Έχουν περάσει λίγες μόλις μέρες από τη δήλωση του Πρωθυπουργού:
Η Ελλάδα είναι μία χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής. Αν μπορεί να προσφέρει καλή εργασία και καλές απολαβές, για κάποιον ο οποίος είναι Έλληνας η επιστροφή είναι περίπου μονόδρομος και αυτό είναι κάτι που αρχίζουμε και το βλέπουμε να γίνεται».
Μπορεί η κυβέρνηση να επαίρεται για τις θετικές προβλέψεις της Κομισιόν που βλέπουν αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ και να θριαμβολογεί για ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις και σημαντική ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά αυτό που επικρατεί στην πραγματική οικονομία και στην καθημερινότητα των πολιτών, με την δυσβάσταχτη ακρίβεια, την στασιμότητα στις επενδύσεις και τους υψηλούς δείκτες της ανεργίας, απέχει μακράν από τις θριαμβολογίες και την εικόνα που προβάλει το οικονομικό επιτελείο του Μαξίμου.
Πράγματι οι χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν για την Ελλάδα είναι θετικές για την ελληνική οικονομία και περιγράφουν μία σχεδόν “ειδυλλιακή” πορεία για τα επόμενα χρόνια, με ανάπτυξη 8,5% για το 2021, 4,9% το 2022 και 3,5% για το 2023. Η Κομισίον επίσης «βλέπει» ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις, ανάκαμψη των τουριστικών εισροών και της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και τόνωση των επενδύσεων, υποστηριζόμενες από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ωστόσο η Κομισιόν, δεν παραβλέπει την αστάθεια της ελληνικής οικονομίας, και παρότι προσπαθεί να τείνει χέρι βοήθειας στην ελληνική κυβέρνηση, σπεύδει να επισημάνει και τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, αποφεύγοντας όμως να αναδείξει με ηχηρό τρόπο τυχόν υστερήσεις και στρεβλώσεις. Οι εκτιμήσεις της όμως για τον πληθωρισμό και την ακρίβεια δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές: προβλέπει πληθωρισμό 3,1% το 2022, και παρότι εκτιμά μείωση στο 1,1% το 2023, προειδοποιεί ότι καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια θα κορυφωθούν το πρώτο τρίμηνο του 2022 και θα υποχωρήσουν αργότερα, ενώ δεν διακρίνει «μισθολογικές πιέσεις», λόγω της μεγάλης ακόμη χαλάρωσης στην αγορά εργασίας.
Η Κομισιόν όμως δεν παραλείπει να επισημάνει ότι οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις της παραμένουν αυξημένοι, καθώς η εξέλιξη της πανδημίας αποτελεί πηγή αβεβαιότητας, ιδιαίτερα για τις αφίξεις τουριστών. Και αυτό επιβεβαιώνεται από τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, τα οποία βλέπουν ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 2022, θα έχει “ξεφύγει” στο 5,5%!
Αυτό το γεγονός, από μόνο του, εξηγεί και το ράλι ανατιμήσεων που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα του τελευταίους μήνες. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός με βάση τον Εθνικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος είθισται να είναι υψηλότερος από τον εναρμονισμένο δείκτη της Eurostat, θα ανακοινωθεί στις 15 Φεβρουαρίου και αναμένεται να σημειώσει νέο ρεκόρ.
ΣΒΕ: Αυξήσεις στο κόστος παραγωγής έφερε η άνοδος τιμών ενέργειας
Μπορεί η Κομισιόν να θεωρεί ότι με τις προβλέψεις της, ενδεχομένως να βοηθά την προσπάθεια της χώρας να ανακάμψει από την οικονομική κρίση, που επιδεινώνει η υγειονομική κρίση, αλλά σημαντικοί παράγοντες της αγοράς δεν είναι τόσο αισιόδοξοι και κρατούν μικρό καλάθι και μάλιστα δείχνουν ιδιαίτερα προβληματισμένοι από την αύξηση των τιμών, ιδίως στην ενέργεια και στα καύσιμα.
Επί παραδείγματι ο Σύνδεσμός Βιομηχανιών Ελλάδας (ΣΒΕ), εκτιμά ότι η χρονιά που διανύουμε δεν θα είναι ούτε ευχάριστη, ούτε εύκολη για τις ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Σε έρευνα γνώμης που διεξήχθη στο διάστημα 25/1 έως 7/2/2022, σε δείγμα 142 μεταποιητικών επιχειρήσεων, διαπιστώθηκε ότι στο κόστος παραγωγής καταγράφονται αυξήσεις που κυμαίνονται από 20% έως και 40%, λόγω των αυξήσεων στις τιμές των πρώτων υλών, στο κόστος μεταφοράς προϊόντων και στις ανατιμήσεις στα ενεργειακά τιμολόγια.
Αναγκαστικά οι περισσότερες, 6/10 επιχειρήσεις, έχουν ήδη μετακυλήσει το κόστος παραγωγής στις τιμές των προϊόντων και στην κατανάλωση, εκτιμώντας πως το κόστος παραγωγής θα παραμείνει υψηλό και ενδεχομένως να αυξηθεί περαιτέρω, γεγονός που θα σημάνει ύφεση της οικονομίας, με μείωση στις πωλήσεις και στους τζίρους και αντίστοιχη πτώση στις εξαγωγές και στα κέρδη.
«Ο κίνδυνος απώλειας σημαντικών αγορών του εξωτερικού, με αρνητικές συνέπειες στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και στη διακράτηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, είναι προφανής» σχολίασε, ο πρόεδρος του ΣΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης, ζητώντας μέτρα ενίσχυσης της εγχώριας παράγωγης με επανεξέταση του «ενεργειακού μείγματος της χώρας».
Διπλάσιες οι αυξήσεις στα τρόφιμα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ
Τις εκτιμήσεις και τους φόβους των Ελλήνων βιομηχάνων επιβεβαιώνει με τη σειρά της και η Eurostat, της οποίας τα στοιχεία για το παρατηρητήριο τιμών τροφίμων που αντλούνται από όλα τα κράτη-μέλη, δείχνουν πως κατά μέσο όρο στην Ελλάδα, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται με διπλάσια σχεδόν ταχύτητα από ότι στην Ευρώπη: η άνοδος του δείκτη τροφίμων στην Ελλάδα φτάνει το 3% τον Οκτώβριο (και στο 3,6% τον Σεπτέμβριο), και στην ευρωζώνη το 1,8% (άνοδος κατά 2,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση που περιλαμβάνει και τα κράτη εκτός ευρώ). Οι ανομοιομορφίες της αύξησης των επιμέρους δεικτών δείχνουν και τις διαφοροποιήσεις στην ελληνική αγορά ή διάφορους άλλους παράγοντες.
Σε κάθε περίπτωση στην Ελλάδα, καταγράφεται μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στο ελαιόλαδο και σε άλλα έλαια και λίπη, στα λαχανικά και στις πατάτες, στα φρούτα αλλά και σε κάποια είδη κρέατος και στα ψάρια.
Ρεκόρ στην τιμή της βενζίνης
Ανάλογα άλματα παρατηρούνται και στις τιμές των καυσίμων, με την τιμή της βενζίνης στην Ελλάδα, να καταγράφει ρεκόρ έχοντας ήδη ξεπεράσει χώρες όπως η Γερμανία, η Ελβετία και άλλες. Η Ελλάδα έχει αυτήν τη στιγμή την τέταρτη ακριβότερη μέση τιμή βενζίνης στην Ευρώπη και την όγδοη στον κόσμο, με τις προβλέψεις για το πότε θα αποκλιμακωθούν οι τιμές να είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες.
Με τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα, η Ελλάδα, στην 8η θέση έχει μπροστά της τις εξής χώρες: Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία, Ισραήλ, Νορβηγία, Ολλανδία και Χονγκ Κονγκ. Πίσω από την Ελλάδα τις δέκα πιο ακριβές χώρες κλείνουν η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και η Σουηδία. «Το επόμενο διάστημα οι αυξητικές τάσεις στις τιμές των καυσίμων θα συνεχιστούν. Πιστεύω ότι μέχρι το καλοκαίρι δεν θα υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών», εκτίμησε, ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων Γιώργος Ασμάτογλου. Σχετικά με το πού θα φτάσει η τιμή της βενζίνης ο κ. Ασμάτογλου εκτίμησε ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα θα αγγίξει τα 2 ευρώ, αλλά στη νησιωτική Ελλάδα και στις αντλίες των απομακρυσμένων περιοχών θα ξεπεράσει κατά πολύ αυτό το όριο.
Πρωταθλήτρια η Ελλάδα και στην τιμή του ρεύματος τον Ιανουάριο
Ανάλογα τα επιτεύγματα της χώρας και στο ενεργειακό, με την Ελλάδα να βιώνει μία βαθιά ενεργειακή κρίση: τον Ιανουάριο είχε το πιο ακριβό ρεύμα της Ευρώπης με 227,3 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Στην μέση τιμή Ιανουαρίου, στη λίστα ακολουθούν η Ιταλία με 224,5 €/MWh, η Ελβετία με 219,36 €/MWh και η Γαλλία με 211,42 €/MWh. μεγαβατώρα.
Το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος πρόκειται να ανακοινώσει την επέκταση των κρατικών επιδοτήσεων και για τον Φεβρουάριο. Δεδομένου ότι η μέση τιμή Ιανουαρίου «έκλεισε» στα 227 ευρώ ανά MWh, χαμηλότερα δηλαδή από τα 235 ευρώ του Δεκεμβρίου, εκτιμάται πως η κρατική επιχορήγηση για τα νοικοκυριά θα είναι ελαφρώς χαμηλότερη από τον Ιανουάριο, αλλά με την ίδια φόρμουλα, δηλαδή κλιμακωτά και μόνο για τις κύριες κατοικίες.
Στο μεταξύ όπως αποδεικνύεται στην πράξη μόνο ένα μικρό μέρος της τεράστιας επιβάρυνσης που έχουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις από την εκτόξευση των τιμών αερίου και ρεύματος είναι ικανή να καλύψει η επιδότηση που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Η επιδότηση είναι ένα κλάσμα της αύξησης που καταγράφεται στην κιλοβατώρα, αλλά κυρίως είναι ότι η ενίσχυση αφορά τις πρώτες 300 κιλοβατώρες κατανάλωσης το μήνα, όταν μια οικογένεια κατά κανόνα καίει πολύ περισσότερο, οπότε οι πάνω από 300 κιλοβατώρες πληρώνονται σε τριπλάσια και τετραπλάσια τιμή, με αποτέλεσμα οι λογαριασμοί να εκτοξεύονται.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη, δε, ότι τόσο το φυσικό αέριο όσο και το πετρέλαιο είναι επίσης σε απλησίαστες τιμές, με αποτέλεσμα πολλοί να αναγκάζονται να κάψουν ρεύμα για τη θέρμανση του σπιτιού τους, οπότε η κατανάλωση αυξάνει ραγδαία.
Την ίδια ώρα οι ανατιμήσεις σε ενέργεια και καύσιμα δημιουργούν ασφυκτική πίεση στις επιχειρήσεις, που δίνουν καθημερινό αγώνα προκειμένου να μην οδηγηθούν σε λουκέτο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις κάτι τέτοιο δεν μπορεί να καταστεί εφικτό υπό το βάρος των οικονομικών βαρών.
Όπως τονίζει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών (ΙΝΚΑ), Γεώργιος Λεχουρίτης, «έχουν ήδη ξεκινήσει τα λουκέτα στις επιχειρήσεις», επισημαίνοντας ότι οι επιχειρήσεις «δεν αντέχουν άλλο, καθώς πέρα από την πανδημία, έχουν να αντιμετωπίσουν και τις αυξήσεις». Χαρακτηριστικά είπε ότι «η αγορά ζει χειρότερες καταστάσεις και από την περίοδο των μνημονίων».
Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ σημείωσε «ίσως πλησιάζοντας το Πάσχα δούμε ένα νέο κύμα αυξήσεων», ενώ ανέφερε ότι «μεσοσταθμικά το μέσο νοικοκυριό έχασε το 2021 το 20-30%, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και το 2022».
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «μια οικογένεια που ξόδευε γύρω στα 300 ευρώ για τρόφιμα, το 2021 ξόδευε 360 ευρώ και το 2022 η επιβάρυνση θα είναι επιπλέον 20%», την ίδια ώρα εξέφρασε την ελπίδα να μην συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός των αυξήσεων.
ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Η ακρίβεια «ροκάνισε» το 13,7% του μέσου μισθού στην Ελλάδα
Την κατάσταση που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά, αποτυπώνει και το Ινστιτούτο Ερευνών της ΓΣΕΕ, που διαπιστώνει ότι το 2021 ήταν χρονιά απωλειών της αγοραστικής δύναμης και μισθολογικών ανισοτήτων
Συγκεκριμένα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση.
Το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού, με δύο ενήλικες και δύο παιδιά, μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Εξίσου μεγάλη είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το γ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών.
Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).
Μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020 μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.
ΔΝΤ: άπνοια και κενό επενδύσεων στην ελληνική οικονομία
Και δεν είναι μόνο οι βιομήχανοι και η ΓΣΕΕ που αμφισβητούν τον ούριο άνεμο που πνέει στα πανιά της ελληνικής οικονομίας, αλλά έρχεται και το ΔΝΤ και διαπιστώνει σχεδόν απόλυτη άπνοια επενδύσεων.
