Ιπποκράτειο, μπλε κτίριο: Η μάχη που έμεινε στην Ιστορία
Δυο γιατροί και πέντε νοσηλεύτριες του νοσοκομείου μας ανοίγουν τις καρδιές και τις μνήμες τους για όσα έζησαν.
Καθώς η πανδημία μπαίνει πια σε φάση αποκλιμάκωσης και αφήνει πίσω της σκοτάδια, επιχειρούμε ένα ταξίδι στο χρόνο. Τέλη Οκτωβρίου, Θεσσαλονίκη. Η πόλη μπαίνει σε μια πρωτοφανή υγειονομική καταιγίδα που θα την αποδεκατίσει για ένα δίμηνο. Τα νοσοκομεία της πόλης ξεπερνούν τα όρια τους κατά πολύ και το υγειονομικό προσωπικό καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κρατηθεί το σύστημα στα πόδια του. Ένα σύστημα που δεν φρόντισε να προετοιμαστεί μπροστά στον τυφώνα που ερχόταν.
Στο μπλε κτίριο του Ιπποκράτειου νοσοκομείου επικρατεί πολεμικός πυρετός. Όλες οι κλινικές απομακρύνονται και οι όροφοι του μετατρέπονται αποκλειστικά σε πτέρυγες Covid.
Λίγους μήνες μετά, δυο γιατροί και πέντε νοσηλεύτριες του νοσοκομείου μας ανοίγουν τις καρδιές και τις μνήμες τους για όσα έζησαν.
Όταν ξεκίνησαν όλα το Μάρτιο οι πάντες ήταν απροετοίμαστοι και σε άγνοια.
‘’Μία μέρα σε βάρδια και μου είπαν ότι θα εργαστώ στις περιπτώσεις του Covid. Ιντερνετικά βλέπαμε πώς να ντυθούμε και πώς να ξεντυθούμε, δεν υπήρχε καμία ενημέρωση. Όταν αντιμετωπίσαμε τον πρώτο θάνατο τρομάξαμε. Βάλαμε μάσκα, δεν φάγαμε, δεν πήγαμε τουαλέτα, δεν φύγαμε, φοβόμασταν να πιάσουμε το τηλέφωνο, δεν ξέραμε τι ήταν καθαρό και τι βρώμικο.»
Ο φόβος μπροστά στο άγνωστο κυρίευε το προσωπικό.
«Μας έφεραν τα πρωτόκολλα στη βάρδια που ήδη εφημερεύαμε και έπρεπε να διαβάσουμε επί τόπου το πρωτόκολλο για το τι είναι και τι πρέπει να κάνουμε. Και εντωμεταξύ την επόμενη μέρα άλλαζε πάλι το πρωτόκολλο. Οι γιατροί ήταν και αυτοί αγχωμένοι, ντυμένοι σε όλη την εφημερία, από το πρωί μέχρι την άλλη μέρα.»
Πως αντιμετώπισαν τον πρώτο θάνατο:
«Ήταν ένας ασθενής, ο οποίος είχε ένα επιβαρυμένο ιστορικό. Μετά νιώθαμε ενοχές γιατί είχαμε έρθει πολύ κοντά μαζί του και τον φροντίσαμε, και ο θάνατός του ήταν επώδυνος. Και όταν βγήκαν τα αποτελέσματα που έλεγαν ότι ήταν θετικός στον Covid πήγαμε σπίτι και δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε.»
Ο φόβος είναι η πρώτη αντίδραση. Μετά εξοικειώνεσαι μαζί του, όπως και με τον ιό.
«Μετά είδα ότι δεν είναι και τόσο τρομακτικό, δεν είναι τόσο φοβερό όσο μάς το παρουσίαζαν. Δηλαδή άμα ήξερες να προσέχεις και να προστατεύεις τον εαυτό σου, μετά είναι πολύ εύκολο αυτό που κάνεις. Κάνεις ότι έκανες και σε μία απλή κλινική. Χρειάζεσαι το χρόνο σου για να καταλάβεις ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δηλαδή μας λέγαν για τις επιφάνειες, μετά από λίγο καιρό καταλαβαίνεις οτι δεν μεταδίδεται τόσο εύκολα από τις επιφάνειες, άμα σαπουνίζεις πολύ καλά τα χέρια σου και άμα τηρείς τα μέτρα προστασίας, μετά βλέπεις ότι δεν είναι τόσο τραγικά. Αν φοράς τη μάσκα σου και βήξει κάποιος δεν κολλάς έτσι τόσο εύκολα.»
