Featured

Κουνουπόκοσμος

Μια ιστορία που θα μπορούσε να αφορά την κλιματική αλλαγή

Χρήστος Ωραιόπουλος
κουνουπόκοσμος-707589
Χρήστος Ωραιόπουλος

Διαβάζουμε. Σε μια στιγμή και των δύο μας τα μάτια πέφτουν σε ένα κουνούπι στον τοίχο. Ιανουάριος στο κέντρο της πόλης. Πόσο λάθος έχουν πάει τα πράγματα; Ίσως τα κουνούπια είναι ένας πληθυσμός που έχει αναπτύξει ανοσία.

Πρώτα στα πάσης φύσεως αντικουνουπικά σπρέι, τις κρέμες, τις ταμπλέτες, τα φιδάκια, τον καιόμενο καφέ. Αλλά αυτά υπάρχουν το καλοκαίρι. Αντικουνουπικά για το χειμώνα ούτε ψάξαμε ούτε και πήραμε. Είχαμε τον καιρό ως τέτοιο. Άλλωστε δεν παίζει να τα έχουν και τα σούπερ μάρκετ στα ράφια τώρα. Έπειτα ανέπτυξαν αντισώματα και στο κρύο. Ή μήπως αυτή η σταδιακή αλλαγή, η αύξηση της θερμοκρασίας χρόνο με το χρόνο, χειμώνα με το χειμώνα τα έπλασε έτσι; Πλέον ο κόσμος των κουνουπιών κέρδισε την ανοσία της αγέλης, θρηνώντας πολλά θύματα με μια συνταγή που στους ανθρώπους είναι σκέτη αποτυχία.

Αλήθεια τι ποσοστό θνητότητας έχει στα κουνούπια η χρήση των αντικουνουπικών και η ζωή στο κρύο; Σταθμίζουν συνειδητά την ανάγκη επιβίωσης τους με το ρίσκο να τα σκοτώσουν οι δυνάμει τροφοδοτικές τους πηγές; Και αλήθεια πόσα χρόνια πήρε και πόσους τόνους κλιματικής αλλαγής για να αντέχουν και να συνεχίζουν να ζουν και το Γενάρη;

Για κάποιο περίεργο λόγο δεν ανακαλύπτουμε τσίμπημα πάνω μας, ούτε αισθανόμαστε φαγούρα, ούτε τον ενοχλητικό τους ήχο στα αυτιά. Πάγωσε το αίμα που μπορούσαν να φάνε; Χειμώνιασε, η ζωή περιορίστηκε, σαν το αίμα να έπηξε εντός μας.

Άλλοι πάλι λένε ότι αυτά τα μεταλλαγμένα κουνούπια τούς έχουν κάνει τη ζωή δύσκολη και τον ύπνο ακόμη δυσκολότερο.

Συσκεφτόμαστε αν πρέπει να το σκοτώσουμε. Αν η αποφυγή της ενδεχόμενης ενόχλησης τη νύχτα στο κρεβάτι υπερνικά έναν λεκέ στον τοίχο κι όλη τη μανούρα για να καθαριστεί. Μπορώ να το σκοτώσω κάνοντάς το χαλκομανία ανάμεσα στα χέρια μου και όχι κολλώντας δυνατά τη μία μου παλάμη στο σημείο που στέκεται, λερώνοντας έτσι τον τοίχο.

Σηκώνομαι, πλησιάζω τα χέρια μου, ζυγίζω τη θέση και το ενδεχόμενο πέταγμά του. Όλο τώρα γίνονται σε κλάσματα δευτερόλεπτου και τα παρουσιάζω σε αργή κίνηση. Ξεκινάω να ενώνω τα χέρια μου με δύο ταυτόχρονες απότομες κινήσεις. Από τα δύο διαφορετικά σημεία εκκίνησης τους προς το κλείσιμο δημιουργείται μια αναταραχή στον αέρα και την ατμόσφαιρας γύρω του που ενστικτωδώς το κάνει να σηκώνει τα πόδια του και να κουνάει τα φτερά του για να πετάξει. Όμως τότε είναι που η απόσταση ανάμεσα στα δύο μου χέρια είναι ελάχιστη, τόση που δεν του επιτρέπει να πετάξει παραπάνω. Με μαθηματική ακρίβεια θα κολλήσει στο μεγάλο, συγκριτικά με το δικό του, μέγεθος των χεριών μου. Έτσι και γίνεται. Οι δύο μου παλάμες το βρίσκουν από τα δύο του άκρα και ξεκινάνε να το πιέζουν η μία με την άλλη. Όλο και μικραίνει η απόστασή τους μικραίνοντας μαζί και το μέγεθος του κουνουπιού. Ενώνονται και το κουνούπι συνθλίβεται ανάμεσα. Γίνεται χαλκομανία. Ένα σώμα με το πάχος της κολλάς Α4. Φρικτό. Πώς θα ήτανε άραγε να το παθαίνανε αυτό οι άνθρωποι; Γίνεται άραγε στα αλήθεια να συμβεί με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο πάχος, αυτό της κολλάς Α4;

Έχει κολλήσει στη μία παλάμη μου λίγο κάτω από τον αντίχειρα, όχι στο κέντρο. Έκανε καλή προσπάθεια να σωθεί, να γλιτώσει. Δεν έχει βγάλει αίμα, ούτε λίγο. Μόνο μία μαύρη μικρή σταμπίτσα υπάρχει λίγο κάτω από τον αντίχειρα μου. Δεν χαιρόμαστε με την εξολόθρευση αυτή. Δεν προκαλεί την ίδια χαρά με το καλοκαίρι, αν και αυτό μοιάζει αντιφατικό. Το καλοκαίρι θα ήταν ένα από τα χιλιάδες, ενώ τώρα είναι ένα. Άντε να υπάρχουν και άλλα δυο. Με απλά μαθηματικά, το ποσοστό της επιτυχίας αυτής θα έπρεπε να μας χαροποιεί.

Πηγαίνω στο μπάνιο με το κουνούπι κολλημένο στην παλάμη μου. Αν και το άλλο μου χέρι είναι ελεύθερο πατάω το διακόπτη με τον αγκώνα. Αυτά τα ανθρώπινα παράλογα, που κάνουμε όταν δεν μας βλέπουν. Ανοίγω τη βρύση και το κουνούπι ξεκολλάει από χέρι και πέφτει Αρχίζει να στριφογυρίζει μαζί με τη δίνη, την υγρή ρουφήχτρα, διαγράφοντας μια μαύρη πορεία μέσα στο διάφανο χρώμα του νερού και το λευκό του νιπτήρα, ώσπου καταλήγει σε μια από τις τρύπες, για να χαθεί στους σωλήνες και να πάει σε έναν άλλο κόσμο. Τον κόσμο των υπονόμων. Εκεί που το νερό δεν είναι διάφανο, αλλά μπερδεμένο με όλες τις βρωμιές της πόλης και των ανθρώπων. Αυτές που μάλλον φταίνε για τη χειμωνιάτικη ζωή του και τον πολτοποιημένο του θάνατο.

Αν και το ίδιο κατέληξε εκεί ως βρωμιά, διατηρεί στο μυαλό μου μια αυτοτέλεια. Σαν ήρωας διηγήματος, που οδηγείται κάπου που θα είναι άσχημα, πολύ άσχημα και τον συμμερίζομαι

Το κλίμα που του επέτρεψε να ζήσει πολύ παραπάνω από όσο πίστευε, ίσως του δώσει την ευκαιρία να συναντήσει κι άλλα νεκρά κουνούπια, μέσα στους υπονόμους της πόλης, που θα καταστούν υγρά νεκροταφεία για πολλά σώματα στο πάχος μιας κολλάς Α4.

Εκει μαζί με τα κουνούπια πρέπει να πηγαίνουν και οι σκέψεις των ανθρώπων όταν ξεχνιούνται, έπειτα από μάταιες απόπειρες να ανασυρθούν στη μνήμη. Ακολουθούν την ίδια πορεία, καθώς πέφτουν στο νιπτήρα μετά το πλύσιμο του προσώπου και ξεχνιούνται, αλλά δεν λαμβάνουν το ίδιο πάχος του χαρτιού, αν και πολύ θα ήθελαν.

Είναι το κλίμα και ο καιρός που φταίνε όχι τα κουνούπια και οι σκέψεις.

Πλένω τα χέρια μου με σαπούνι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα