Μια μέρα στην ομίχλη
Η πόλη ξυπνάει και το μυαλό μου είναι στους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε νοσοκομεία.
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, Εικόνα: Γιώργος Κόγιας
Όπως συνήθως ξύπνησα νωρίς. Άνοιξα τα παντζούρια μου σε ένα τοπίο μέσα στην ομίχλη. Καιρός χειμωνιάτικος αλλά η θερμοκρασία καλή. Κάθισα για αρκετή ώρα και χάζευα τα φώτα του σηματοδότη να αλλάζουν χρώμα και να διαχέονται στο πυκνό λευκό.
Είδα τους εργαζόμενους στο μεγάλο μανάβικο να ξεφορτώνουν ένα φορτηγό με λάχανα. Πολλά λάχανα! Είδα κάποιον που είχε βγάλει βόλτα ένα μεγάλο σκύλο, τον οποίο συγκρατούσε με δυσκολία. Φορούσε αδιάβροχο, αν και δεν έβρεχε. Από δίπλα τους πέρασε και ένας ψηλός, αδύνατος με ξυρισμένο κεφάλι και μεγάλα ακουστικά στα αυτιά, που έκανε το πρωινό του τρέξιμο. Φορούσε κοντό παντελόνι, που άφηνε να φαίνονται τα κοκαλιάρικα πόδια του και μπλουζάκι κοντομάνικο με πολύ φανταχτερά χρώματα, που συνδυάζονταν με τα παπούτσια του.
Η πόλη ξυπνάει και είδα μετά από καιρό ομίχλη και σχεδόν την καλοδέχτηκα σαν παλιά φίλη που είχα καιρό να δω. Την ίδια ομίχλη που προσπαθούσαμε να ξορκίσουμε, τότε που ταξιδεύαμε με αεροπλάνα και οι πρωινές πτήσεις καθυστερούσαν ή ακυρώνονταν. Η πόλη ξυπνάει και το μυαλό μου είναι στους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε νοσοκομεία. Εκεί κανένας δεν κοιμάται πραγματικά. Ακόμα και αν ανήκεις σε αυτούς που έχουν την πολυτέλεια της απομόνωσης σε μονόκλινο δωμάτιο, ξέρεις ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή κάποιος μπορεί να μπει στο δωμάτιο σου.
Τέτοια ώρα, που αρχίζει να χαράζει έξω από το παράθυρο, το φως της μέρας παλεύει με εκείνο το απαίσιο φως που βγάζει ο κρυφός φωτισμός πάνω από τα κρεβάτια των αρρώστων. Υπάρχει γενική κινητικότητα. Νοσηλεύτριες μπαινοβγαίνουν πολυάσχολες, βιαστικές. Τα δωμάτια καθαρίζονται. Σε λίγη ώρα θα περάσουν και οι γιατροί και θα προσπαθήσεις μέσα από μισόλογα και βλέμματα να καταλάβεις πώς τα πας.
Αυτή την εποχή, την εποχή των μασκοφορεμένων, δεν μπορείς πια εύκολα να ξεχωρίσεις τον χαμογελαστό από τον μουρτζούφλη. Βέβαια είναι τα μάτια. Τα μάτια που μιλάνε. Τα μάτια που σε κοιτάζουν και σου δίνουν θάρρος ή σε βυθίζουν στην απόγνωση και τη μελαγχολία.
Σκέφτομαι αυτόν που ξύπνησε με την χαρά της μιας ακόμα κερδισμένης μέρας. Σκέφτομαι αυτόν που ξύπνησε με το άγχος του αν θα καταφέρει τελικά να νικήσει τον αόρατο εχθρό που κάνει πάρτι μέσα στο κορμί του, καταστρέφοντας ό,τι βρίσκει μπροστά του. Πιθανώς να σκρολάρει στο κινητό του και να διαβάζει ειδήσεις για το εμβόλιο που έρχεται γεμίζοντας ελπίδα την ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα. Μπορεί και να διαβάζει ειδήσεις για την βίλα του Τσίπρα και το μόρο κρος του Μητσοτάκη και να γελάει πικρά, εκτός και αν θέλει να ουρλιάζει και τα πνευμόνια του να μην έχουν αρκετό αέρα για να του χαρίσουν αυτή την μικρή πολυτέλεια της εκτόνωσης.
Μπορεί να διαβάζει για το άνοιγμα της αγοράς και για τον τρόπο με τον οποίο «θα μας αφήσουν» να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα. Να διαβάζει αυτά και να σκέφτεται τη ματαιότητα των πραγμάτων που συνειδητοποιείς μόνο αν βρεθείς σε ένα κρεβάτι, συνδεδεμένος με ένα μόνιτορ να παλεύεις, χωρίς πολλά μέσα, για την επιβίωση σου.
Αν έχει ζήσει, όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, που πλέον θεωρείται «ομάδα υψηλού κινδύνου», εποχές με γκλαμουράτα Χριστούγεννα. Με σχέδια για ρεβεγιόν σε προορισμούς της μόδας. Με ρεπορτάζ για τα «δέκα δώρα για κείνον που τα έχει όλα». Με φωτογραφίες Χριστουγεννιάτικων δέντρων κρεμασμένων ανάποδα από το ταβάνι για να δώσουν διέξοδο στην μάταια μέχρι βλακείας προσπάθεια για πρωτοτυπία των χορτασμένων. Με «προτάσεις για την πιο λαμπερή νύχτα του χρόνου». Αν τα έχει ζήσει όλα αυτά, τότε μπορεί να νιώθει και ξαλαφρωμένος που τώρα το μόνο που θέλει είναι λίγο περισσότερο αέρα στα πνευμόνια του και να βγει από εκεί μέσα περπατώντας για να περάσει τις γιορτές με αυτούς που αγαπάει και ας φάνε όλοι μαζί παρέα ένα πιτόγυρο στο πάρκο φορώντας τζιν και σκουφιά για το κρύο.
Στην πρώτη καραντίνα, διαβάζαμε άρθρα για το πώς θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι μετά από αυτή τη δοκιμασία. Είναι σαφές ότι αποτύχαμε και σε αυτό. Στη δεύτερη, που είδαμε να αρρωσταίνει ή να χάνεται ο αδελφός, ο φίλος, ο γείτονας, ένας άνθρωπος με πρόσωπο και ονοματεπώνυμο και όχι απλώς ένας αριθμός στατιστικής, ίσως να έχουμε την ελπίδα να επανεξετάσουμε τη ζωή μας θέτοντας νέες προτεραιότητες. Τουλάχιστον μέχρι να ξαναμπούμε στην καθημερινότητα μας, γιατί η ζωή πάντα έχει τον τρόπο να βρίσκει τον ρυθμός της ακόμα και αν έχει χάσει μεγάλο κομμάτι από τον αριθμό της.