Από τους επτά συνομιλητές μου οι πέντε κόλλησαν τον ιό μέσα στις κλινικές. Και φυσικά κόλλησαν και κάποια από τα μέλη των οικογενειών τους μεταφέροντας τον στο σπίτι.
Κρίσιμο σημείο στην πορεία της πανδημίας της πόλης η στιγμή που εξαπλώθηκε στο γηροκομείο Αγία Κυριακή στο Ασβεστοχώρι και προκάλεσε συναγερμό στην πόλη με όλους τους ηλικιωμένους να μεταφέρονται αιφνιδιαστικά μια νύχτα εσπευσμένα στο νοσοκομείο.
Αν εξαιρέσεις το συγκεκριμένο περιστατικό το καλοκαίρι φαινομενικά κυλά ήρεμα. Τουλάχιστον για όλους εμάς που δεν είχαμε σχέσεις με τα νοσοκομεία. Εντός τους όμως:
«Για μας μόνο ήρεμα δεν ήταν. Ήταν δραματικό το καλοκαίρι. Ειδικά όταν γίναμε και με ύποπτα και θετικά κρούσματα και μετά, οι βάρδιες ήταν εξαντλητικές επειδή ήμασταν πολύ λίγα άτομα. Ήμασταν δύο άτομα στη βάρδια σε 35 ασθενείς αρχικά. Και φορώντας εκείνη την στολή, με 40 βαθμούς έξω, όλο αυτό ήταν δραματικό έως εφιαλτικό. Ο ανεμιστήρας και το ερ κοντίσιον απαγορευόταν και με αυτές τις στολές οι άνθρωποι ίδρωναν πάρα πολύ. Εκείνο το διάστημα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη που επικράτησε αυτή η ζέστη υπέφερε το προσωπικό. Ένιωθες οργανικά ότι καταρρέεις. Αφυδατώνεσαι και το σώμα σου το ένιωθες αδύναμο, έτοιμοι να καταρρεύσουμε. Πολύ λίγο το προσωπικό. Και εγώ θεωρώ ότι αντέξαμε πάρα πολύ για πάρα πολλούς μήνες σώοι, ώσπου τελικά, αρχίσαμε να κολλάμε ο ένας μετά τον άλλον, γιατί πλέον είχαμε εξαντληθεί. Δηλαδή, πιστεύω, λόγω της εξάντλησης κολλήσαμε και εμείς. Γιατί και πρίν και μετά, τα ίδια μέτρα διατηρούσαμε. Απλά μετά πιστεύω, ο οργανισμός και η άμυνα πέφτουν τόσο πολύ που είσαι πιο ευάλωτος. Και δουλεύαμε χωρίς ρεπό.»
Τι σημαίνει όμως δουλεύω σε συνθήκες πολέμου σε ένα δημόσιο νοσοκομείο:
«Μπορεί να ερχόμασταν μία μέρα 7-3 και να ξαναερχόμασταν το βράδυ. Και την επόμενη μέρα μπορεί να υπήρξε είτε μέρα ξεκούρασης αλλά μπορεί να χρειαζόταν να έρθεις και δεύτερη νύχτα ή και τρίτη νύχτα. Ας πούμε το απόγευμα είχες 3-11 και την άλλη μέρα να χρειαζόταν να έρθεις το πρωί. Δηλαδή 8 ώρες να μετακινηθείς, να πας στο σπίτι, να κάνεις το μπάνιο σου, να φας, να δεις την οικογένειά σου, τα παιδιά σου και να έχεις και υποχρεώσεις και εκεί, και την άλλη μέρα να πρέπει να είσαι και πάλι στο νοσοκομείο. Και όλα αυτά μέσα σε 8 ώρες. Με τι δυνάμεις να έρθεις δηλαδή; 8 ώρες χωρίς τουαλέτα, χωρίς νερό, χωρίς τίποτα. Αυτό είναι απάνθρωπο.»
Οι περίφημες αυξήσεις στο προσωπικό καθυστερούν δραματικά και όταν έρχονται πολλές φορές είναι άστοχες:
‘’Επί μήνες το ζούσαμε αυτό, μας στέλναν περιστασιακά άτομα, τα οποία δεν μπορούσαν να σε βοηθήσουν ουσιαστικά. Όταν ένας άνθρωπος δεν δουλεύει στο χώρο του επί βδομάδες τουλάχιστον, για να το ζήσει αυτό το πράγμα και για να ξέρει πώς θα σε βοηθήσει, δεν μπορεί εύκολα να μπει στο κλίμα. Μάς έφερναν παιδιά που δουλεύαν σε τελείως άσχετες ειδικότητες. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια να τους δείξει κάποιος την δουλειά.»
Το Ιπποκράτειο γίνεται το νοσοκομείο που θα δεχτεί συνολικά και θα νοσηλεύσει πάνω από 2000 κρούσματα και οι γιατροί του παίρνουν πρωτοβουλίες να βρουν μόνοι τους όσα τους λείπουν για να αντιμετωπίσουν τη μάχη.
‘’Κάποιοι άνθρωποι, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να προετοιμαστούμε είχαμε φέρει αναπνευστήρες πήραμε πρωτοβουλία και ψάξαμε δωρητές. Γραφειοκρατικά κράτησε τουλάχιστον ένα τετράμηνο για να το φέρουμε σε πέρας, με πολλαπλές συνεννοήσεις. Κάπου το καλοκαίρι βγάζει έναν νόμο η κυβέρνηση, που λέει ότι όλες οι δωρεές θα πηγαίνουν στο Υπουργείο Υγείας στην Αθήνα και από εκεί θα μοιράζονται, πράγμα που μας δυσκόλεψε τρομερά. Και εκβιάζοντας εμείς, είπαμε ότι ή θα πούμε στους δωρητές μας σταματήστε ή θα μας το φέρετε σε εμάς. Έτσι με τα πολλά καταφέραμε να έρθουν τον Αύγουστο και αρχίσαμε να τα τοποθετούμε. Μόλις έγινε εδώ το τμήμα Covid τα φέραμε, τον Σεπτέμβρη. Τα φέραμε εδώ και αρχίσαμε να εκπαιδεύουμε τους πρώτους γιατρούς. Και μετά όποιος ερχόταν ως ιατρικό προσωπικό, έμπαινε σε μία ομάδα που κάτι ήξερε να κάνει, είχε συζητήσει ή είχε εφαρμόσει. Ο ένας έδειχνε στον άλλον. Το όλο κλίμα ήταν αρκετά πολεμικό, οπότε και ο καθένας που έμπαινε μέσα έδινε το πάν του. Γιατί και στο Ιπποκράτειο πάνω από 20% του προσωπικού αρρώστησε.»
Ο πόνος για το ότι δεν μπόρεσαν να περιποιηθούν τους συναδέλφους τους όπως έπρεπε λόγω του χαμού παραμένει. Ως οριακή ημερομηνία θεωρείται η 31 Οκτωβρίου. Εκεί αρχίζει η μεγάλη ανηφόρα της Θεσσαλονίκης.
«Τον Νοέμβρη, σε κάθε εφημερία αναπτυσσόταν και από μία πτέρυγα. Και έλεγε η διοίκηση «Τώρα θα πάτε στον 4ο όροφο να κάνετε και άλλη πτέρυγα. Και μετά από τέσσερεις μέρες θα πάτε και στην πέμπτη πτέρυγα. Όλα αυτά όμως, για να γίνουν, σήμαινε ότι μέσα σε μία μέρα έπρεπε να φύγει ολόκληρη η κλινική μεταμοσχεύσεων, με όλα τα πράγματά της και την επόμενη να είσαι έτοιμη νοσηλευτικά και να έχεις οργανώσει πτέρυγα Covid. Και ερχόμασταν εμείς σε αυτόν τον όροφο και δεν είχαμε ούτε υπολογιστές για να δουλέψουμε. Ούτε ακόμα και τουαλέτα ή καρέκλες για να καθίσουμε. Δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχαν βελόνες, δεν υπήρχαν σύριγγες, τίποτα. Ήρθες δηλαδή να βγάλεις εφημερία σε ένα άδειο τμήμα. Είχαμε 54 άτομα και τα δίκλινα τα κάναμε τετράκλινα και τα τετράκλινα τα κάναμε εξάκλινα και επτάκλινα. Ψάχναμε να βρούμε κρεβάτια σε όλο το νοσοκομείο για να χωρέσουν οι ασθενείς. Ο γιατροί περνούσαν 24 ώρες το 24ωρο ντυμένοι όρθιοι ή σε μία καρέκλα, χωρίς να έχουν καν εφημερείο.»
Οι σκηνές που περιγράφουν ανασύροντας μνήμες είναι πραγματικά σοκαριστικές και κυρίως άγνωστες.
‘’Σε μία εφημερία, ερχόντουσαν σε παράταξη τα φορεία, δεν υπήρχαν κρεβάτια και όλοι ψάχναμε κρεβάτια, για να μπορέσουμε να βολέψουμε τους ασθενείς που βρισκόντουσαν στα φορεία και στις καρέκλες. Ήταν απίστευτο. Παίρναμε κρεβάτια από τον πρώτο όροφο που ήταν εργοτάξιο, τα καθαρίζανε οι κυρίες της καθαριότητας για να μπορέσουμε να βολέψουμε τον κόσμο. Εκείνη η βάρδια ήταν εφιαλτική. Από τις 31 Οκτώβρη και μετά δουλεύαμε χωρίς ρεπό. Φέρναν κόσμο από τα κέντρα υγείας και δεν μπορούσαν να μάς βοηθήσουν όλα τα παιδιά. Όσο καλή θέληση και να είχαν, όταν κάποιος δεν ασχολείται με το αντικείμενο το συγκεκριμένο, είναι μία παρουσία που δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Οπότε δουλεύαμε με βάρδιες εξαντλητικές. Με δυσκολίες που δεν μπορεί να τις φανταστεί κάποιος από έξω. Οι κλίνες που χρειάστηκε να αναπτύξει το Ιπποκράτειο στη μεγάλη κρίση τέλος Νοέμβρη, έφτασαν στις 340 ταυτόχρονα.»
Η μάχη βέβαια έχει και τα θύματα της. Τους ανθρώπους που έχαναν τη ζωή τους άδοξα.
«Βιώσαμε τον θάνατο. Καταρχήν μπορεί να γινόντουσαν δύο παράλληλες ανακοπές και δεν ήξερες σε ποιον πρέπει να πας. Φώναζε ο γιατρός και δεν ήξερε τι πρέπει να κάνεις. Έφευγε ένας ασθενής και τον τακτοποιούσαμε μετά από πολλές ώρες γιατί έπρεπε να ασχοληθούμε με τους ζωντανούς. Δηλαδή τον σκέπαζες, δεν τον κουνούσες, φρόντιζες τους υπόλοιπους ασθενείς και επέστρεφες μετά σε αυτόν που είχε πεθάνει. Το κάναμε αυτό επί μέρες. Μπορεί να είχαμε και 4 θανάτους την ημέρα. Προσπαθήσαμε να τους σιτίσουμε όλους μαζί. Είχαμε τεράστιο θέμα με το νερό. Οι συγγενείς πολλές φορές μπορεί οι ίδιοι να νοσούσαν ή φοβόντουσαν να πλησιάσουν το νοσοκομείο. Δεν είχαμε είδη πρώτης ανάγκης. Το Ιπποκράτειο δεν είχε σεντόνια για τόσους ασθενείς, σε μία βάρδια χρειαζόντουσαν πάνω από 100 σεντόνια. Δεν ήμασταν έτοιμοι να αναλάβουμε κάτι τέτοιο. Κάποιους ασθενείς τους είχαμε με φιάλη, δεν έφταναν οι παροχές, ήταν τραγικά. Πολλοί έπaιρναν τηλέφωνο και έβριζαν. Το τηλέφωνο δεν σταματούσε να χτυπάει. Κάποιοι μάς απειλούσαν, άλλοι μάς έβριζαν ενώ άλλοι μάς μιλούσαν γλυκά, λέγοντας ότι μάς καταλαβαίνουν. Οι γιατροί δεν έμπαιναν καν στο γραφείο τους. Δεν είχαμε και γιατρούς, δεν μπορούσαμε να τους βρούμε, έτρεχαν διαρκώς. Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα. Δεν υπήρχε και κανένα περιθώριο χρόνου να σηκώνουμε τα τηλέφωνα. Τοποθετήσαμε 2 γιατρούς που ήταν υψηλού κινδύνου και δεν τους βάζαμε μέσα, σε ένα γραφείο εκτός, για να σηκώνουν μόνο τα τηλέφωνα και να μιλάνε μόνο με τους συγγενείς. Και κάναν σε όλο το ωράριο αυτό το πράγμα. Το επικίνδυνο ήταν ότι εκείνοι οι άρρωστοι, τους οποίους στριμώχναμε μέσα σε ένα δωμάτιο, τους συνδέαμε με προεκτάσεις, με ένα καλώδιο που απείχε αρκετά μέτρα και το οποίο μείωνε και την ροή, και εκεί σου λέγανε “Δεν αντέχω, δεν φουσκώνει η μάσκα μου”. “Θέλω και άλλο αέρα”. Και υπήρχαν σκηνές όπου δίναμε εμείς εντολή για να τους αλλάξουμε θέσεις, ανάλογα με τη κατάσταση του καθενός. Αυτό που σκεφτόμασταν ήταν το που θα είναι πιο ασφαλής ο καθένας από αυτούς. Μεταφέραμε τα κρεβάτια. Όποιος χρειαζόταν περισσότερο οξυγόνο, τον βγάζαμε και κάναμε μεταφορές με τα κρεβάτια.»
Κάποια στιγμή επιστρέφεις σπίτι σου το βράδυ. Έχοντας βιώσει αυτές τις εικόνες.
«Δεν επανέρχεσαι ουσιαστικά, κοιμάσαι χώρια με τον σύζυγο, τα παιδιά σου δεν τα αγκαλιάζεις, προσπαθείς να είσαι πάντα σε απόσταση, οπότε δεν υπάρχει κανονικότητα. Ήμασταν φαντάσματα. Φεύγαμε κάθε φορά μία, μιάμιση ώρα αργότερα. Δεν φεύγαμε ποτέ στην ώρα μας, γιατί δεν μπορούσες να φύγεις στην ώρα σου. Στο σπίτι ήμασταν φαντάσματα. Απλώς υπήρχαμε. Ξάπλωνα στον καναπέ και δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ να κάνω τα στοιχειώδη. Δεν επανέρχεσαι γιατί δεν προλαβαίνεις κιόλας. Μέχρι να γυρίσεις, την άλλη μέρα πρέπει να ξανά έρθεις. Σαν να είναι η αυτή η κανονικότητα, στο νοσοκομείο, και το σπίτι είναι το διάλειμμα. Εμένα κόλλησε ο σύζυγος, πιο βαριά από εμένα και φοβήθηκα ότι θα τον χάσω. Φοβήθηκα πάρα πολύ. Παρακαλούσαμε να ξημερώσει η μέρα για να τη βγάλουμε τη νύχτα. Νομίζω ότι όλο αυτό το στρες μάς κατέβαλε και αρρωστήσαμε και εμείς. Τελικά μόνο έτσι μπορούσες να ξεκουραστείς αν αρρώσταινες.»
Τη μάχη βέβαια δεν την δίνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο.
‘’Μέσα στο Δεκέμβρη έκανα 11 εφημερίες, οι οποίες όλες, στις πτέρυγες Covid, ήταν 24ωρες. Ντυμένος, ξεντυνόσουν μόνο για να πας στην τουαλέτα ή για να κοιμηθείς και όχι πάντα, και τσιτωμένος όσο δεν πάει. Διότι είχες ανθρώπους και πιο μεγάλους αλλά και μεσήλικες, δηλαδή 40-50 χρονών, τους οποίους τους έβλεπες από την πρώτη στιγμή ότι ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Και έπρεπε να παλέψεις εσύ, για να τους αερίσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε πρωτόγνωρα χωράφια, γιατί δεν είχαμε εμπειρία εμείς, ούτε πνευμονολόγοι ήμασταν, ούτε εντατικολόγοι. Έπρεπε λοιπόν, μέσα σε μία εβδομάδα περίπου, από την πρώτη εφημερία, να μάθεις και θεωρητικά τι να κάνεις, να αποκτάς ταυτόχρονα και πρακτική εμπειρία, εφαρμόζοντάς τα σε κόσμο και να είσαι και συνέχεια από δίπλα τους. Το χαρακτηριστικό αυτών των ασθενών ήταν ότι έπρεπε να είσαι κάθε δέκα λεπτά από πάνω τους, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να επιδεινωθούν. Οπότε, έπρεπε να βρεις την κατάλληλη στιγμή και να αλλάξεις το μοντέλο αερισμού τους ή για να πεις πλέον δεν πάει άλλο και είναι για διασωλήνωση. Αυτό, σε μένα, είχε σαν αποτέλεσμα όλο αυτό το διάστημα και μέχρι τώρα να τη βγάζω με δύο ώρες ύπνου την ημέρα. Δεν είχα ύπνο, είχα μια τρομερή ενέργεια και την έχω ακόμα, χωρίς καφέδες και άλλα, αλλά όλο αυτό το πράγμα με άφησε πάρα πολύ τσιτωμένο. Σχεδόν μέρα παρά μέρα μπορεί να εφημέρευα. Δηλαδή, μέχρι να ξεκουραστείς, να κάνεις μπάνιο, να καθαριστείς, να αποστειρωθείς, μετά ξανά. Και όλο αυτό φυσικά ισχύει και για τους γιατρούς και για το προσωπικό. Αναγκαστικά, πάντα ο κλήρος έπεφτε περισσότερο σε κάποιους, γιατί πολλοί από το προσωπικό φοβόντουσαν κιόλας. Φρόντιζαν τον εαυτό τους, να μην εκτεθούν και μετά τους ασθενείς.
Τη μισή μέρα εφημερεύαμε και βλέπαμε τους ασθενείς και την άλλη μισή διαβάζαμε για να μάθουμε μοντέλα αερισμού. Τα οποία ήταν και καινούρια.
Το άλλο πράγμα, που μου έμεινε εμένα από αυτή την ιστορία, είναι το πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει κάποιος, ο οποίος υποτίθεται μπορεί να είναι γιατρός, σε μία περίοδο πολέμου για τον ιατρικό κόσμο. Πόσους τρόπους βρήκανε για να λουφάρουνε. Ήταν λυπηρό για κάποιους που τους θεωρούσα καλούς, αναμενόμενο αλλά εξοργιστικό για κάποιους, οι οποίοι όχι μόνο το έκαναν, αλλά υπερέβαλαν για αυτό και στις δημόσιες σχέσεις, ενώ μέχρι και φοβόντουσαν να μπουν μέσα στην πτέρυγα για να μην μολυνθούν. Αλλά όταν ερχόντουσαν τα κανάλια, εκείνοι ήταν πρώτοι και καλύτεροι για δηλώσεις.»
Ο δύσκολος ρόλος τους ήταν και ο ψυχολογικός απέναντι στους βαρέως πάσχοντες.
‘’Είναι η στιγμή που όλοι ξέρανε ότι δεν θα βγουν από το νοσοκομείο. Αποχαιρετούσαν εμάς. Στο τηλέφωνο πολλές φορές, λόγω της μεγάλης ροής του οξυγόνο δεν μπορούσαν να μιλήσουν, οπότε, αναγκαζόταν ο γιατρός και έπαιρνε το ρόλο του ασθενούς ότι θα είναι καλά, ότι θα πάει εκεί και ότι θα τον φροντίσουν. Είχε και μία διαδικασία, να ετοιμαστούν για την εντατική. Έπρεπε να ξεντυθείς όχι μόνο τα ρούχα αλλά και την ψυχή. Και φυσικά, το να το λες σε έναν ηλικιωμένο