Μούσαις Χάρισι Θύε

Η όποια θυσία να είναι υπέρ των αρχαίων και όχι εις βάρος τους.

Parallaxi
μούσαις-χάρισι-θύε-628993
Parallaxi

Λέξεις: Άννα Μισαηλίδου*

Εδώ και ένα χρόνο που τέθηκε εκ νέου θέμα απόσπασης των αρχαιοτήτων από τον υπό κατασκευή σταθμό του Μετρό στην οδό Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης, εμφανίστηκε μία ακόμη αφορμή διχασμού της κοινωνίας, κυρίως επειδή κάποιοι έδωσαν κομματική διάσταση σε ένα θέμα που κατεξοχήν αφορά την αρχαιολογική και πολιτισμική πολιτική της χώρας μας.

Νομίζω ότι τη λέξη «Μετρό» την άκουσα για πρώτη φορά ως φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, από παλιότερους φοιτητές που εξηγούσαν σε μας τους καινούριους σε τι χρησίμευε ένα προβληματικό αξιοθέατο της πόλης, η γνωστή «τρύπα του Κούβελα».

Πρωτίστως λοιπόν μιλώ ως μία από τους χιλιάδες φοιτητές της Θεσσαλονίκης και δευτερευόντως ως αρχαιολόγος. Άλλωστε πολλοί συνάδελφοι, συμφοιτητές και δάσκαλοί μου, με πλήρη γνώση του θέματος έχουν τεκμηριώσει σφαιρικά τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει τα αρχαία του σταθμού Βενιζέλου να παραμείνουν στη θέση τους και έχουν κατατεθεί οι σχετικές λύσεις.

Η φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη μας έμαθε βιωματικά να αγαπάμε την πόλη και μαζί να αγαπάμε το ανατολικορωμαϊκό και οθωμανικό παρελθόν της, ως αναπόσπαστο και ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της. Αυτό που ξεχώριζε τη ζωή μας στη Θεσσαλονίκη ήταν η δυνατότητα να βιώνουμε σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας τον έντονο παλμό μιας σύγχρονης πόλης μέσα σε ένα περιβάλλον στιγματισμένο από διαφορετικούς πολιτισμούς και εποχές.

Στη Θεσσαλονίκη σημείο συνάντησης δεν ήταν ο «Μπακάκος», αλλά μνημεία-τοπόσημα, είτε αυτά ήταν σύγχρονα έργα (πχ του Ζογγολόπουλου) είτε ρωμαϊκά, βυζαντινά ή οθωμανικά μνημεία.

Τα ραντεβού στην Καμάρα, στον Λευκό Πύργο, στον Άγιο Δημήτρη, στη Χαλκέων, στο Μοδιάνο. Κρέπες στα ανάκτορα του Γαλερίου. Κουλούρια στη Ροτόντα. Φωτοτυπίες και τάβλι στη Μελενίκου δίπλα στα τείχη. Βόλτες και ταβέρνες στα Κάστρα και σε πόσα άλλα.

Κι όμως δεν τα βλέπαμε ως μνημεία. Ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μας και ήταν συγκλονιστικό ότι είχαν υπάρξει κομμάτι της καθημερινότητας και πολλών άλλων γενεών πριν από εμάς.

Η πόλη απλώς αγκάλιαζε νέες ανθρώπινες ιστορίες και έρωτες, που περιδιάβαιναν χέρι χέρι στους ίδιους δρόμους για αιώνες, ξανά και ξανά. Άλλαζαν μόνο τα ονόματα. Έφτανε να κατέβεις λίγα σκαλοπάτια για να μεταφερθείς στην Τετραρχία και στο Βυζάντιο ή να ανέβεις λίγα ακόμη προς τα πάνω για να βιώσεις μια πιο ανατολίτικη ατμόσφαιρα. Κι ύστερα ήταν αρκετό να περάσεις την είσοδο της Παλιάς Φιλοσοφικής με την επίκληση Μούσαις Χάρισι θύε, για να μάθεις να διακρίνεις και να αγαπάς καθένα από αυτά τα μνημεία και καθεμιά από αυτές τις γειτονιές ξεχωριστά.

Για όποιον έχει διαβεί αυτό το κατώφλι, η επίκληση στις Μούσες μετατρέπεται σε καθήκον και ευθύνη. Καθήκον, η όποια θυσία να είναι υπέρ των αρχαίων και όχι εις βάρος τους. Θα ήταν παράλογο να ζητήσει κανείς το δεύτερο από έναν αρχαιολόγο. Θα ήταν σαν να ζητάει από έναν γιατρό να παραβεί τον όρκο του Ιπποκράτη. Εντάξει ξέρω. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις και οι άλλοτε φοιτητές έχουμε κατανοήσει πλέον τις θυσίες που απαιτούν οι Μούσες και οι Χάριτες σε πολλαπλά επίπεδα.

Η ιστορία του Μετρό μας δίδαξε ότι ο πατριωτισμός μας ως πολίτες εξαντλείται στη θεωρία και εμφανίζεται μόνο όταν θεωρούμε ότι απειλούμαστε από βαρβάρους ή όταν βρεθεί ένας Fallmerayer να αμφισβητήσει τη συνέχεια της ελληνικότητά μας.

