Η Νέα Σμύρνη ως γενικότερη πολιτική επικοινωνία

Κυρίαρχα ΜΜΕ έσπευσαν να διαψεύσουν ως άλλοι εκπρόσωποι μιας Κυβέρνησης της στρεβλωμένης πραγματικότητας να μην πιστέψουμε στα ίδια μας τα μάτια.

Χρήστος Ωραιόπουλος
η-νέα-σμύρνη-ως-γενικότερη-πολιτική-επ-732968
Χρήστος Ωραιόπουλος

Η πολιτική είναι μεταξύ άλλων και μια πρόσληψη τόσο σκέψεων, όσο και επικοινωνίας αυτών των σκέψεων. Τόσο το τι υποστηρίζεται επί της ουσίας, όσο, όμως, και το ποιος το λέει και με ποιο τρόπο, αλλά και σε ποια στιγμή το λέει, μπορεί να δημιουργήσει πολιτικά αποτελέσματα και απόψεις . Σήμερα, ειδικά, που η προβαλλόμενη στα μέσα άποψη μιας περσόνας είναι πιο ισχυρή από τη μελέτη της ουσίας της άποψης, της αποδοχής και της ορθότητας από τις αρχικές της πηγές, όπως τα θεωρητικά βιβλία, που μιλούν άμεσα για αυτήν.

Με αφορμή το -όχι μεμονωμένο- περιστατικό ωμής και σκληρής αστυνομικής  βίας, το οποίο συνιστά επαρκές πλέον δείγμα ολίσθησης σε άλλου τύπου καθεστώτα απομακρυσμένα από τη δημοκρατία εμφανίστηκαν με έκδηλο τρόπο κάποιες πολιτικές θέσεις, που δυστυχώς ενίοτε βρίσκουν και νομικό αντίκρυσμα, αλλά κυρίως διαμορφώνουν κοινωνική άποψη, όσο και έρεισμα για αυτές τις πολιτικές λογικές που ξεπλένουν την αυθαιρεσία και το ίδιο το έγκλημα.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, αμέσως μετά τις αποτρόπαιες εικόνες με τα πτυσσόμενα γκλοπς των αστυνομικών να χτυπάνε στο κεφάλι πολίτη, αλλά και στα πόδια μια κοπέλα, με αξιοζήλευτα αντανακλαστικά πολύ μεγάλα μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να μιλήσουν – -ψευδώς βέβαια- για προηγούμενη επίθεση 30 ατόμων κατά των αστυνομικών στην πλατεία της Νέας Σμύρνης μέρα μεσημέρι. Κοινώς έσπευσαν να διαψεύσουν ως άλλοι εκπρόσωποι μιας Κυβέρνησης της στρεβλωμένης πραγματικότητας να μην πιστέψουμε στα ίδια μας τα μάτια.

Και αναρωτιέμαι ακόμη κι αν δεχθούμε υποθετικά ότι πράγματι συνέβη μια τέτοια επίθεση, τι είδους, τι σόι επίθεση ήταν αυτή και με τι μέσα έγινε, ώστε να δικαιολογείται αυτή η βία που άσκησαν οι αστυνομικοί. Σπάω το κεφάλι μου να βρω μια τέτοιας βαρύτητας επίθεση για να μπορεί να δικαιολογηθεί κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν βρίσκω. Το πιο ακραίο που σκέφτομαι είναι να είχε επιτεθεί ο νεαρός που φώναζε ΠΟΝΑΩ, με χατζάρα ή με καλάσνικοφ, εναντίον των αστυνομικών, αλλά και πάλι θα έπρεπε να είχε ήδη σκοτώσει έναν και να απειλούσε να σκοτώσει κι άλλον. Και πάλι, όμως, δεν θα ήταν αρκετή αυτή η επίθεση, γιατί η αστυνομία δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε κάτι το οποίο δεν προβλέπεται ρητά και νομικά για τη δράση της. Και ένα τέτοιο ξύλο σε έναν άοπλο λιαζόμενο πολίτη δεν προβλέπεται, ούτε καν για την επίτευξη μιας υποτιθέμενης σύλληψης.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ακόμη και σε μια πασιφανή περίπτωση αδικαιολόγητης και διπλά ανεπίτρεπτης βίας, αφού προέρχεται από αστυνομικό, τα Μέσα, αλλά και κοινωνικές ομάδες, αλλά και πολιτικοί κατέφυγαν στο αφήγημα της γνωστής τακτικής του ξεπλύματος και της στρέβλωσης της οφθαλμοφανούς εικόνας, ότι ‘’κάτι θα τους έκαναν προηγουμένως’’ και ότι δήθεν ‘’δεν ξέρουμε τι συνέβη πριν’’. Η απάντηση είναι ότι έχουμε μάτια και βλέπουμε και πως οτιδήποτε και να έγινε δεν μπορεί να δικαιολογήσει τέτοιας βαρύτητας ασκηθείσα βία.

Μάλιστα, ένας υπερπροβεβλημένος βουλευτής και ένας υπουργός του κυβερνώντος κόμματος έπεσαν ακόμη πιο χαμηλά από το ξέπλυμα της εικόνας, μέσω της δημοσιοποίησης του ονόματος του πολίτη που έδειρε η αστυνομία, ήτοι της τακτικής του ρουφιανέματος, αλλά και της απαξιωτικής προβολής των δήθεν επικίνδυνων πολιτικών του απόψεων και δράσεων, ως δικαιολογητικό για τη βία που υπέστη. Από πότε όμως το φρόνημα και η άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως η συμμετοχή σε πορεία, μπορούν να δικαιολογήσουν τη βία; Μπορούμε άραγε κι εμείς να αρχίσουμε να χτυπάμε αστυνομικούς, επειδή διαφωνούμε με τις ιδέες τους;

Η  παραγωγή, ακριβώς, των πολιτικών αποτελεσμάτων, έχει να κάνει με την προσωπική επίθεση και υποβάθμιση της προσωπικότητας του θύτη προς δικαιολόγηση των όσων υπέστη. Πρόκειται για μια λογική του τα ‘θελε και τα ‘παθε. Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο που οι ίδιοι άνθρωποι και οι υποστηρικτές, αν το παρατηρήσει κανείς κοινωνιολογικά, είναι αυτοί που στα εγκλήματα του βιασμού βγαίνουν εξαγριωμένοι και ρωτάνε, τι φορούσε το θύμα, πώς λικνιζόταν πριν του ορμήσει ο βιαστής του και αν ήταν ελευθέρων ηθών. Και ακριβώς αυτή η λογική είναι που αποθαρρύνει και τα ίδια τα θύματα από το να καταγγείλουν τα όσα έχουν πάθει, γιατί καλούνται δυστυχώς να αποδείξουν και το ποιόν του χαρακτήρα τους μέσα στην οδυνηρή εξιστόρηση των όσων έπαθαν. Υπάρχει πρόδηλη αντιστοιχία στην πρακτική αυτή, να συντελείται δηλαδή προσπάθεια απαξίωσης του θύματος, με σκοπό το ξέπλυμα των όσων έπαθε.

Όμως, αυτή η λογική δεν εμφανίζεται σε άλλες κατηγορίες εγκλημάτων, όπως σε αυτό της κλοπής ή της ληστείας. Δεν εμφανίστηκε κάποιος από αυτούς να αμφισβητήσει το κύρος του παθόντος ή να ανακαλύψει προηγούμενες προκλητικές πράξεις σε αυτά τα εγκλήματα λέγοντας παραδείγματος χάριν ότι ‘’καλά έκαναν και τον έκλεψαν αφού είχε ακριβό αυτοκίνητο ή πολυτελές σπίτι ή κυριλέ ρούχα’’. Φαίνεται, δυστυχώς, ότι το αφήγημα συνδέεται με πολιτικές επιλογές, αφού στην τελευταία περίπτωση η ιδιοκτησία αποτελεί σημαία της ‘’φιλελεύθερης’’ δεξιάς, ενώ η αστυνομική βία και η ματσίλα της πατριαρχίας και των βιαστών, αποτελούν πεδία που σίγουρα δεν την ενοχλούν και αντίθετα με αυτό τον τρόπο που την ξεπλένουν οι στρατιώτες της να την ευνοούν να συνεχίσει να υφίστανται.

Η πολιτική είναι ζήτημα επιλογών και αυτό αποδεικνύεται καθημερινά στο ποιος λέει τι, με ποιο τρόπο και πότε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα