Κυριακή βράδυ, κι εγώ φοβάμαι.
Φοβάμαι γιατί βλέπω την κόπωση. Φοβάμαι γιατί βλέπω την απόγνωση. Μα κυρίως φοβάμαι γιατί βλέπω τις λογικές φωνές να λιγοστεύουν και να σιωπούν.
Λέξεις: Παναγιώτης Μπαρδάκης
Πάντα τα βράδια των Κυριακών έχουν κάτι το βαρύ.
Δεν προλαβαίνει να χαθεί ο ήλιος και μαζί με το σκοτάδι έρχονται τα σχέδια, το πρόγραμμα των υποχρεώσεων, το άγχος, τα αχ και τα ουφ των καθημερινών να φορτωθούν βιαστικά βιαστικά στην πλάτη.
Κυριακή βράδυ, και πλέον δεν ‘σκάζω’ που αύριο είναι Δευτέρα. Φοβάμαι. Και πλέον φοβάμαι για κάθε μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Φοβάμαι γιατί βλέπω την κόπωση. Φοβάμαι γιατί βλέπω την απόγνωση. Μα κυρίως φοβάμαι γιατί βλέπω τις λογικές φωνές να λιγοστεύουν και να σιωπούν.
«Τις πταίει;» Για τα όνειρα των ανθρώπων που χάνονται. Για τους ανθρώπους που χωρίζονται . Για τις ζωές που δεν γυρίζουν.
Κυριακή βράδυ, κι εγώ κι εσύ, καθόμαστε σ’ ένα καναπέ κι ο κόσμος σε παύση. Μας έμαθαν να τρέχουμε για να τον προλάβουμε. Και κοίτα τι ειρωνεία. Ζούμε σε μια εποχή που ζητάς άδεια για να περπατήσεις.
Πριν προλάβεις να φυτεύσεις οποιαδήποτε αμφιβολία στο νου σου, σκέψου όχι τι μας αξίζει, αλλά τι δεν μας αξίζει. Και σίγουρα δεν μας αξίζει αυτό που περνάμε. Όπως δεν μας άξιζαν τόσα και τόσα βάρη. Είναι η στιγμή όμως που πρέπει να σώσουμε τα βασικά.
Κανένας μόνος. Κανένας αβοήθητος. Κανένας χωρίς ελπίδα. Άλλωστε γι’ αυτό δεν προσπαθούμε;
Κι αν δεν βλέπεις να πιάνει τόπο ο κόπος σου, δεν έχουν πρόβλημα τα μάτια σου, μήτε είναι γιατί δεν προσπάθησες πολύ ή κατάλαβες κάτι λάθος.
Είναι γιατί ο κόσμος τούτος, φοβάται το κακό μόνο όταν του χτυπάει την πόρτα. Και ξέρεις, οι πόρτες οι δικές μας, δεν είναι σαν τον πολύ γνωστών που ζουν σαν άγνωστοι. Έχουν τα κουδούνια φόρα παρτίδα στη δημοσία.
Αν απορείς πως γίνεται και δεν φοβούνται, θα σου πω, Κυριακή που είναι, να διαβάσεις του μακαρισμούς. Εκεί την πάτησαν. Κι αυτοί. Κι εμείς.