που έχει ζήσει τη ζωή του, η αντίδρασή του ήταν διαφορετική. Όταν το λες σε έναν νέο, εκεί τον ξεντύνεις τελείως. Εκεί τον ξεγυμνώνεις. Ενημερώνονται για να μπουν στην εντατική από τους γιατρούς. Πρέπει να μαζέψεις τα πράγματα του για να τα δώσεις και στους συγγενείς. Βγάλε τη βέρα σου, βγάλε το σταυρό σου. Αυτή η διαδικασία για μένα είναι σοκαριστική και μου θύμισε αυτά που κάνουμε στον νεκρό. Που τον ξεγυμνώνεις και του φοράς την πράσινη στολή, και σου παραδίδει ό,τι πολύτιμο έχει, είναι πραγματικά σαν να πηγαίνεις σε σφαγή. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν θέλαν να τηλεφωνήσουν στους δικούς τους και τους παρότρυνα να καλέσουν, γιατί μπορεί να ήταν και τα τελευταία τους λόγια. Στις μεγαλύτερες ηλικίες 80 και πάνω, υπήρχαν εκείνοι που σου έλεγαν όχι, πίστευαν ότι αισθάνονται καλά και δεν θέλαν να μπουν στην εντατική. Εκεί έπρεπε να πεις πολλά ψέματα, όπως ότι είναι ένας ύπνος, ίσα ίσα για να ξεκουραστείς και σε μία εβδομάδα θα είσαι εδώ πάλι πίσω. Υπήρχαν λοιπόν άνθρωποι, που μας παρακαλούσαν να μην μπουν. Αλλά και άλλοι που αρνιόταν να μπουν. Χθες παρέλαβα μία άρρωστη γιαγιά, η οποία διασωληνώθηκε στη Δ’ πτέρυγα και υπολογίσαμε ότι είναι στη μονάδα 70 ημέρες. Κοντά 2,5 μήνες. Αυτή τη γυναίκα δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Θυμάμαι, στα μέσα του Δεκέμβρη, είχε έρθει μία 82χρονη, η οποία παλιά ήταν νοσηλεύτρια της καρδιοχειρουργικής μονάδας εντατικής του ΑΧΕΠΑ και ήξερε τη δουλειά. Δίπλα ήταν ο σύζυγός της, 82 και αυτός. Εκείνος ήταν μέτριος και τον αφήναμε να πηγαίνει να την βλέπει. Και αφού το παλέψαμε με τα μηχανήματα, της είπαμε ότι θα πρέπει να διασωληνωθεί. Εκείνη το ήξερε. Πήγε ο σύζυγος να την φιλήσει. Ήταν το μοναδικό περιστατικό που κλείστηκα στο γραφείο, άφησα άλλους να πάνε γιατί δεν μπόρεσα να είμαι παρούσα, δεν μπορούσα να το αντέξω όλο αυτό. Ήταν οι μόνοι άρρωστοι που δεν συνόδευσα. Την επόμενη μέρα, πήγα να δω τον σύζυγο και εκείνος βρισκόταν σε μία άρνηση. Τον εξέτασα και κάτι δεν μου άρεσε στις σφίξεις του. Του έβγαλα καρδιογράφημα και είδα ότι είχε πάθει έμφραγμα. Το έπαθε χωρίς πόνο. Μου έλεγε δεν θέλω, άσε με. Ράγισε η καρδιά του. Η γυναίκα του πέθανε μετά από κάποιες μέρες. Εκείνος επιβίωσε, βγήκε και όταν πήγε σπίτι έμαθε για την γυναίκα του μετά από κάποιες μέρες.»
Τι τους έμαθε αυτή η μεγάλη περιπέτεια;
«Το ότι μπορούμε. Ένα άλλο που μάθαμε είναι η επιβεβαίωση που πήραμε ότι η ψυχική ανθεκτικότητα των ανθρώπων είναι ισχυρή. Βλέπεις ποιοι αντέχουν και ποιοι έχουν καλή ψυχική ανθεκτικότητα από τη μία και από την άλλη, μαθαίνεις ότι δεν είναι δεδομένα τα πράγματα και χρειάζεται να προσαρμόζεσαι. Το πιο σημαντικό είναι αυτό, το να μπορείς να προσαρμοστείς και να λειτουργείς σωστά. Οι σκληρές καταστάσεις ενοποιούν τους ανθρώπους. Δηλαδή, τώρα αγαπιόμαστε πιο πολύ, ειδικά σε τέτοιες ακραίες συνθήκες που δοκιμαστήκαμε. Από τη συνεργασία σου μετά, με τους συναδέλφους σου, αποκτάς πολύ ισχυρή συναισθηματική συνείδηση. Σε ενώνει για πάντα. Οι “βρώμικοι” μέσα στο Ιπποκράτειο αγαπηθήκαμε, ό,τι και αν σημαίνει αυτό.»