Οδοιπορικό στο Βαρδάρη: Από την ακμή στην απόλυτη υποβάθμιση
Συγκλονιστικές εικόνες μιας σκοτεινής δυστοπικής ταινίας κάποιου αβέβαιου μέλλοντος.
Αν περπατήσει κανείς σήμερα στον Βαρδάρη από την πλατεία Δημοκρατίας και τα δικαστήρια μέχρι την οδό Γιαννιτσών, δύσκολα θα πιστέψει πως αυτή η περιοχή κάποτε αποτελούσε το πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης.
Κείμενο – φωτογραφίες: Γιώργος Τσιτιρίδης
Η Parallaxi πραγματοποιεί ένα οδοιπορικό σε μια από τις πιο ένδοξες περιοχές της Θεσσαλονίκης που η αίγλη της διασώζεται μέσα από τα τραγούδια, τα ποιήματα και τις λογοτεχνικές διηγήσεις. Μια περιοχή – σημείο συνάντησης όλη της πόλης, που αποτέλεσε μια πολύβουη κυψέλη η οποία, δυστυχώς, σήμερα παραμένει υποβαθμισμένη όσο ποτέ και μοιάζει σαν έρημο σκηνικό σκοτεινής δυστοπικής ταινίας κάποιου αβέβαιου μέλλοντος.
Πρακτορεία ΚΤΕΛ περιμετρικά των δρόμων, μεταφορικές εταιρίες, ξυλάδικα, συνεργεία, ο σταθμός των τραίνων, ξενοδοχεία Β κατηγορίας, καφενεία, συγκέντρωναν ντόπιους, περαστικούς, κάτοικους από τις κοντινές επαρχιακές πόλεις, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ όταν την σκυτάλη έπαιρναν οι οίκοι ανοχής, τα δεκάδες μπαρ, τα κέντρα γνωριμιών, τα λαϊκά πορνοσινεμά, σκυλάδικα και μαγειριά.
Ο Βαρδάρης δεν κοιμόταν και τα φώτα δεν έσβηναν ποτέ. Έμποροι, φαντάροι, βαρβαρίσιοι βαρύμαγκες, τράνς, πουτάνες, τσόλια, ομοφυλόφιλοι, τουρίστες, περίεργοι, περαστικοί, φορτηγατζήδες, ξεπεσμένες ενζενί, τεκνατζούδες, λεκανατζούδες, τσατσάδες και προστάτες, αναζητούσαν λίγη από την περιπέτεια και την μαγεία, την ενέργεια που αναδύει από τα σωθικά του ο Βαρδάρης που σήμερα κείτονται εκτεθειμένα και γυμνά να τα διακορεύουν μετροπόντικες και τρυπάνια γύρω από ένα τοίχος λαμαρίνες.
Όσο πλησίαζε κανείς στην πλατεία Δημοκρατίας ήταν σαν να περνούσε ένα αόρατο τείχος και μεταφερόταν σε έναν άλλο κόσμο.
Αυξημένη κίνηση από τα διερχόμενα αυτοκίνητα που έμπαιναν στην πόλη η την εγκατέλειπαν για την βιομηχανική ζώνη, για τα δυτικά και για άλλες πολιτείες.
Κόσμος ανάστατος με σάκους και βαλίτσες να προσπαθεί να προλάβει ένα από τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ ρωτώντας “Από εδώ φεύγει της Καστοριάς; Για Κοζάνη είναι πιο κάτω;” Φαντάροι που επιστρέφουν από ορκωμοσίες, σειρές που φεύγουν αφήνοντας πίσω τους φιλενάδες και μανάδες να κλαίνε όλο αγωνία και μια εφηβεία που σιγά σιγά τελειώνει σε ένα από τα πολλά χαμηλά σπίτια με τα κόκκινα φωτάκια. Μουντζούρηδες συναρμολογούν μηχανάκια, φορτηγά που ξεφορτώνουν την πραμάτεια τους στις παρακείμενες αποθήκες.
Από το μαγαζί με τα γυαλικά της Μοναστηρίου που ήταν πάντοτε ανοιχτό κάναμε παραγγελία ποτήρια όταν ο Στέλιος τα έσπαγε τραγουδώντας μέχρι που δεν είχαμε ούτε πλαστικά για να βάλουμε το ποτό μας.
