Κοινωνία του sms

Μέσα στο 2020 ζούμε την πιο εμβληματική περίπτωση αναμόχλευσης του ερωτήματος «τι είναι η κοινωνία»

Parallaxi
κοινωνία-του-sms-700663
Parallaxi
Πηγή: unsplash

Λέξεις: Θοδωρής Ρακόπουλος

Το ερώτημα που μού έθεσε το καλό περιοδικό της Parallaxi ήταν «με αφορμή την κατάσταση με τα sms, τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να μην θέλουν να μείνουν στο σπίτι τους – η ανάγκη για έξοδο και επαφή ή ότι δεν αντέχουν στο χώρο τους». Ερώτημα που θυμίζει, αρχικά, την φιλοσοφική ρήση του Πασκάλ ότι όλα τα προβλήματα του ανθρώπου έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καθίσουμε ήρεμοι στο δωμάτιό μας. Αντί όμως για φιλοσοφικές σκέψεις, ας μου επιτραπεί μια επίσκεψη του ερωτήματος με τον όρο «κοινωνία» στο κέντρο.

 Αυτό που λέμε «κοινωνία» δεν είναι κάτι το αυτονόητο ή το προφανές. Ο 20ος αιώνας ξεκινά με έναν κοινωνιολόγο, τον Ντυρκέμ, που ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα πράγμα, μεγαλύτερο και συνεκτικότερο από όλους εμάς ξεχωριστά σαν άτομα, το οποίο ζει μέσα μας και μας συνέχει. Αυτός ο οργανισμός που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των ατόμων του, είναι η «κοινωνία». Ο ίδιος αιώνας, που μας άφησε χρόνους μόλις είκοσι χρόνια πριν και ήδη μοιάζει σχεδόν αρχαίος, κλείνει με έναν άλλον κοινωνιολόγο, τον Λατούρ, που προσπαθεί να δείξει πως η κοινωνία δεν «υπάρχει» αφεαυτή αλλά είναι αποτέλεσμα κατασκευής – αυτό που ονομάζουμε κοινωνιολογική φαντασία. 

Ανάμεσα στους δύο αναλυτές, ο 20ος αιώνας γνωρίζει πολλές μορφές αντίληψης του τι είναι αυτό που λέμε κοινωνία – ορισμένες από αυτές σήμερα τις ονομάζουμε «ολοκληρωτικές». Η πιο προφανής μορφή ολοκληρωτισμού εξύψωσε την κοινωνία πάνω από το άτομο και την ταύτισε με το κράτος – ο αιώνας βρίθει περιπτώσεων όπου η εξουσία οργάνωσε τις ζωές των ατόμων με τρόπο τέτοιο που να εξαρτάται απολύτως από την βούληση του Κράτους, το οποίο υποτίθεται πως «ήταν» η μετουσίωση της κοινωνίας. 

Μέσα στο 2020 ζούμε την πιο εμβληματική περίπτωση αναμόχλευσης του ερωτήματος «τι είναι η κοινωνία», αλλά και μια παράδοξη, δυστοπική ανάδειξη ορισμένων πτυχών ενός τρόπου διαχείρισής της από το κράτος που φέρνει το κοινωνικό σώμα σε αμηχανία. Στην ελληνική περίπτωση ζούμε εδώ και εννέα πλέον μήνες, μια από τα πάνω διαχείριση της πανδημίας που παίζει επιτραπέζια αντισφαίριση (κοινώς: πινγκ-πονγκ) με τις υπομονές, την αντίληψη, ακόμα και την αυτοκατανόηση του κοινωνικού. 

Η διαχείριση της πανδημίας έως τώρα είχε έναν δραματικό πρώτο εγκλεισμό που η κοινωνία αντιμετώπισε με αξιοθαύμαστη υπομονή, μια περίοδο «χάριτος» ένεκα κυρίως της τουριστικής βιομηχανίας που η κοινωνία δέχτηκε με σχετική ανακούφιση, και πλέον μια δεύτερη περίοδο εγκλεισμού με όρους σκληρότερους κι από την πρώτη – και την οποία το κοινωνικό σώμα αντιμετωπίζει καταπώς φαίνεται με αμφιθυμία. Οι όροι αυτής της αμφιθυμίας ορίστηκαν ακριβώς από την τραγικά αποτυχημένη κυβερνητική διαχείριση. Η τελευταία περιλάμβανε απίστευτες παλινωδίες και αντιφάσεις, που διέρρηξαν την εμπιστοσύνη του κόσμου στο κράτος (και τον εκκωφαντικό εσμό από MME που φωνασκούν πατερναλιστικά για την «ευθυγράμμιση»). Ας αναφέρω μερικές παλινωδίες: στα μέσα μεταφοράς ο ιός δεν μεταδίδεται/στα θέατρα μεταδίδεται˙ η μάσκα δεν προσφέρει κάτι (Απρίλιος)/η μάσκα χρειάζεται κι όταν κανείς περπατάει μόνος του (Οκτώβριος)˙ χρειαζόμαστε τεστ παντού/δεν μπορούμε να κάνουμε μαζικά τεστ˙ οι εκκλησίες ας προσέχουν/η διασπορά του ιού μέσω της θείας κοινωνίας ας συνεχίζεται. Και μερικές αντιφάσεις: οι πλατείες είναι επικίνδυνες για την υγεία (ενώ η πλειοψηφία των ιχνηλατημένων περιστατικών προήλθαν από κλειστούς χώρους)˙ το Σύνταγμα παραμένει αλώβητο (ενώ βασικές του διατάξεις τίθενται σε αναστολή)˙ χρειαζόμαστε ΜΕΘ (αλλά δεν τις φτιάχνουμε)˙ ας επιτάξουμε ιδιωτικές κλινικές (αλλά με τους δικούς τους όρους).

Αυτή η αμφιθυμία των πολιτών οργανώνει (με τον φόβο της πανδημίας πανθομολογούμενο, πλην ελάχιστων αρνητών) την ορμή τους να βγουν στο δρόμο: εδώ στη Θεσσαλονίκη, η Νέα Παραλία είναι ως νωρίς το βράδυ γεμάτη με κόσμο που χωρίς εξαίρεση τηρεί αποστάσεις και φέρει μάσκα. Είναι η ανάγκη του να ζήσει (σ)το κοινωνικό που ωθεί τον κόσμο να βγει από το σπίτι του και να κοινωνικοποιηθεί, παρά την πλήρη ανασφάλεια δικαίου που έχει επιφέρει το πολύ οριακό και σχεδόν γραφικό σύστημα με τα sms στην μετακίνηση των πολιτών. H κοινωνία καταλαβαίνει ότι η βούληση του κράτους δεν την ξεπερνά – και αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. 

Ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο του Όσλο

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα