MUTE: Μια πολυφωνική παράσταση σε σκηνοθεσία Γιώργου Χρυσοστόμου
Η Γκολούμποβιτς Σιμόνη – Μαρία γράφει για την παράσταση Mute.
Το Σάββατο 22 Ιανουαρίου παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειον την παράσταση με τα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, «MUTE», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Χρυσοστόμου και της Σοφίας Πάσχου. Για μια ώρα και πέντε λεπτά βλέπαμε τον Γιώργο Χρυσοστόμου να παίζει μόνος του στη σκηνή, με προσήλωση, πειθαρχία και χωρίς να μιλά καθόλου, δικαιολογώντας εμπράκτως τον τίτλο MUTE : Χωρίς φωνή.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου βγαίνει στη σκηνή με ένα ραδιόφωνο στο χέρι και προσπαθεί να πιάσει σταθμούς. Καθώς ο δείκτης σταματά σε διαφορετικά σημεία FM, ο ίδιος αυτοσχεδιάζει και αντιδρά με μορφασμούς και κινήσεις που σχολιάζουν τις ραδιοφωνικές εκπομπές θέτοντας κατά αυτόν τον τρόπο το σημείο εκκίνησης της πρωτότυπης θεατρικής του αφήγησης. Στη συνέχεια με το χαλασμένο ραδιόφωνό του και κρατώντας την κεραία στο χέρι αναζητά ξανά τους σταθμούς που συνεχώς χάνονται και που μεταφορικά υποδηλώνουν και συμβολίζουν τη ζωή, τον συνάνθρωπο και κατ’ επέκταση την έννοιας της αποδοχής πρώτα από τον ίδιο του τον εαυτό και μετέπειτα από τον συνάνθρωπο.
Ο σκηνικός χώρος του θεάτρου ήταν επιμελημένος από τη Μαγδαληνή Αυγερινού και αποτελούμενος από μια διώροφη μεταλλική κατασκευή- σκαλωσιά, που παραπέμπει σε κτίριο με οκτώ διαφορετικούς ανισόπεδους και αντιθετικούς χώρους, με το δικό τους χαρακτήρα, οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς τοίχους. Δωμάτια διασκέδασης με μουσική, άθληση, και σεξ από τη μια, και δωμάτια μνήμης και αναβίωσης της παιδικής ηλικίας από την άλλη. Η εναλλαγή των δραστηριοτήτων/δωματίων γίνεται μηχανικά και αυτόματα, χωρίς να αιτιολογείται ή να έχει κάποιο σκοπό. Ο ηθοποιός υπό την μουσική επιμέλεια της Φωτεινής Γαλάνη και με υπέρμετρη ευλυγισία περνάει από δωμάτιο σε δωμάτιο και μας καθιστά θεατές των διαφορετικών στιγμών της ζωής των ανθρώπων με τις διαφορετικές ανάγκες, τις διαφορετικές νοοτροπίες και τις εκδοχές της προσωπικότητάς τους: ένας μαέστρος/μουσικός, ένας σεξομανής, ένας υψοφοβικός, ένας ηλικιωμένος, ένας γυμναστής, ένα παιδί και ένας μοναχικός και αντικοινωνικός άνδρας, οι οποίοι προσπαθούν να διαχειριστούν τις ανασφάλειές τους. Η ανεξέλεγκτη και αέναη επανάληψη των δραστηριοτήτων αποβαίνει εν τέλει για τον νέο άντρα -και κατ’ επέκταση για τον σύγχρονο άνθρωπο- μία αγχώδης, απαιτητική και επίπονη συνθήκη.
Ο Χρυσοστόμου απέδωσε με ακρίβεια, με λεπτομερή κινησιολογία, ευελιξία, ρυθμό και χάρη όλες τις εναλλαγές των συναισθημάτων των ηρώων που κλήθηκε να ενσαρκώσει στο πολυεπίδεδο αυτό σκηνικό χώρο. Στον έναν χώρο ένας μουσικός παίζει πιάνο, ντραμς και ηλεκτρική κιθάρα μόνο με τις κινήσεις του και με τη συνοδεία μουσικής. Στο διπλανό χώρο κάποιος καταπνίγει τη μοναξιά του με μια πλαστική κούκλα του σεξ, που μαζί βλέπουνε ταινίες, ακούνε μουσική, χορεύουν και βέβαια ικανοποιείται μαζί της σεξουαλικά. Παρακάτω ένας άνθρωπος υψοφοβικός και άτολμος έρχεται αντιμέτωπος με τη φοβία του την οποία ποτέ δεν ξεπερνά. Από κάτω ένας κενός χώρος με ένα κόκκινο τηλέφωνο εποχής ’80ς, που χτυπά αλλά ποτέ ο ήρωας δεν το σηκώνει και αντ’ αυτού ξαπλώνει δίπλα του ήρεμα και χαλαρά. Ο πιο κάτω χώρος ανήκει σε κάποιον τοξικομανή, του ο οποίου ο εθισμός σε ουσίες είναι αναγκαίος καθώς τον ανάγουν σε υπέρτατο βαθμό στη διάθεση της απέραντης χαράς και τον εκτοξεύουν σε δυναμικό και επηρμένο ροκ αστέρα, που κάνει τα πλήθη να παραληρούν και έτσι επιβεβαιώνει την κυριαρχία και την αποδοχή του με τρόπο επιδεικτικό.