Σπίτια αποθήκες και τεράστιες πολυκατοικίες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ δίπλα σε μισογκρεμισμένα συνεργεία, χαμόσπιτα και χαμηλά μπουρδέλα. Στην Σαπφούς οι τσιγγανοπούλες πατούσαν με τα πόδια τους τις φλοκάτες μέσα σε λεκάνες με μπόλικη σαπουνάδα τραγουδώντας αμανέδες και τσιφτετέλια.
Στα σουπάδικα ο ψηλοκομένος και η κρεατόσουπα δεν είχαν ώρα. Με τα πρώτα καρτοτηλέφωνα παρατάσσονταν οι περαστικοί έξω από τον Ο.Τ.Ε για να μιλήσουν με τους δικούς τους.
Σιγά σιγά και συντονισμένα άρχισε η εγκατάλειψη. Κάθε που έφευγε κάποιος παρέσερνε και τον διπλανό του στην φυγή η την καταστροφή. Σε μια περιοχή που έπαψε να υπάρχει κινητικότητα λίγες ήταν οι επιχειρήσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αντέξουν.
Οι γειτονιές με τα κόκκινα φανάρια και τις ένδοξες πουτάνες που έγιναν τραγούδια για την φωνή του Μητροπάνου και στοίχοι ποιητών και συγγραφέων έδωσαν την θέση τους στα φανάρια με τα οποία οι Κινέζοι έμποροι στολίζουν τους δρόμους και τις αποθήκες τους. Γιαννιτσών, Ταντάλου, Σαπφούς, Προμηθέως και Δάμωνος μετατράπηκαν στην εγχώρια Chinatown.
Πρόσφυγες και ναυαγισμένα κορμιά αναζητούν ακόμα την προστασία του Βαρδάρη. Ανεπιθύμητοι ξένοι που δεν χωράνε σε καμία άλλη γωνιά της πόλης.
Η φυγή άφησε πίσω της πέτρινους τοίχους, λαμαρίνες που βγάζουν άναρθρες κραυγές και κλαίνε γοερά κάθε που φυσάει ο Βαρδάρης, ναυαγισμένα όνειρα και αναμνήσεις. Μια βόλτα σήμερα μεταφέρει τον περαστικό σε ένα σκηνικό ταινίας καταστροφής στην οποία οι κάτοικοι εγκατέλειψαν βίαια και ξαφνικά την πόλη αφήνοντας τα σπίτια και τα μαγαζιά τους.
Η φύση επικρατεί εν πολλοίς σε μερικά σημεία των δρόμων όπου τα δέντρα και η βλάστηση άρχισαν να θεριεύουν. Μισογκερμισμένα σπίτια, πεσμένες σκεπές, βανδαλισμοί, σκουπίδια.
Κανένα σημάδι ανάπτυξης, κανένα ίχνος ζωής.
Παρ όλο που επανειλημμένως έχουν γίνει προσπάθειες για την ανάπλαση και την βελτίωση της εικόνας των δρόμων, έχουν δοθεί ελπίδες και υποσχέσεις πως με την έλευση του μετρό και την δημιουργία του Μουσείου Ολοκαυτώματος, θα αυξηθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον και ο Βαρδάρης θα αποτελέσει το νέο σημείο αναφοράς της πόλης εν τούτοις φαίνεται πως αυτό θα αργήσει πολύ για να συμβεί.
ΕΙΚΟΝΕΣ: Βανδάλισαν την τοιχογραφία για το Ολοκαύτωμα στον ΟΣΕ
Ελάχιστα είναι πλέον τα σημεία όπου μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάτι από τις παλιές εποχές.
Το Λαϊκόν, η Αμερικάνικη αγορά, ένα δύο καφενεία μερικές αποθήκες. Η είσοδος της Θεσσαλονίκης με το μηδέν της να δεσπόζει στην πλατεία δίπλα από τον έφιππο βασιλιά που από αυτόν τον δρόμο μπήκε απελευθερωτής στέκει παγωμένη στο χρόνο σαν ένα κάδρο στην πινακοθήκη της ιστορίας.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