Ημερολόγια Καραντίνας 21: Τα ψηφία να προσέχεις
Ζωγραφιά: Ζωή-Έφη Μπάμπαλη Είχαμε τη φαεινή ιδέα να περάσουμε οπτική ίνα στο σπίτι, περίπου 2 εβδομάδες πριν το lockdown. Προφήτες στον τόπο μας, δηλαδή, ούτε συζήτηση. Αποκτήσαμε μυθικές ταχύτητες και είμαστε τύποι που στοκάρουμε megabytes, όχι χαρτιά υγείας. Είχα φάει και τα λυσσακά μου στο Facebook, «κλείστε τα σχολεία» εισακούστηκαν οι προσευχές μου από τις […]
Ζωγραφιά: Ζωή-Έφη Μπάμπαλη
Είχαμε τη φαεινή ιδέα να περάσουμε οπτική ίνα στο σπίτι, περίπου 2 εβδομάδες πριν το lockdown. Προφήτες στον τόπο μας, δηλαδή, ούτε συζήτηση. Αποκτήσαμε μυθικές ταχύτητες και είμαστε τύποι που στοκάρουμε megabytes, όχι χαρτιά υγείας. Είχα φάει και τα λυσσακά μου στο Facebook, «κλείστε τα σχολεία» εισακούστηκαν οι προσευχές μου από τις ανώτερες δυνάμεις, οι κατώτερες, όμως, καλά κάνουν και συμβουλεύουν «πρόσεχε τί εύχεσαι, μπορεί να το πάθεις». Και το πάθαμε!
Τα e-mail έρχονταν με καταιγιστικό ρυθμό, όπου τύχαινε. Και είχαν όλα συνδέσμους. Όχι στο ίδιο e-mail, έναν σύνδεσμο στο καθένα, έτσι για την αλητεία. Και μετά ερχόταν άλλα e-mail που διόρθωναν τους συνδέσμους που δεν δούλευαν από τα πρώτα e-mail. Άλλοι για τον μικρό, άλλοι για τον μεγάλο. Σε όλα τα μέσα: webex, myschool, messenger, skype. Από όλα αυτά, τα παιδιά μόνον το Instagram γουστάρουν, στο μεταξύ και εκεί τίποτε, ρε φίλε, ούτε το μάθημα των καλλιτεχνικών, ούτε της τεχνολογίας.
Όσο περισσότερο έγερνε η εκπαιδευτική ζωή των παιδιών προς το ψηφιακό, τόσο περισσότερο εγώ έγερνα στο κρεβάτι του μεγάλου να τον σηκώσω κάθε πρωί να την πάρει την ρημαδοπαρουσία και να τον ξυπνώ ανά 40 λεπτά να την ξαναπάρει. Μετά τις 12, συνέρχονταν κάπως, άνοιγε και το μικρόφωνο. Εκεί άρχιζαν τα διαβάσματα του μικρού. Εγκλίσεις, αυτό το «κατηγορούμενο» που στον καιρό μου δεν το κατάλαβα και τώρα το εμπέδωσα, κάθετες διαιρέσεις, η ζωή των Λακεδαιμονίων και άλλα νόστιμα. Στις 2 αρχίζει το κυνήγι των χαμένων link. Έχει εικαστικά, κάτσε να δούμε πού πήγε αυτός ο σύνδεσμος. «Τον έστειλαν με mail σε εμένα, τον προώθησα στον μπαμπά, δεν περνάει στο tablet σου, γιατί δεν έχεις ένα viber παιδάκι μου να στο στείλω, πώς θα το βρούμε τώρα, δεν είπες να σου ανοίξουμε κι ένα e-mail, αλλά δεν ξέρεις να το χρησιμοποιείς, τέλος πάντων, δεν μπορώ να στο περάσω στο Instagram, δεν έχω και δεν προλαβαίνω να κάνω τώρα, κάθησε σε αυτό το laptop του μπαμπά, θα προσπαθήσω να το βρω στα mail του, …yes, το βρήκα!» Εκεί αρχίζει ο Γιώργος Σαλαμπάσης το ατέλειωτο ρεφρέν… «μ’ ακούς;». Το ρήμα που έμαθα σε όλες τις εγκλίσεις, όλα τα πρόσωπα, όλους τους χρόνους και φωνές. Δεν μ’ ακούγατε, δεν μ’ ακούτε ποτέ, άκου τι λέει, ακουστά το είχα κ.λπ. Κάθε 35-40 λεπτά ανανεώνουμε τον σύνδεσμο για τον μικρό. Βράδιασε.