Στο κεντρικό σημείο του ισογείου αυτού του οικοδομήματος δρα ένας γυμναστής που κάθε φορά φωτογραφίζει τα οπίσθια του καλογυμνασμένου και όμορφου σώματος του με το κινητό αποζητώντας την επιβεβαίωση μέσω των αναρτήσεων του στο διαδίκτυο. Στο ισόγειο αριστερά, ένας μεσήλικας άνδρας φορώντας τραγιάσκα, βγάζει κραυγή αγωνίας, εν μέσω ήχων της πόλης, χωρίς προφανή αιτία και προς άγνωστη κατεύθυνση και με οδύνη εκδηλώνοντας την αρνητική συναισθηματική του διάθεση. Στο διπλανό παιδικό δωμάτιο, όπου κυριαρχούν πολλά χρώματα και τα παιχνίδια ο ηθοποιός μεταμορφώνεται σε παιδί ακούγοντας παιδικές εκπομπές υπό τον ήχο του παιδικού κλάματος κάθε φορά που εισέρχεται σε αυτό. Τέλος, ο άλλος χώρος εκτός σκαλωσιάς ανήκει σε κάποιο ντροπαλό άτομο που πηγαίνει στην PUB πίνει ποτό και προσπαθεί με τρόπο μάλλον άτσαλο να φλερτάρει και να επικοινωνήσει με τον περίγυρό του. Βέβαια, η συγκεκριμένη δραματουργική/σκηνική πραγμάτευση του θέματος περιορίστηκε στην περιγραφή των δεδομένων, χωρίς να διατυπώνει τα πιθανά αίτια των επαναλαμβανόμενων αυτών καταστάσεων, συνθήκη που ενίοτε οδηγούσε στη μονοτονία.
Οδεύοντας προς το τέλος της παράστασης το κοινό παρακολουθεί μια σκηνή από την ταινία η «Συμμορία των Έντεκα» με τους διαλόγους να διεξάγονται στα αγγλικά, όπου ένας άνδρας απολογείται για ένα έγκλημα. Οι ανακριτές τον ρωτούν ποιος ήταν ο λόγος που διέπραξε το έγκλημα και αν σκοπεύει να το ξανακάνει. Τότε ο βουβός ήρωας του Χρυσοστόμου συντονίζει τα χείλη του με τον ανακρινόμενο εγκληματία και απαντά περιπαικτικά πως ποτέ στο παρελθόν δεν είχε απασχολήσει το νόμο και ότι στο έγκλημα οδηγήθηκε επειδή τον παράτησε η γυναίκα του και ότι δεν πρόκειται να συμβεί ξανά. Όταν το ηχητικό κομμάτι φτάνει στο τέλος του, ο Χρυσοστόμου αποσύρεται, όμως αυτό ξεκινά πάλι από την αρχή πανομοιότυπα. Ο ήρωας παίζει πάλι τον ρόλο του συντονίζοντας τη φωνή του και το ύφος του με τον ανακρινόμενο πρόσωπο. Το κομμάτι τελειώνει και πάλι ο ήρωας φεύγει, όμως το κομμάτι ξεκινά πάλι από την αρχή. Κάθε φορά το ηθικό και η υπομονή του ήρωα συντρίβονται όλο και περισσότερο στα πλαίσια της επαναλαμβανόμενης αυτής συνθήκης. Τότε λοιπόν, αποφασίζει να δαμάσει τις φωνές των ανακριτών του σαν μαέστρος, χρησιμοποιώντας και πάλι τη μπαγκέτα/κεραία του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα η ένταση του ήχου χαμηλώνει και ακούμε άπαξ τον βουβό άνθρωπο να μιλά στο κοινό απελπισμένος. Μας ανακοινώνει ότι δεν έχει πολύ χρόνο να μας μιλήσει, ότι δεν γνωρίζει την αγγλική γλώσσα και πως οι προβολείς του θεάτρου τον τυφλώνουν, ώσπου πέφτει η αυλαία.
Συμπερασματικά, στο σύνολο της η παράσταση εξοικείωσε τον θεατή με την οπτική της θεατρικής παντομίμας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της υπογραμμίζεται η κοινωνική συνθήκη στην οποία ο σύγχρονος άνθρωπος δίνει τον ατέρμονο αγώνα του υπό τις απειλές των φόβων και των ανασφαλειών που τον ταλανίζουν .
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Σοφία Πάσχου, Γιώργος Χρυσοστόμου Δραματουργία: Juan Ayala Σκηνικά-κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού Μουσική επιμέλεια: Φωτεινή Γαλάνη Σχεδιασμός φωτισμών: Σοφία Αλεξιάδου Βοηθός σκηνοθέτη – κίνηση: Ηλιάνα Γαϊτάνη
* Η Γκολούμποβιτς Σιμόνη – Μαρία είναι Υπ. Διδάκτωρ Θεατρολογίας