Αρεσκόμαστε στο να αναπαράγουμε τσιτάτα της Αρβελέρ και άλλων περί ελληνισμού και Βυζαντίου, για να φλεξάρουμε εθνική περηφάνεια και για να αυτο-επιβεβαιωνόμαστε στον καθρέφτη της αυταρέσκειας, ότι είμαστε οι καλύτεροι, οι σπουδαιότεροι, οι εξυπνότεροι, οι άξιοι απόγονοι των προγόνων μας, αλλά και οι φυσικοί συνεχιστές του Βυζαντίου. Διεκδικούμε αυτό που μας απέσπασαν από την πολιτιστική μας κληρονομιά, αλλά είμαστε δεκτικοί στο να αποσπάσουμε μόνοι μας, οι ίδιοι αυτό που εμποδίζει την ανάπτυξη. Είμαστε εθνικά υπερήφανοι για το πλούσιο αρχαιολογικό παρελθόν μας, αρκεί να μην επηρεάζεται η τσέπη και το σπίτι μας. Και σε ένα βαθμό είναι κατανοητό, όταν αυτός που αντιδρά είναι ένας απλός πολίτης, όχι όμως όταν αυτός που αντιδρά είναι το επίσημο κράτος.

Οι αρχαιολόγοι που ασχολούμαστε με σωστικές ανασκαφές ξέρουμε πολύ καλά σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόμαστε, όταν απλοί πολίτες υποχρεώνονται να πληρώσουν από το υστέρημά τους σωστικές ανασκαφές και όταν δεσμεύεται η περιουσία τους από το δημόσιο για δεκαετίες.

Είναι το ίδιο αυτό δημόσιο που όταν οι αρχαιολόγοι, αυτοί που φέρνουν στο φως λιθαράκι λιθαράκι, λέξη λέξη την ιστορία του τόπου και τεκμηριώνουν την εθνική μας ταυτότητα και συνέχεια, εκφράσουν κάτι διαφορετικό από τους κυβερνώντες ή προτείνουν κάτι κόντρα στο πρόσκαιρο οικονομικό συμφέρον, τους κατηγορεί ως γραφικούς και τροχοπέδη της ανάπτυξης.

Τι πιο τρανταχτό παράδειγμα: οι φερόμενοι ως γραφικοί και εμμονικοί αρχαιολόγοι της Θεσσαλονίκης ήταν αυτοί στήριξαν σε αμετακίνητους αρχαιολογικούς χώρους την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας και ό,τι σήμερα θεωρείται δεδομένο.

Οι ίδιοι που λοιδορούνται ως γραφικοί και θεωρούνται εμπόδιο στην ανάπτυξη, αποτελούν σημείο αναφοράς όταν εμφανίζεται εθνικός κίνδυνος.

Απλοϊκή σκέψη και ίσως λαϊκίστικη, μα θα μπορούσε κανείς σήμερα να διανοηθεί ότι οι τάφοι της Βεργίνας θα μετακινούνταν έστω για λίγα μέτρα, εάν για παράδειγμα είχαν αποκαλυφθεί στον δρόμο ενός έργου που διεξαγόταν στην περιοχή; Ρητορική ερώτηση.

Από τη στιγμή που ένα αρχαίο αποσπάται και μετακινείται πρώτον χάνει την ακεραιότητα και την αυθεντικότητά του και δεύτερον λίγο ενδιαφέρει που θα πάει, αφού όπου γης και πατρίς, αν δε είναι και εντός ευρωπαϊκών συνόρων ακόμη καλύτερα.

Αν και κάποιοι έντεχνα το θέτουν ως κομματικό δίλλημα, η in situ διατήρηση των αρχαίων δεν είναι θέμα κομματικής επιλογής και δημοσκοπήσεων. Τα αρχαία είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη θέση που εντοπίζονται. Είναι αναπόσπαστα από τον περιβάλλοντα χώρο τους, από τα υποκείμενα και τα υπερκείμενά τους. Μόνο τότε αποτελούν μνημεία-τοπόσημα. Αλλιώς είναι απλά μουσειακά εκθέματα. Τα αρχαία δεν υπάρχουν απλώς για να φυλάσσονται και να αναδεικνύονται. Τα αρχαία υπάρχουν για να δια-φυλάσσονται μα κυρίως για να διδάσκουν, να υπενθυμίζουν, να τεκμηριώνουν. Να υπενθυμίζουν τη σχετικότητα του χρόνου, την ταπεινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μα παράλληλα τη σημαντικότητα και τη διαχρονικότητα των ευγενών έργων της.

Όσο για μας, είμαστε απλοί διαχειριστές τους. Θα περάσουμε και θα φύγουμε. Αυτά θα παραμείνουν. Εμείς, οφείλουμε να φροντίσουμε να παραμείνουν.

Τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης ως ένα ενιαίο σύνολο έχουν χαρακτηριστεί μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Δύο από τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ένα μνημείο ως παγκόσμιας κληρονομιάς είναι authenticity και integrity: αυθεντικότητα και ακεραιότητα.

Αν το τμήμα της βυζαντινής πόλης στο σταθμό Βενιζέλου αποσπαστεί από τη θέση του, ακόμη κι αν επανατοποθετηθεί, ποτέ πια δεν θα πληροί αυτά τα δύο κριτήρια και, όσο μοναδικό κι αν είναι, ποτέ δεν θα γίνει μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, παρά ένα πρώην μνημείο που η άτυχη μοίρα του θέλησε να βρεθεί στη χώρα μας.

*Η Άννα Μισαηλίδου είναι αρχαιολόγος στη Χίο. Σπούδασε στο ΑΠΘ. Τι σκέψεις της για τα αρχαία της Βενιζέλου μοιράστηκε στη σελίδα της στο fb. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα