Νιάτα, αυτή η μάστιγα
Στην Ελλάδα η νεότητα αντιμετωπίζεται ως μειονέκτημα ή με καχυποψία: δεν μπορείς να είσαι καλός αν είσαι νέος.
Λέξεις: Kωνσταντίνα Παπακώστα Αγαπώ τους νέους ανθρώπους. Τους αγαπώ, κυρίως, από αντίδραση, γιατί στην Ελλάδα η νεότητα αντιμετωπίζεται ως μειονέκτημα ή με καχυποψία: δεν μπορείς να είσαι καλός αν είσαι νέος, πρέπει να μεγαλώσεις για να σε σέβονται, για να σε αναγνωρίσουν, πρέπει να περιμένεις τη σειρά σου, μέχρι να πεθάνουν οι πρεσβύτεροι, για να γίνεις κάτι, να είσαι σεβαστός, να σε ακούνε. Και μέχρι τότε, έχεις μάθει να καταπίνεις τον θυμό σου που σε παραμερίζουν, που αδιαφορούν όταν μιλάς, που σε βάζουν στη θέση σου, εκείνη τη χαμηλή, την άβολη, που δεν προσφέρεται για δημιουργία αλλά για αναμονή.
Μέχρι να σβήσει η δημιουργική σου φλόγα (εκτός αν, παρ’ ελπίδα, ανήκεις στην αντιπαθητική κάστα των ιδεαλιστών και των ονειροπόλων και τη σώσεις), να κοινωνικοποιηθείς ομαλώς, να μπεις στη σειρά, να μάθεις να μη μιλάς, να μην αντιδράς, να απαντάς όπως πρέπει, να είσαι ευπρεπής, να συμπληρώνεις υπομνήματα, να κάνεις χάρες, να ζητάς ρουσφέτια, να μπεις, με λίγα λόγια, στη σειρά, στην καλύτερη περίπτωση να παράγεις, αλλά να έχεις ξεχάσει να δημιουργείς. Μεσήλικες και γέροι υπουργοί, πρωθυπουργοί, στελέχη, διευθυντάδες, εκτός από κάποιους γόνους, καλοχτενισμένους και ατσαλάκωτους, που τοποθετήθηκαν κοντά στους συγγενείς για να μεγαλώσουν σωστά και να καταλάβουν τις θέσεις που τους αρμόζουν.
Τους αγαπώ τους νέους και τους συμπονώ. Δεν τους αφήνουμε να μεγαλώσουν. Τους κρατάμε παιδιά, πολύ καιρό αφότου έχουν εγκαταλείψει την παιδική τους ηλικία ανεπιστρεπτί. Και τους υποβάλλουμε σε μια αιώνια καταδίκη παιδικότητας και μη ανάληψης ευθυνών, ώστε να μπορούμε μετά να γκρινιάζουμε ότι είναι ανώριμοι και ότι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς εμάς, τους γονείς, τα γερόντια, ενώ ενδόμυχα τρέμουμε στην ιδέα ότι μπορεί και να τα καταφέρουν αν μας παραμερίσουν.
Φοβόμαστε μήπως γίνουν καλύτεροι και τους ζηλεύουμε γιατί είναι ακόμα νέοι και δεν χαράμισαν τα νιάτα τους περιμένοντας να μεγαλώσουν, μη τολμώντας να παραμερίσουν τους γέρους που τους έκλειναν τον δρόμο υποκρινόμενοι ότι φροντίζουν για το καλό τους. Φθονούμε την πιθανότητα κάποιος όμορφος, με μαλλιά, με σφριγηλό σώμα, με ανυποψίαστη χαρά για τη ζωή να τα καταφέρει, τελικά, και να γίνει πετυχημένος ή, ακόμα χειρότερα, ευτυχισμένος. Ο έφηβος που θάφτηκε στο χειμαζόμενο κορμί μας ζηλεύει αυτούς που δεν τους κατάπιε ακόμα ο καναπές και τους κατηγορεί για ανωριμότητα, για έλλειψη ενδιαφερόντων, ευαισθησίας, δράσης, δημιουργίας.
Το ξαναλέω, τους αγαπώ και τους θαυμάζω. Γιατί στην τέχνη και στην τεχνολογία φτιάχνουν έναν κόσμο αλλιώτικο από αυτόν στον οποίο μεγάλωσα και έτσι έχω να μαθαίνω καινούρια πράγματα, φρέσκα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον μέλλον που σχεδιάζουν και στήνουν σιγά-σιγά. Γιατί είναι τα βλαστάρια στην ελώδη μούχλα που έχουμε καταντήσει το τοπίο στην πατρίδα μας. Γιατί δεν μας χρωστάνε τίποτα απολύτως. Κι αν δεν μας αρέσουν οι πράξεις και οι ιδέες τους, ας κοιταχτούμε λίγο στον καθρέφτη να δούμε από πού τις ξεπατίκωσαν. Όχι από τους παππούδες τους, από τους σημερινούς μεσήλικες διδάχτηκαν, εμάς τους ίδιους που φυλακίζουμε τα νιάτα διαμαρτυρόμενοι για την κοινωνία και την οικονομία που μας κληροδότησαν οι περασμένες γενιές. Που βρεθήκαμε από το τραπέζι του τσιφτετελιού στον καναπέ της θλίψης και μας φταίει ο κόσμος όλος. Που δεν σταθήκαμε άξιοι να μεγαλώσουμε σωστά τη νέα γενιά και τώρα μας φταίει ο γείτονας, όποιος βρεθεί πρώτος στο οπτικό μας πεδίο, καθηγητής, δάσκαλος, γιατρός, ταξιτζής.
Τους αγαπάω τους νέους, αλλά όχι τα υπέργηρα παιδιά. Ας τους λυπηθούμε και ας τους αφήσουμε να αναλάβουν τις ευθύνες τους για να μεγαλώσουν, όπως δικαιούνται. Και για να γίνει αυτό, πρέπει κι εμείς να αναλάβουμε τις δικές μας.