Ημερολόγια καραντίνας 1: Η γιαγιά έφυγε προχθές
Τα Ημερολόγια Καραντίνας καταγράφουν ιστορίες κατοίκων της Θεσσαλονίκης τον καιρό της πιο μεγάλης της δοκιμασίας
Λέξεις: Σοφία Ξανθοπούλου
Η γιαγιά μου είχε να βγει έξω από τον περασμένο Δεκέμβριο. Έμενε στον πρώτο όροφο και εγώ στον τρίτο. Όλα της τα πήγαινα στο σπίτι για να μη χρειαστεί να ταλαιπωρηθεί. Άλλωστε η ηλικία της δεν επέτρεπε πολλά πολλά. Φάρμακα, τρόφιμα, μια αγκαλιά, λίγο τα νέα της ημέρας και «αύριο πάλι γιαγιά τα λέμε».
Τον Ιανουάριο στο Δημοτικό σχολείο της κόρης μου πολλά τμήματα άρχισαν να κλείνουν αφού οι μαθητές έλειπαν λόγω ίωσης. Στις 6 Φεβρουαρίου η αδελφική μου φίλη και συνάδελφος μετά από μια σκληρή μάχη με τον καρκίνο έφυγε από κοντά μας. Τον Μάρτιο μπήκαμε στους πρώτους περιορισμούς. Στις 13 Μαρτίου είχαν βγει μέσω ΦΕΚ οι άδειες ειδικού σκοπού. Την επόμενη μέρα, Σάββατο, ήταν προγραμματισμένο το 40ήμερο μνημόσυνο της καρδιακής φίλης μου. Με άτομα μετρημένα στα δάχτυλα, χωρίς καφέ της παρηγοριάς, χωρίς τίποτα που να θύμιζε τα παλιά.
Το ίδιο βράδυ, παρακολουθώντας τα δελτία ειδήσεων τρομοκρατήθηκα και άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. «Ρε, Σοφία, πας καλά;» έλεγα στον εαυτό μου. Άρχισα να σκέφτομαι τι θα γίνει εάν αρρωστήσει η μαμά, η γιαγιά ή η κόρη μου. Πάνω στον πανικό μου παίρνω ένα φίλο μου γιατρό και του περιγράφω τι νιώθω. «Αυτά που μου περιγράφεις δεν έχουν καμία σχέση με κορωνοϊό. Έπαθες πανικό. Κλείσε την τηλεόραση». «Σκέψου να μην ήμουν και δημοσιογράφος!» σκέφτηκα. Μα και την τηλεόραση να κλείσεις δεν γλυτώνεις. Οι τίτλοι ειδήσεων των sites τσακίζουν κόκκαλα. Στο ραδιόφωνο η άλλη εκφωνεί τις ειδήσεις σχετικά με τον κορονοϊό λες και θα πει το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν». Δεν είμαι καλά σας λέω.
Στις 23 Μαρτίου μπήκαμε σε καραντίνα. Νέα πραγματικότητα. Προσαρμοστήκαμε ως προς τις «απαγορεύσεις» και τα μηνύματα στο 13033. Οι άνθρωποι άλλαξαν. Κάποιοι πειθάρχησαν περιμένοντας τη σειρά τους για να πάρουν τον φρεσκοκομμένο καφέ τους από τον ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ. Στο σούπερ μάρκετ στα ψυγεία με τα αλλαντικά μία κυρία τσίριξε να πάω πιο μακριά της ενώ ήμουν ήδη μακριά της. «Αααα! δεν πάει καλά ο κόσμος» σκέφτηκα αλλά ok το δικαιολόγησα ως συμπεριφορά. Τώρα που τα λέμε, να σας πω ότι δεν έπλυνα τα προϊόντα στον νεροχύτη. Ίσως είναι το μόνο που δεν έκανα. «Σιγά μην ρωτήσω και ποιο είναι το αγαπημένο τους αφρόλουτρο για να τους κάνω μπάνιο».. Τα πηγαίναμε σχετικά καλά ως χώρα.
Τον Μάιο η γιαγιά έπαθε καρδιακή κρίση. Βγάλαμε όλο το μήνα στο Ιπποκράτειο και λίγο στο Παπαγεωργίου. Ανάψανε λίγο τα αίματα με τους εργαζομένους του ΕΚΑΒ που με ρώτησαν μήπως η γιαγιά έχει κορoνοϊό αλλά εν τέλει το διαπίστωσαν και οι ίδιοι και φάνηκε, άλλωστε, και στις εξετάσεις που έκανε αργότερα.
Κάποια στιγμή άνοιξαν και τα σχολεία ευτυχώς και γλυτώσαμε από την ζαλούρα της τηλεκπαίδευσης (ποτέ μην πεις κακιά κουβέντα για το δάσκαλο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ΗΡΩΕΣ!). Ομολογουμένως, είναι χρήσιμη η τηλεκπαίδευση σε έκτακτη ανάγκη αλλά δεν μπορείς να την ανεχτείς ούτε εσύ ούτε τα παιδιά για πολύ καιρό.
Ήρθε το καλοκαίρι. Πήγαμε στο εξοχικό μας τηρώντας όλα τα μέτρα, με μάσκα στο ταξί, με μάσκα ώσπου να προσεγγίσουμε τη θάλασσα, με μάσκα στο μίνι μάρκετ, χωρίς συναναστροφές και πολλά πολλά.