Μάλιστα σε ειδική έκθεση του το ΔΝΤ εξετάζει το επενδυτικό κενό στην ελληνική οικονομία και αναφέρει πως για να αυξήσει τη δυνητική της ανάπτυξη και το βιοτικό της επίπεδο, η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρότερη συσσώρευση κεφαλαίου και αύξηση της παραγωγικότητας. Επίσης το ΔΝΤ θεωρεί ότι οι υψηλότερες επενδύσεις και η βελτίωση της παραγωγικότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικές για μια κοινωνία που γερνάει ενώ διαπιστώνει ότι το ποσοστό επενδύσεων παραμένει πολύ κάτω από το ποσοστό επενδύσεων προ κρίσης και χρεωκοπίας.
Στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ προβλέπεται ότι το πραγματικό ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα θα σταθεροποιηθεί μεταξύ 15% και 17% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, από 11,6% στο τέλος του 2020, σύμφωνα με τον ιστορικό δείκτη κεφαλαιακής παραγωγής της χώρας και αποδίδει αυτή την εκτίμηση στη χρηματοδότηση και στις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του «φιλόδοξου» Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) της Ελλάδος.
Ωστόσο, σημειώνει πως αυτή η επίδοση θα υπολείπεται του επιπέδου των επενδύσεων στην Ελλάδα προ της κρίσης χρέους που ήταν στο 24% του ΑΕΠ, υπογραμμίζοντας πως το επίπεδο επενδύσεων εκείνης της περιόδου συνέβαλε σε ένα μη βιώσιμο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Κατά το ΔΝΤ στο τέλος του 2019 το ποσοστό των επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο, όταν πριν από το 2008, το επενδυτικό ποσοστό της Ελλάδας ήταν σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένο με το αντίστοιχο ποσοστό της Κύπρου, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και κοντά ή πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Eurostat: Η Ελλάδα το 2021 είχε το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη
Την ίδια ώρα που βιομήχανοι, ΔΝΤ και Κομισιόν, ο καθένας με τον τρόπο του, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, η πορεία του ελληνικού χρέους αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας: Η χώρα μας στο τέλος του 2021, είχε το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη, το οποίο σε απόλυτα ποσά σημαίνει 357,3 δισ. ευρώ!
Πιο συγκεκριμένα το ελληνικό υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο τρίτο τρίμηνο του 2021, το οποίο διαμορφώθηκε στο 200,7% του ΑΕΠ έναντι 207,3% στο δεύτερο τρίμηνο και 200% στο τρίτο τρίμηνο του 2020.Στο σύνολο της Ευρωζώνης, το χρέος υποχώρησε στο 97,7% του ΑΕΠ από 98,3% στο δεύτερο τρίμηνο, ενώ ήταν αυξημένο σε σχέση με το 96,6% στο τρίτο τρίμηνο του 2020. Το μεγαλύτερο χρέος, μετά την Ελλάδα, είχαν η Ιταλία (155,3% του ΑΕΠ), η Πορτογαλία (130,5%), η Ισπανία (121,8%) και η Γαλλία (116%), ενώ πάνω από 100% χρέος είχαν και το Βέλγιο και η Κύπρος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, η πορεία του ελληνικού χρέους την περίοδο που πέρασε, δείχνει και τη δυναμική που ανέπτυξε η ελληνική οικονομία: συγκεκριμένα, αυξήθηκε στα 357,3 δισ. ευρώ έναντι 354 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 (μεταβολή 3,3 δισ. ευρώ ) και 337,7 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2020 (μεταβολή 19,6 δισ. ευρώ). Δηλαδή το χρέος την περασμένη χρονιά αντί να μειώνεται αυξάνεται σταθερά χωρίς καμία μεταβολή.
Καταγράφουμε ρεκόρ και στη φτώχεια των νέων
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας κάνει ρεκόρ και στη φτώχεια των νέων ανθρώπων: μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα στην τρίτη θέση.
Το 7% των νέων ηλικίας 15 έως 29 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπισε σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις το 2020, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat. Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ, με 16%, δηλαδή ένας στους έξι νέους 15 έως 29 ετών αντιμετωπίζει σοβαρές υλικές στερήσεις. Σε σύγκριση με το 2019, το ποσοστό αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Όσον αφορά στο ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης στο σύνολο του πληθυσμού της ΕΕ ήταν το ίδιο (7%).
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό νέων που υπέστησαν σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις το 2020 καταγράφηκε στη Ρουμανία (24%), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (21%) και την Ελλάδα (16%). Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό ήταν μικρότερο από 3% σε 11 από τα 26 κράτη μέλη με διαθέσιμα στοιχεία: Λουξεμβούργο, Κροατία, Εσθονία, Φινλανδία, Σλοβενία, Πολωνία, Ολλανδία, Τσεχία, Κύπρος, Σουηδία και Αυστρία.