Μήπως είμαι κι εγώ «οπισθοδρομικός, κατ’ επάγγελμα ευαίσθητος»;
Τις τελευταίες εβδομάδες με κατέλαβε προς στιγμήν μια κρίση ταυτότητας. Από τη μια ο πολυμαθής Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών που δεν είδε τη σύγχρονη Πομπηία στη Βενιζέλου (πέραν του οξύμωρου του σχήματος «σύγχρονη Πομπηία»). Από την άλλη η Υπουργός Πολιτισμού, ως εκσυγχρονιστικός οδοστρωτήρας, που εμμέσως πλην σαφώς χαρακτήρισε οπισθοδρομικούς τους υποστηρικτές της in situ διατήρησης […]
Τις τελευταίες εβδομάδες με κατέλαβε προς στιγμήν μια κρίση ταυτότητας. Από τη μια ο πολυμαθής Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών που δεν είδε τη σύγχρονη Πομπηία στη Βενιζέλου (πέραν του οξύμωρου του σχήματος «σύγχρονη Πομπηία»). Από την άλλη η Υπουργός Πολιτισμού, ως εκσυγχρονιστικός οδοστρωτήρας, που εμμέσως πλην σαφώς χαρακτήρισε οπισθοδρομικούς τους υποστηρικτές της in situ διατήρησης των αρχαιοτήτων.
Και τέλος αυτός ο ογκόλιθος του πολιτισμού και της προοδευτικότητας, ο Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης που κατονόμασε όλες κι όλους εμάς κατ’ επάγγελμα ευαίσθητους. Άσε δε κι εκείνο το «αβελτηρία» που ξεστομίζει συχνά πυκνά στις δηλώσεις και τις ομιλίες του… Πραγματικά τα έχασα… Βρε μπας κι έχουν δίκιο;
Αναζήτησα ψυχολογική στήριξη στο ιστορικό του τελευταίου χρόνου. Βρήκα πολλούς και πολλές «επαγγελματίες ευαίσθητους», εντός κι εκτός της χώρας. Έπεσα επάνω στις δεκάδες των ακαδημαϊκών, ερευνητών και καθηγητών από μεγάλα Πανεπιστήμια του κόσμου που απέστειλαν προσφάτως επιστολή στον Έλληνα Πρωθυπουργό, στον συνεχή αγώνα του Paolo Odorico, της Sharon Gerstel, στις θαρραλέες απόψεις του Άγγελο Χανιώτη, του Johannes Koder, της Claudia Rapp και του Παναγιώτη Βοκοτόπουλο, στις τοποθετήσεις πολλών εκ των συναδέλφων μου στο ΑΠΘ.
Κι έτσι αναθάρρησα. Θυμήθηκα την επιστημονική ημερίδα που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των Κοσμητόρων οκτώ (8) Σχολών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Ιούλιο, τον ακούραστο, ανιδιοτελή αγώνα της Κίνησης Πολιτών Θεσσαλονίκης για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς επίσης την έρευνα της ALCO από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη σύμφωνα με την οποία το 56% υποστηρίζει την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων.
Όμως πέρα από την «ευαισθησία» όλων αυτών, έπεσα και σε κάποιες ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές διαπιστώσεις. Η ολοκλήρωση του Μετρό μετατίθεται συνεχώς σε επόμενα έτη με απόλυτη ευθύνη των ιθυνόντων του παρόντος. Αυτό επεκτείνει το συνολικό κόστος δραματικά λόγω των αποζημιώσεων της αναδόχου και την ίδια στιγμή αυξάνει τον κίνδυνο επιστροφής της κοινοτικής επιδότησης.
Ας σημειωθεί μάλιστα ότι στην περίπτωση που η ολοκλήρωση δεν θα επιτευχθεί ως το 2023 – επαναλαμβάνω, με αποκλειστική την ευθύνη των κυβερνητικών εμμονών – ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η απώλεια της χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων είναι αν η καθυστέρηση θα έχει προκληθεί στην προσπάθεια προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς (και όχι το ανάποδο).
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η δημοσίευση της οριακής μεν αλλά αρνητικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι επικοινωνιακές φιέστες στον τόπο του «εγκλήματος» και η επίσπευση των σχετικών αποφάσεων του Υπουργείου, δείχνουν ξεκάθαρα τις κυβερνητικές προθέσεις: o «decumanus maximus» πρέπει να θυσιαστεί στον βωμό της κατασκευαστικής κερδοφορίας, του μικροπολιτικού και μικρονοητικού συμφέροντος, προς ικανοποίηση της μικροψυχίας κάποιων αυτόκλητων «εκσυγχρονιστών»
Στην άλλη πλευρά, η πλειοψηφία των πολιτών της Θεσσαλονίκης και όλης της χώρας. Οι υπερασπιστές του αυτονόητου, μιας βιώσιμης – κοινωνικά, πολιτισμικά και περιβαλλοντικά – αστικής ανάπτυξης.
Σε αυτήν τη μάχη θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα. Ως «επαγγελματίες ευαίσθητοι», με συνέχεια, με τόλμη και με ένταση. Ο σταθμός της Βενιζέλου μπορεί και πρέπει να γίνει το Gezi Park της Θεσσαλονίκης. Η απαρχή μιας άλλης αντίληψης για την πόλη και ο φάρος για τις υπόλοιπες πόλεις της χώρας.
*Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης είναι Κοσμήτορας Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