ στο παρελθόν, οπότε μου πρότεινε μέσα στην καραντίνα που δεν υπήρχαν και πολλές δουλειές – εννοώ δραστηριότητες της καθημερινότητας, παιξιμάτων και τα λοιπά – να μιξάρει το album και να κάνει το mastering. Μου ζήτησε να του δώσω το ελεύθερο να επέμβει και να παίξει κιόλας. Ο Γιώργος Ανδρέου είναι ένας καταπληκτικός μουσικός παρά τις άλλες ιδιότητες του ως καλλιτέχνης. Του είπα «ναι» και του έδωσα το ελεύθερο καθώς είχα τελειώσει με τις ηχογραφήσεις και δεν θα έκανα κάτι παραπάνω από αυτά που του είχα στείλει. Ο Γιώργος έπαιξε πάνω στα δικά μου πράγματα, όπου αναγράφτηκε στο κάθε κομμάτι τι παίζει, τι έχει προσθέσει και έτσι έχουμε αυτό το αποτέλεσμα που για εμένα ήταν πέρα από τις προσδοκίες μου. Ο Γιώργος Ανδρέου κατάφερε από κουβέντες και τα λοιπά να δει τι ακριβώς θέλω να κάνω με το κάθε κομμάτι, δηλαδή από που πηγάζει καθετί και κατάφερε να μου βγάλει αυτό το αποτέλεσμα στo μιξάρισμα και με τον τρόπο που τοποθέτησε τις φωνές μας έκανε εξαιρετική δουλειά.»

 Σε τρία τραγούδια του δίσκου «Μέρα μεσημέρι», «Οι ψυχές μας θα ‘ναι πάντα εδώ» και «Θα ξανανταμώσουμε» συμμετέχει η Κορίνα Λεγάκη. Πως αισθάνεστε για αυτήν την όμορφη συνεργασία;

«Γράφοντας το «Οι ψυχές μας θα ‘ναι πάντα εδώ» θεωρήσαμε ότι χρειάζεται και μια δεύτερη φωνή, δηλαδή να το πω ντουέτο. Ο ντράμερ που έπαιξε σε αυτό το κομμάτι, ο Καλαμάρας, λέει: «Παιδιά, φωνάξτε την Κορίνα νομίζω ότι θα κάνει εξαιρετική δουλειά». Πήρα, λοιπόν, τηλέφωνο την Κορίνα και της έστειλα το κομμάτι. Της άρεσε, και μου έστειλε ένα demo φωνής. Μόλις άκουσα αυτό το δέσιμο που είχαν οι φωνές μας της ζήτησα να συμμετάσχει σε όποιο κομμάτι της αρέσει από το δίσκο και το έκανε. Είναι απολαυστική. Είναι από τις καινούργιες φωνές και πρόκειται για μια φωνή που δεν έχει αυτό το ελληνικό λαϊκό χρώμα, γιατί είναι μείγμα Σουηδίας και Ελλάδας. Στη δική μου συγκεκριμένη δουλειά αυτό μου έκανε απόλυτα. Επίσης είναι και μια υψίφωνη τραγουδίστρια κι εγώ κοιτάω πάντα να τραγουδά στην πάνω οκτάβα μου, οπότε η Κορίνα ήταν έκπληξη για εμένα και το αποτέλεσμα νομίζω είναι καταπληκτικό, όπως φαίνεται και από τα μηνύματα που παίρνω από τον κόσμο.»

 Πως βλέπετε την μουσική πραγματικότητα στην χώρα μας τώρα που η ζωή έχει επιστρέψει σε μια νέα κανονικότητα;

«Επιστρέφει; Εγώ αυτές τις μέρες βιώνω το «άντε παιδιά να επιστρέψουμε στην καθημερινότητα μας… αλλά τελικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα». Θα μιλήσω για εμένα, γιατί δεν ξέρω πως είναι τα πράγματα. Εμένα ακυρώνονται live που έχω κλείσει. Ένα κατάφερα να κάνω εδώ στον Χορτιάτη. Τα άλλα ακυρώνονται γιατί επεμβαίνουν τα πρωτόκολλα. Είχα κανονίσει να παίξω στην Ιερισσό την προηγούμενη εβδομάδα και μια μέρα πριν το live επενέβη η τοπική αρχή και είπε στον άνθρωπο που έχει το χώρο να μην παίξει η μπάντα ,γιατί θα δημιουργηθεί πρόβλημα συνωστισμού. Άρα τα live είναι πραγματικότητα στη Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Γης, το Θέατρο Δάσους, την Αρετσού και τους Λαζαριστές, ενώ όλα τα άλλα ακυρώνονται.

Οπότε για εμένα δεν επιστρέφουμε σε μια κανονικότητα για όλο τον κόσμο, επιστρέφουμε σε μια καθημερινότητα για κάποιους, γιατί στη μουσική δεν είναι μόνο οι πρώτες φίρμες. Οι πρώτες φίρμες δεν θα υπήρχανε χωρίς τις δεύτερες και τις τρίτες και όλο το νεανικό δυναμικό των μουσικών που έρχεται, παίζει τραγούδια των μεγάλων συνθετών και έτσι αυτά τα τραγούδια αποκτούν δυναμική, κοινό και γίνονται τα γνωστά τους. Αυτή η καθημερινότητα που ζούμε δεν είναι σε καμία κανονικότητα. Κανείς μουσικός δεν παίζει. Ξέρω πάρα πολλούς, τα παιδιά που παίζουμε μαζί αλλά και  πολλούς άλλους μουσικούς που έχουν τελειώσει τις σπουδές τους και παίζανε στις μικρές σκηνές, στις ταβέρνες, στα διάφορα bar που κάνουν μικρές συναυλίες και όλα αυτά δεν έχουν επιστρέψει. Οπότε αυτή η καθημερινότητα δεν έχει επιστρέψει.

Έχει επιστρέψει το «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» κάποια Ελλάδα που εγώ προσωπικά δεν ξέρω ποια είναι. Ίσως είναι αιχμηρό αυτό που λέω όμως αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι η δυναμική κάποιων μεγάλων σταρ της χώρας που κατάφεραν να κλείσουν μια περιοδεία της τάξης των 15 – 20 συναυλιών. Αν τα βάλουμε κάτω σε αριθμούς και δούμε αυτή τη στιγμή ποιοι παίζουν στη χώρα είναι 15 διαφορετικά σχήματα. Νομίζω όμως πως η χώρα δεν έχει μόνο 15 διαφορετικά σχήματα, μόνο η Θεσσαλονίκη έχει 100. Οπότε είναι δύσκολα τόσο οικονομικά όσο και εκφραστικά και δημιουργώντας το δικό σου πάτημα ως νέος καλλιτέχνης ή ως καινούργιος δημιουργός που το χειμώνα έβγαλες μια νέα δουλειά και δεν μπορείς να την παίξεις τώρα. Δεν μιλάω για εμένα αυτή τη στιγμή, μιλώ για τις καινούργιες δουλειές που κυκλοφόρησαν το χειμώνα οι οποίες δεν μπορούν να παίξουν, εφόσον δεν μπορούν να παίξουν στο Θέατρο Γης… Γιατί για να παίξουν στο Θέατρο Γης χρειάζονται να γεμίσει. Για να μπορεί να γίνει μια παράσταση εκεί χρειάζεσαι 1000 άτομα, δηλαδή αν δεν έχεις 1000 άτομα κοινό δεν μπορείς να παίξεις. Άρα η επιστροφή στην καθημερινότητα βοηθά κάποια συγκεκριμένα πράγματα κι όχι κάποια άλλα. Η καθημερινότητα δηλαδή δεν είναι για όλους μας.»

Μέσα από τη σημαντική και πολυετή μουσική διαδρομή σας ποιες στιγμές ξεχωρίζετε και πιστεύετε πως έχουν παίξει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής σας ταυτότητας;

«Νομίζω πως πρέπει να πάω στην παιδική μου ηλικία για να το εξηγήσω αυτό. Η παιδική μου ηλικία ήτανε η μπουάτ, ήτανε δηλαδή τα τραγούδια που γράφτηκαν για τις μπουάτ. Ήτανε εκείνη η εποχή που εγώ ήμουν μικρός, δεν ασχολούμουν με τη μουσική αλλά άκουγα όλα αυτά τα τραγούδια να κυκλοφορούνε γύρω μου και μάλιστα μου είχανε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και θυμάμαι πάρα πολλά από αυτά. Αυτό ήταν το ένα κομμάτι. Το άλλο κομμάτι ήταν η παράδοση, γιατί γεννήθηκα στα Ζαγοροχώρια, οπότε έβλεπα και μουσικούς να παίζουνε στα πανηγύρια που είχαμε εκεί, αλλά αυτό ήταν κάτι που σαν να το ήξερε η ψυχή μου και το DNA μου.

Όταν 12 χρονών πήγα στα Γιάννενα εκεί συνάντησα όλες αυτές τις μουσικές που προανέφερα. Μεγαλώνοντας γύρω στα 17 μου που αρχίσαμε να κάνουμε συγκροτήματα είχε έρθει και όλο αυτό το ξενόφερτο πράγμα από έξω. Τα ξένα συγκροτήματα τα οποία ήταν «Ουάου! Τί είναι αυτό που ακούμε τώρα!», όπου ήταν ένα συνονθύλευμα πραγμάτων.

Αργότερα στα 20 μου, όταν βρέθηκα στο Παρίσι για Μουσικολογία, γνώρισα και τις παραδοσιακές μουσικές του κόσμου, που ήταν στα μαθήματα μας. Όμως πέρα από τις συμμετοχές μου ή τις σχέσεις μου με τους μουσικούς που έχουν καταγραφεί όλα αυτά τα χρόνια στην μουσική μου καριέρα, αυτό που κυνηγάω πάντα μέσα μου γράφοντας ένα κομμάτι – νομίζω είναι εκείνο το πράγμα που άκουσα όταν ήμουν μικρός – είναι το Νέο Κύμα. Αυτό το κατάλαβα το τελευταίο διάστημα απομονώνοντας όλα τα γύρω ηχοχρώματα, παίζοντας με την κιθάρα μου. Κατάλαβα ότι ένα τραγούδι «νεοκυματικό» προσπαθώ να γράψω όλα αυτά τα χρόνια και χάρηκα γι’ αυτό που το κατάλαβα επιτέλους.»

Η συμμετοχή σας ως μουσικός στα «Ξύλινα Σπαθιά» υπήρξε πολύ σημαντική. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για εκείνη την εποχή;

«Για εμένα δεν είναι το σημαντικότερο κομμάτι τα «Ξύλινα Σπαθιά», ίσως να ήτανε κι ένα κομμάτι που με έβγαλε από τη δική μου ρότα. Όμως οφείλω να μιλήσω για αυτήν την ιστορία και για τα παιδιά που είμαστε φίλοι όλα αυτά τα χρόνια.

Με τον Παύλο γνωριστήκαμε στο Παρίσι και δουλέψαμε εκεί πάρα πολύ καιρό μαζί. Ο Παύλος ερχόμενος στην Ελλάδα είχε ήδη κομμάτια που είχαμε δουλέψει στο Παρίσι μαζί για τα «Ξύλινα Σπαθιά». Εγώ συνέχισα εκεί στο Παρίσι, ο Παύλος έφυγε πιο νωρίς εφόσον μας απέρριψαν όλες οι εταιρίες ελληνικές και ξένες. Ο Παύλος μου λέει «Φεύγω, πάω στην Ελλάδα». Κι έρχεται εδώ και κάνει μια ανεξάρτητη παραγωγή με τον Γιώργο Πεντζίκη, με το υλικό που είχε δουλευτεί εκεί στο Παρίσι, το οποίο πήγε πάρα πολύ καλά και άρχισε να έχει το κοινό του.

Είχαν, λοιπόν, διαμορφωθεί τα «Ξύλινα Σπαθιά» και με το που έρχομαι εγώ στη Θεσσαλονίκη κάνω την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά στο στούντιο του Παπάζογλου, αυτό συνέβαινε το Μάιο, κυκλοφορεί ο δίσκος όλο το καλοκαίρι και κάπου το Σεπτέμβριο έρχεται ο Παύλος στο σπίτι μου και μου λέει: «πρέπει να έρθεις στα «Ξύλινα Σπαθιά», γιατί τα «Ξύλινα Σπαθιά» δεν έχουν ντράμερ και θέλω να παίξεις και δεν μπορεί να κοπεί αυτό το πράγμα τώρα». Είχε δοκιμάσει και κάποιους άλλους ντράμερ και δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως επειδή είχα δουλέψει μαζί του στο Παρίσι και υπήρχε εμπιστοσύνη… Εγώ εκείνη τη στιγμή του είπα το «ναι». Βέβαια όταν είπα το «ναι» στα «Ξύλινα Σπαθιά» όλη μου η προσωπική φάση έμοιαζε να καταστρέφεται επιτόπου. Όπως κι έγινε δηλαδή, γιατί η εταιρία την επόμενη μέρα πήρε τους δίσκους μου και τους πέταξε.

Δεν ξέρω αν είναι η σημαντικότερη φάση μου τα «Ξύλινα Σπαθιά», ήταν όμως σίγουρα μια καλή εμπειρία για να γνωρίσω αυτόν τον χώρο. Μάλλον έπρεπε να το ζήσω, γιατί η rock εκείνη την εποχή δεν ήταν όπως είναι σήμερα τα πράγματα. Το κοινό μπορεί να υπήρχε, αλλά δεν υπήρχε στημένη όλη η οργάνωση, οι managers και όλα αυτά που σήμερα υπάρχουν. Οπότε έζησα εκείνη την εποχή που ήταν δύσκολη και ήταν τεράστια εμπειρία. Σημαντικότερο ήταν ο Μανώλης Ρασούλης που έπαιζα μαζί του δύο χρόνια και τα πράγματα που παίξαμε και με τον τρόπο που παίζαμε αλλά και αυτά που είπαμε στο δρόμο. Ο Γιώργος Ζήκας και άνθρωποι άλλης εμβέλειας, άλλης μουσικής και πολλοί άλλοι άνθρωποι. Εξάλλου εγώ ποτέ δεν ήμουν ντράμερ, μπορεί να ήμουν στη θέση του ντράμερ στα «Ξύλινα Σπαθιά» αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ντράμερ. Στην μουσική πορεία πιστεύω πως ήταν πιο σημαντικός ο τρόπος που θα εκφραστεί κάποιος μουσικός παρά όλα τα άλλα. Οι επιτυχίες ή οτιδήποτε άλλο.»

Πέρα από τις προσωπικές δισκογραφικές δουλειές σας και τις συνεργασίες με διάφορα σχήματα, έχετε γράψει μουσική για ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ, θεατρικά έργα και κουκλοθέατρο. Υπάρχει κάποιο είδος μέσα από οποίο πιστεύετε πως εκφράζεστε καλύτερα και αμεσότερα;

«Πάντα με κολακεύει η instrumental κατάσταση που μπορείς να καλύψεις μια μουσική σε μια ταινία. Κάναμε μια καταπληκτική δουλειά ένα διάστημα με το «Κεφάλαιο 24» ένα συγκρότημα που δεν είχε το τραγούδι ως κύριο, δεν είχε λόγια πάνω στη μουσική. Κάναμε πολλές δουλειές, γύρω στα 2 χρόνια καθημερινής δουλειάς με αρκετό υλικό στα συρτάρια μας και αυτά που εκδόθηκαν είναι καταπληκτικά. Ήταν και είναι ένα πολύ ωραίο πράγμα όταν ντύνεις μια εικόνα, αυτό που μαθαίνουμε και στις σχολές.

Όμως δεν είχα την τύχη να κάνω μουσική για μια μεγάλη ταινία, οπότε να είναι μια υπερπαραγωγή για να με καλύψει και οικονομικά και να μου δώσει κι έναν τέτοιο στόχο. Γνώρισα όμως γράφοντας μουσικές για όλα αυτά πως είναι. Αυτό όμως που τελικά υπάρχει στο δικό μου κόσμο και θεωρώ ότι είναι κι ένα τεράστιο κομμάτι της παγκόσμιας μουσικής πραγματικότητας, είναι πως το τραγούδι είναι η πιο ανθρώπινη χρήση της μουσικής.»

Ποια είναι τα επόμενα μουσικά σας σχέδια;

«Τα επόμενα πραγματικά μου όνειρα είναι δύο. Ήδη αυτό το διάστημα, με ένα κενό τώρα ιδίως μέχρι τέλος Αυγούστου που θα διακόψουμε γενικότερα τις εργασίες, είναι μια καινούργια δουλειά, που θα ήθελα πάρα πολύ το 2022 να κυκλοφορήσω. Είναι μια διαφορετική δουλειά λίγο πιο ανοιχτή με διάφορους φίλους μου, ανθρώπους που μου αρέσουνε και με παλιότερους και με νεότερους τραγουδιστές να ερμηνεύουνε κομμάτια αυτής της καινούργιας μου δουλειάς, όπου έχω τη χαρά να φιλοξενώ τη Μάγδα Κατσάκου μια στιχουργό καινούργια. Έχω γράψει ένα κομμάτι μαζί της σ’ αυτό το δίσκο «Ο τόπος μου» το λέει, ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο. Αυτό είναι το πρώτο μου πράγμα που οργανώνεται αυτό το διάστημα και άλλο ένα πράγμα που ίσως πάρει λίγο πιο πολύ καιρό είναι ένα τόλμημα να κάνουμε ένα ηπειρώτικο τρόπο – ήχο – χορό – μονόλογο πάνω στην ιστορία της «Κάρμεν». Είναι δύσκολο εγχείρημα, αλλά θα τολμήσουμε και θα το ανεβάσουμε σε κάποια στιγμή.»

Μια ευχή για το μέλλον…

«Η δική μου ευχή για το μέλλον είναι να ξεμπερδέψουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται με τον ιό και με τις μεταλλάξεις του, να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, ώστε ο κόσμος να μην φοβάται πια να αγκαλιάσει ο ένας τον άλλο. Αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι μάλλον μονόδρομος και ξέρουμε όλοι τι πρέπει να κάνουμε. Η μεγαλύτερη μου ευχή είναι η δημοκρατία. Δηλαδή να μην χάσουμε την δημοκρατία για την οποία έχουμε παλέψει τόσο πολύ και τελευταία μοιάζει να είναι αμφίρροπη, να βάλλεται από διάφορες πλευρές και να αμφισβητούμε τι είναι τόσο η δημοκρατία όσο και η ελευθερία. Εύχομαι να κρατήσουμε τη δημοκρατία όρθια»

INFO

Ο δίσκος του Γιάννη Μήτση «Σύννεφα Παντού» είναι διαθέσιμος σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες και μπορείτε να τον ακούσετε εδώ:

https://orcd.co/giannismitsis_sinnefapantou?fbclid=IwAR1rnfpyvE15vNHJCaJYZrnKyuJzKhCngZ0YlvaXMqMJaf5btkScdqpa0wg

*Φωτογραφίες: Άγγελος Ζυμάρας & από το αρχείο του Γιάννη Μήτση.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα