Ημερολόγια Καραντίνας 20: ΑΧΕΠΑ, Κλινική ΩΡΛ, δωμάτιο 11
Λέξεις: Σοφία Ιορδανίδου Και ξαφνικά από το πρώτο κύμα τον Μάρτη του 2020 που όλοι λέγαμε μεταξύ μας: «μα ξέρεις εσύ κάποιον δικό σου που νόσησε;» με την απάντηση να ξεπηδάει αυθόρμητα: «όχι φυσικά», άρα τι να πιστέψουμε ότι υπάρχει κορονοϊός; φτάσαμε στην πόλη μας, τη φιλόξενη μάνα Σαλονίκη, στο δεύτερο σαρωτικό κύμα τον Νοέμβριο, […]
Λέξεις: Σοφία Ιορδανίδου
Και ξαφνικά από το πρώτο κύμα τον Μάρτη του 2020 που όλοι λέγαμε μεταξύ μας: «μα ξέρεις εσύ κάποιον δικό σου που νόσησε;» με την απάντηση να ξεπηδάει αυθόρμητα: «όχι φυσικά», άρα τι να πιστέψουμε ότι υπάρχει κορονοϊός; φτάσαμε στην πόλη μας, τη φιλόξενη μάνα Σαλονίκη, στο δεύτερο σαρωτικό κύμα τον Νοέμβριο, να μην ρωτάμε καν: «από πού σού ’ρθε, βρε παιδί μου; Πώς το κόλλησες;»
Καμία σημασία δεν έχει πια η απάντηση, αφού δύσκολα θα βρεθεί οικογένεια χωρίς ένα τουλάχιστον θύμα στον στενό περίγυρό της και αρκετούς στον ευρύτερο που έχουν νοσήσει. Για να μην μιλήσουμε για όσους έχουν τον ιό, είναι ασυμπτωματικοί και δεν το γνωρίζουν, οπότε κυκλοφορούν χωρίς καμία υποψία ότι μπορεί να κολλήσουν κάποιον άλλον.
Προσωπικά, δεν θα μου περνούσε καν από το μυαλό ότι θα μπορούσα να νοσήσω. Κι όμως νόσησα, εγώ, ο 90χρονος πατέρας μου, η Νανά που ήταν φύλακας άγγελός του τα τελευταία χρόνια, η Γιαννούλα Σιδερίδου οικογενειακώς (εικάζω από ένεση που έκανε στον πατέρα μου και βρέθηκε πολύ κοντά του χωρίς να γνωρίζουμε ακόμη ότι έχει νοσήσει), ο θείος μου ο Μπάμπης που ακόμη είναι στο νοσοκομείο με υποστήριξη οξυγόνου, η Σοφία μας που αποκλείστηκε/αποσύρθηκε για να μην μεταδώσει τον ιό και η λίστα συνεχίζεται.
Ο πατέρας μου φαινόταν να ανταποκρίνεται και ήμασταν ενθουσιασμένοι που ο Μίμης θα ξεπερνούσε και τον κορονοϊό. Εγώ το πάλευα όπως ήξερα, νομίζοντας ότι ελέγχω τον οργανισμό μου όπως όλη την προηγούμενη ζωή μου (είχα αφιερώσει πολύτιμο χρόνο να διαβάσω, να κατανοήσω, να ελέγξω σε κάποιον βαθμό τη λειτουργία του οργανισμού μου). Η Νανά ασυμπτωματική, άρα το παλεύαμε μαζί όλοι.
Ένα πρωί, ο πατέρας μου κι ενώ είχε φτάσει στο 92 το οξυγόνο του, έπεσε σε λήθαργο κι εγώ έπρεπε να αναιρέσω την απόφασή μου να μην τον πάω ποτέ στο νοσοκομείο. Δεν υπήρχε κάτι που μπορούσα να κάνω σπίτι κι έτσι με πολύ βαριά καρδιά κάλεσα το ΕΚΑΒ να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο με ένα προσωπικό σημείωμα παρακαλώντας τους να τον υποστηρίξουν λίγο και αυτός θα γυρνούσε πάλι κοντά μας γιατί ήταν δυνατός οργανισμός, παλιό σκαρί και άξιζε τον κόπο να το παλέψουν.
Ο πατέρας μου μπήκε στο Παπανικολάου εν ζωή κι εγώ ακολούθησα την επόμενη μέρα στο ΑΧΕΠΑ με οκταήμερο πυρετό που επέμενε, βήχα και δυσκολία στην αναπνοή. Δύο ώρες αφότου μπήκα στο ΑΧΕΠΑ και μετά από την πρώτη εξέταση που μου κάνανε, μου τηλεφώνησε ο γιατρός από το Παπανικολάου ότι ο πατέρας μου κατέληξε. Δεν ήμουν σε θέση να διαχειριστώ την είδηση, κατέρρεα η ίδια έτσι κι αλλιώς. Μου κάνανε εισαγωγή με πνευμονία από Covid την ώρα που έχασα τον πατέρα μου και δεν μπορούσα να αντιδράσω.
Στις 5 το απόγευμα της επόμενης μέρας, ο πατέρας μου κηδεύτηκε άρον άρον σε ένα κομμάτι γης πίσω από τα νεκροταφεία της Θέρμης, με όχι πάνω από τα δάχτυλα ενός χεριού ανθρώπους του, χωρίς να τον αποχαιρετίσουμε, χωρίς να μας επιτρέπεται να τον πλησιάσουμε καν.
Τέτοια μοναξιά στον θάνατό του, σίγουρα δεν την περίμενε ο κομψός Μίμης μας κι εμείς τέτοια αγριάδα και τρομάρα δεν την περιμέναμε και δεν την είχαμε φανταστεί ποτέ μας. Ίσως ο δήμαρχος μια μέρα να καταφέρει να μας εξηγήσει τον κρανίου τόπο που επέλεξε για να φιλοξενεί τους δικούς μας ανθρώπους σε τέτοιες συνθήκες απάνθρωπες.
Από την ώρα που μπήκα στο νοσοκομείο, στο μεταξύ, συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να θεραπεύσει κανείς πνευμονία από Covid στα νοσοκομεία αυτό το διάστημα. Συνθήκες πολέμου στην κυριολεξία. Ένα κομπρεσέρ πάνω από το κεφάλι μου που σταματούσε στις 5 το απόγευμα κάθε μέρα και δούλευε και τα Σάββατα. Χτίζανε στον πάνω όροφο, γκρεμίζανε και ακριβώς από κάτω τους νοσηλευόντουσαν άνθρωποι με covid, μερικοί πιο ελαφρά κι άλλοι πολύ βαριά. Μέρα νύχτα άκουγες διαπληκτισμούς και φωνές. Ασθενείς που μαλώνανε με τους νοσηλευτές (όταν τους βρίσκανε) γιατί αγνοούσαν τα καλέσματά τους, νοσηλευτές που μαλώνανε μεταξύ τους και ο κάθε ασθενής με τον δικό του πόνο που προσπαθούσε να βρει άκρη και υποστήριξη από ένα σύστημα σε ημιπαραλυσία.
Έζησα μια εβδομάδα εφιαλτική, ήθελα να θρηνήσω και δεν μπορούσα, ήθελα να κοιμηθώ να ξεκουραστώ, αλλά αυτό ήταν μια ιδέα άπιαστη. Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνανε σαν τις μελισσούλες ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό (όλοι αστροναύτες της ΝΑΣΑ και έτσι δεν γνωρίσαμε ποτέ τα πρόσωπά τους ή τα ονόματά τους) να μας βάλουν κάτι στη φλέβα, να μετρήσουν πυρετό και οξυγόνο. Προγραμματισμένοι, κουρδισμένοι, χωρίς την «πολυτέλεια» να δουν τον ασθενή ως άνθρωπο, παρά μόνον να εκτελέσουν και να επαναλαμβάνουν την καραμέλα 38 είστε, πρέπει να ασχοληθούμε με όλους σας.
Στο όνομα των 38, λοιπόν, της πτέρυγας, ζήσαμε στιγμές μεγάλης εγκατάλειψης και αδιαφορίας. Πολλές φορές στα νοσοκομεία με τον πατέρα μου στο παρελθόν, συμμερίστηκα τα προβλήματα του υγειονομικού συστήματος, βοήθησα αμέριστα, συμπαραστάθηκα και μίλησα πολύ όμορφα για τον αγώνα αυτών των ανθρώπων. Αυτή τη φορά όμως, είδα ξεκάθαρα ότι στο όνομα του φόβου να μην κολλήσουν κάτι από τους ασθενείς, αδιαφορούσαν αν αυτός ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετηθεί, να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του ή έστω να πιει δυο γουλιές νερό. Η φράση ήχησε με πόνο στ’ αυτιά μου: «έχω παιδί σπίτι δεν μπορώ να σε ταΐσω».
Ήταν από τα πιο σκληρά πράγματα που έζησα στο νοσοκομείο. Ερχόντουσαν και έφευγαν οι δίσκοι χωρίς να μπορεί να ακουμπήσει κάτι η ασθενής και κανείς δεν ρωτούσε αν έφαγε ή αν ήπιε κάτι. Το έκανα εγώ από ένα σημείο και μετά για να είμαι σίγουρη ότι έμπαινε κάτι μέσα της. Τους παρακαλούσα παράλληλα να τη φροντίσουν γιατί είχε ανοίξει επικίνδυνα. «Δεν είναι η δουλειά μας» μου έλεγαν οι νοσηλεύτριες και να το πω στους γιατρούς. Το έκανα, τους παρακαλούσα κάθε μέρα να τη δει χειρουργός γιατί ήταν φανερό ότι πήγαινε για σηψαιμία. Μέχρι που βγήκα από το νοσοκομείο δεν την είχε επισκεφθεί χειρουργός.
Το τελευταίο πράγμα που αξίζει στο προσωπικό των νοσοκομείων είναι να τους μέμφεται κανείς και, μακριά από μένα, ανέκαθεν υποστήριζα ότι αν κάποιος έχει σοβαρό πρόβλημα η λύση του είναι τα κρατικά πανεπιστημιακά νοσοκομεία. Σήμερα όμως, που δεν μπορεί να επισκεφθεί κανείς τους ασθενείς, που δεν επιτρέπονται οι αποκλειστικές και που ΔΕΝ επικοινωνεί το νοσοκομείο με τους συγγενείς, η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά. Εμένα προσωπικά, όλο το σκηνικό μου θύμιζε αγνοούμενους, ούτε καν θύματα πολέμου. ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ να μην έχουν ανακαλύψει έναν τρόπο, μία ώρα που να αφιερώνουν για να ενημερώνουν τους συγγενείς για την κατάσταση των δικών τους και να αναγκάζουν τον κόσμο να επιστρατεύει όποιους άλλους γιατρούς γνωρίζουν να μεσολαβούν για να τους δώσουν κάποια πληροφορία. Λιγότερο κοστίζει αυτό σε χρόνο άραγε; Αμ η κοροϊδία να σου λένε «θα καλέσεις αυτά τα νούμερα εκείνη την ώρα και θα μιλήσεις με τους γιατρούς, εμάς δεν μας επιτρέπουν να δίνουμε πληροφορίες για τους ασθενείς». Δεν ισχύει όμως τίποτε απ’ αυτά που σου είπαν. Δεν απαντά ποτέ κανείς στα τηλέφωνα, δεν ανταποκρίνεται το κέντρο και έτσι κρατάνε δεκάδες πολίτες στις τηλεφωνικές γραμμές για ώρες χωρίς να καταφέρουν ποτέ να μάθουν κάτι για τους δικούς τους. Όλα τα παραπάνω βγήκαν αυθόρμητα, επαναλαμβάνω με απεριόριστο θαυμασμό και εκτίμηση για την επιστημονική δουλειά των ανθρώπων στα νοσοκομεία. Θα ήμουν πολύ άδικη όμως αυτή τη φορά αν δεν επεσήμανα κάποια δραματικά σημεία στη νοσηλεία που αμαυρώνουν το συνολικά θεάρεστο έργο τους.
Να φιλοσοφήσω λίγο λέω προς το τέλος γιατί αλλιώς θα μείνει μόνο μια περιγραφή γεγονότων. Tο βασικό στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι τέτοιου είδους ανατροπές μας βρίσκουν τελείως απροετοίμαστους ως κοινωνίες και ως άτομα προσωπικά. Σταματήσαμε να αγκαλιαζόμαστε, σταματήσαμε να αναπνέουμε ελεύθερα, κυριολεκτικά και συμβολικά, χάσαμε τον βασικό κοινωνικό πυρήνα μας που έχει «παγώσει» μέχρι νεοτέρας από το βαρύ μαύρο. Όμως δεν είχαμε καμία τέτοια προετοιμασία, ο μόνος σύμβουλος ο πανικός και ο τρόμος που έσπειρε όλο το μηντιακό σύστημα μέσα μας, χωρίς όμως άλλα όπλα που θα μας βοηθήσουν να μείνουμε όρθιοι (από υγεία, από ψυχολογία αλλά και από καθαρό μυαλό). Νεφελώδεις προφητείες, παράδοξες και παράλογες ερμηνείες των φαινομένων που δημιουργούν σύγχυση και απογοήτευση, κυρίως ταραχή, τη μητέρα όλων των κακών στην ανθρώπινη ψυχή. Στις μέρες μας, σπέρνεται παντού η ταραχή, ο φόβος και η καταστροφή. Και νοιώθω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο δηλητήριο από το άγχος και τον φόβο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη τοξικότητα.
Το στοίχημα τώρα είναι να μην επιτρέψουμε να ισοπεδωθεί η στοιχειώδης λογική μας, να μην αφήσουμε, στο όνομα δήθεν της προστασίας μας, να στερηθούμε στοιχειώδεις ελευθερίες που αποτελούν και τον βασικό κοινωνικό πυρήνα μας. Να μείνουμε κοινωνία, να μείνουμε ανθρώπινοι.
*Η Σοφία Ιορδανίδου είναι δημοσιογράφος, Αναπλ. Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας. Νόσησε από τον ιό και αποχαιρέτησε τον πατέρα της που έφυγε από τον ιό ενώ νοσηλευόταν και η ίδια.
**Τα Ημερολόγια Καραντίνας καταγράφουν ιστορίες κατοίκων της Θεσσαλονίκης τον καιρό της πιο μεγάλης της δοκιμασίας. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή των κειμένων χωρίς γραπτή άδεια της parallaxi. Διαβάστε και τα υπόλοιπα ημερολόγια εδώ.