Η δασκάλα είπε να μην τρώνε πριν το μάθημα, θα νυστάζουν. Για μετά το μάθημα δεν είπε τίποτε και έτσι τρώνε συνέχεια. Και το μεσημεριανό και το επιδόρπιο και το απογευματινό και το φρούτο και το σνακ και το βραδινό και τα ποπ κορν, και τις βιταμίνες και τα τσάγια και τα κακάο. Ίσιωσα το κορμί μου στον νεροχύτη και στην κουζίνα μπροστά. Κρύβω τις σοκολάτες σε ένα απίθανο μέρος για να φτουρήσουν. Στην απόγνωση, τις κλέβω από τον εαυτό μου και τις τρώω κρυφά από τα παιδιά.
Παρόλες τις οπτικές ίνες και την ψηφιακή πραγματικότητα, ανακαλύπτεις, όταν είσαι σπίτι, ότι κάτι παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως του ταχυδρόμου, εξακολουθούν να υπάρχουν. Και όχι μόνον υπάρχουν, αλλά από όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας έχουν αγαπήσει το δικό σου και χτυπούν σε καίριες στιγμές. ΄Οταν βάφεις τα μαλλιά σου, όταν πλένεις το μπαλκόνι, όταν δένεις τη μπεσαμέλ. Οι του ιδιωτικού τομέα, καλούμενοι και κούριερ, έχουν άλλα χούγια. Θέλουν να τους κυνηγάς, γουστάρουν. «Ήρθα και δεν σας βρήκα, τώρα είμαι στην άλλη άκρη της πόλης, θα ξαναπεράσω το βράδυ ή ελάτε εσείς στο κατάστημα να το πάρετε, αλλά μην έρθετε πριν τον άλλο μήνα, δεν προλαβαίνω να το αφήσω, αφήστε το… τελείως, έτσι θα είναι καλύτερα για όλους μας».
Και έχεις και τον μεγάλο, που μια νύχτα στην προηγούμενη καραντίνα κοιμήθηκε παιδί και ξύπνησε έφηβος, που άλλαξε 4 νούμερα παπούτσι σε 8 μήνες, αλλά το βράδυ βλέπει στρουμφάκια ή χάϊντι και σου λέει ότι θέλει να ζήσει σε ένα χωριό, να αγοράζει μόνον ψωμί και να έχει μια κατσίκα να παίρνει το γάλα της και να μην έχει κανέναν δίπλα του, να μην έχει κινητά, ακίνητα, πρωινά ξυπνήματα, εργασίες, links, Instagram. Αλλά να είναι σε χωριό της Ελβετίας −του Παγγαίου δεν του κάνει. Ξέρει, άραγε, που είναι η Ελβετία;
Φαντάζομαι υπάρχει και μια Χάϊντι σε κάποιο μέρος στην Ελλάδα, που αντίστοιχα ζηλεύει τη ζωή του δικού μας, γιατί η μαμά της δεν ξέρει ελληνικά να καταλάβει τί λένε τα e-mail ή έχει γάλα κατσίκας αλλά δεν έχει καν e-mail και οθόνες και δεν μπορεί κανείς να την συνδέσει με τη δασκάλα της, ούτε να της εξηγήσει το κατηγορούμενο, δεν ξέρει από ποσοστά, κρούσματα, καμπύλες, διαγράμματα, αποστασιοποίηση, επιδόματα, 5G, ψεκασμούς. Μεγαλώνει όπως τα λάχανα στον μπαξέ τους, κάνει κρακ κάθε φορά που αλλάζει νούμερο παπούτσι και τότε φορά της μεγάλης της αδελφής. Μπορεί να γίνει νύφη μου μια μέρα.
*Η Άσπα Πάσσιου είναι δημοσιογράφος. Περνά τα πρωινά της με τα τηλεμαθήματα των δυο γιών της.
**Τα Ημερολόγια Καραντίνας καταγράφουν ιστορίες κατοίκων της Θεσσαλονίκης τον καιρό της πιο μεγάλης της δοκιμασίας. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή των κειμένων χωρίς γραπτή άδεια της parallaxi. Διαβάστε και τα υπόλοιπα ημερολόγια εδώ.