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος είχε γίνει κάπως… περισσότερο περίεργος, έτοιμος για καβγά, έτοιμος για «πόλεμο», ένας ας πούμε «ανταγωνισμός» ποιος τηρεί καλύτερα τα μέτρα. «Ποιος; Ποιος; Ποιος, μωρό μου, ποιος;» Στα λεωφορεία ο συνωστισμός δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν και αν τολμούσες να πεις κάτι έβρισκες τον μπελά σου «έτσι ήταν πάντα/ τι περίμενες;/προσπαθούν οι άνθρωποι/και καλά είδαμε τι έκαναν και οι προηγούμενοι» και πάει λέγοντας και δεν συμμαζεύεται.
Όσο για τις ανεπάρκειες του ΕΣΥ τι να σχολιάσει κανείς. Μας πρόλαβαν τα τελευταία γεγονότα. Ευλογημένο να είναι το e-banking που όμως δεν το κατέχουν οι μεγάλες ηλικίες και ο εκνευρισμός στις ουρές έξω από τις τράπεζες χτύπησε κόκκινο. Η ποντιακή διάλεκτος πήρε και έδωσε καθότι ποτέ δεν απαρνήθηκα την ποντιακή ρίζα μου. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος αγνοούσαν τη χρήση της χλωρίνης έρχονταν να μας δώσουν μαθήματα. «Ανάθεμα και εσέν πα! Νερεξία» έλεγα από μέσα μου.
Αργότερα, με κούρασε ο «εμφύλιος πόλεμος» εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Γέμισε ο τόπος ο διαδικτυακός με «υπέρμαχους» και «αρνητές» του κορονοϊού ή της μάσκας. Απίστευτοι χαρακτηρισμοί. Απίστευτη αλληλεγγύη! ΄Οσο για τη χρήση μάσκας νομίζω ότι πέρασε μια παράνοια: στην αρχή κάλυπτε μόνο το στόμα, μετά το στόμα και το πρόσωπο, αργότερα φορέθηκε στο πηγούνι, κρεμάστηκε στο ένα αυτί και ξαπόστασε και στον αγκώνα. Ένα μεγάλο μπράβο στα μικρά παιδιά μας, στους μαθητές του Δημοτικού που με καλοσύνη και σύνεση φόρεσαν τη μάσκα μέσα και έξω από τις τάξεις χωρίς γκρίνια και δυσφορία, παρόλο που είναι πολύ άβολο να είσαι 7 χρονών και να φοράς για 6 ώρες μια μάσκα.
Στα γηροκομεία από τέλη Ιουνίου, σχεδόν, απαγορευόταν το επισκεπτήριο. Πήγαινα μόνο για να αφήσω έξω από τη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων οτιδήποτε χρειαζόταν η γιαγιά μου που νοσηλευόταν εκεί με προχωρημένη άνοια. Η μάνα μου είχε λιώσει να ρωτάει «δηλαδή δεν μπορούμε να πάμε να δούμε τη γιαγιά ε;»
Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας ήμασταν κάπως πιο συνηθισμένοι. Τηλεκπαίδευση (που έκανε κακή αρχή αλλά έστρωσε μετά), τηλεργασία (που δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, σκέψου ότι μαζί με τα πιάτα που πλένεις και τα ρούχα που απλώνεις μπορεί να βγαίνεις τηλεφωνική για ρεπορτάζ όσο η κόρη σου στην τηλεκπαίδευση έχει χάσει το τετράδιο εργασιών της Γλώσσας και σε καλεί να το βρεις) και το διαδίκτυο να έχει αντικαταστήσει πολλές από τις εξωτερικές μας δραστηριότητες.
Αγόρασα κι εγώ αρκετά προϊόντα και βιβλία μέσω e-shops. Μια χαρά ήταν κι αυτό και στην πόρτα σου. Όμως, τι θα γίνουν τόσοι επιχειρηματίες, έμποροι, εμποροϋπάλληλοι, εστιάτορες και επαγγελματίες του τουρισμού, αναρωτήθηκα πολλές φορές. Και εκεί κάποιοι είχαν περίσσια χολή να βγάλουν.
Ο κόσμος δεν ξέρω αν άλλαξε με τον κορoνοϊό. ΄Ισως τελικά ο κορoνοϊός να κατέδειξε πώς είναι ο κόσμος μας πραγματικά. Δεν ένιωσα ενότητα και συνοχή. Ένιωσα δίπλα μου καχυποψία, εγωισμό, απόλυτη αυστηρότητα και αποξένωση. Δεν ξέρω πώς θα είμαστε όταν τελειώσει «όλο αυτό».
Προχθές το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η προϊσταμένη από το γηροκομείο όπου νοσηλευόταν με προχωρημένη άνοια η γιαγιά. Είχαν χειριστεί άριστα την υπόθεση του κορονοϊού τηρώντας όλα τα μέτρα προστασίας και προφυλάσσοντας όλους τους ασθενείς. –«Βρήκαμε τη γιαγιά αναίσθητη. Υπέστη καρδιακή ανακοπή. Λυπόμαστε πολύ».
Κηδέψαμε τη γιαγιά στον οικογενειακό τάφο του χωριού από όπου κατάγεται πληκτρολογώντας τον αριθμό 5 στο 13033, με 5 άτομα στην εξόδιο ακολουθία μαζί με τον παπά. Απόκοσμο τέλος για μια γυναίκα που έζησε ανάμεσα σε κόσμο και στήριξε με κάθε δύναμή της όσους είχαν ανάγκη.
*Η Σοφία Ξανθοπούλου είναι δημοσιογράφος που ζει με τη μητέρα και την κόρη της
**Τα Ημερολόγια Καραντίνας καταγράφουν ιστορίες κατοίκων της Θεσσαλονίκης τον καιρό της πιο μεγάλης της δοκιμασίας. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή των κειμένων χωρίς γραπτή άδεια της parallaxi. Διαβάστε και τα υπόλοιπα ημερολόγια εδώ.