Οι ανεμβολίαστοι μπορεί να με αναγκάσουν να αποφύγω ξανά τα παιδιά μου λόγω της δουλειάς μου
«Εμείς θα συνεχίσουμε να παρέχουμε την καλύτερη δυνατή φροντίδα, όμως εκείνοι κάνουν τη δουλειά μας πολύ πιο δύσκολη».
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκφράζονται συναισθήματα που ποτέ δεν θα περίμενα να εκφράσει κάποιος σε ένα δημόσιο φόρουμ. Στα άτομα που επιλέγουν να μην εμβολιαστούν δεν θα έπρεπε να προσφέρεται η μεταμόσχευση πνεύμονα. Τι θα συνέβαινε αν τα άτομα με COVID-19 που δεν έχουν εμβολιαστεί έπρεπε να περιμένουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών μέχρι να εξυπηρετηθούν όλοι οι υπόλοιποι; Θα έπρεπε να απομακρύνονται οι μη εμβολιασμένοι ασθενείς;
Αυτά είναι σκληρά και άγρια συναισθήματα. Και κάποιοι από τους οποίους λέγονται αυτά είναι γιατροί.
Είμαι μαιευτήρας στη Νέα Υόρκη. Παρακολουθώ έγκυες ασθενείς με COVID-19 από την αρχή της πανδημίας.
Ο τελευταίος ενάμισι χρόνος ήταν φρικτός για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης-μια περίοδος που καθορίστηκε αρχικά από την έλλειψη μασκών και γαντιών, και από τον πραγματικό φόβο της προσωπικής ασθένειας και θανάτου.
Φοβόμασταν μην φέρουμε τον ιό στα σπίτια μας, μην μολύνουμε τις συζύγους μας, μην αφήσουμε τα παιδιά μας ορφανά. Για περίπου τρεις μήνες, ούτε που φίλησα τα παιδιά μου.
Κάθε μέρα, εγώ και οι συνάδελφοι μου περνούσαμε από τα προσωρινά νεκροτομεία στα πάρκινγκ των νοσοκομείων μας και τις ΜΕΘ που είχαν εγκατασταθεί στα αμφιθέατρα, τα χειρουργεία και τους διαδρόμους, υπογράψαμε πολλά πιστοποιητικά θανάτου, πλέναμε τα χέρια μας μέχρι να ξεφλουδίσουν προτού αφήσουμε τις οικογένειες που βρίσκονταν κοντά μας.
Αυτό το κάναμε κάθε μέρα επειδή είχαμε εκπαιδευτεί να φροντίζουμε τους ανθρώπους που μας είχαν ανάγκη. Πολλοί από εμάς πηγαίναμε στη δουλειά κάθε μέρα επειδή η γη πρέπει να συνεχίσει να γυρίζει και εκείνη τη στιγμή, εμείς ήμασταν εκείνοι που τη γύριζαν.
Πολλοί άλλοι εγκατέλειψαν την ιατρική. Ένας λόγος που εγώ δεν το έκανα ήταν επειδή οι άνθρωποι χρειάζονταν βοήθεια και εγώ μπορούσα να τους την παράσχω. Ένας ακόμη λόγος που συνέχισα να δουλεύω ήταν επειδή χρειαζόμουν να πιστεύω ότι, εάν ποτέ βρισκόμουν σε κίνδυνο, θα έρχονταν άλλοι άνθρωποι να με βοηθήσουν. Το συγκριτικό μας πλεονέκτημα ως άνθρωποι είναι ότι μπορούμε να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον και να ξεπερνάμε τις αντιξοότητες μαζί. Εγώ έκανα το καθήκον μου εβδομάδα με την εβδομάδα, μήνα με το μήνα.
Τελικά, στην καρδιά του χειμώνα, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των γενεθλίων μου, έκανα την πρώτη δόση του εμβολίου. Η επιστήμη μας έφερε μια λύση και θα μπορούσαμε επιτέλους να δούμε το τέλος όλων αυτών των μηνών φόβου, εξάντλησης και θυσίας.
Αυτό όμως δεν έγινε. Η COVID-19 δεν τελείωσε. Αντίθετα, τα ποσοστά μολύνσεων αυξάνονται. Έχει έρθει η μετάλλαξη Δέλτα και τα νοσοκομεία γεμίζουν ξανά. Αυτή τη φορά όμως το βάσανο μοιάζει διαφορετικό, γιατί μπορεί να αποφευχθεί. Προαιρετικά. Μια επιλογή.
Ο κύριος λόγος που η πανδημία δεν έχει τελειώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι επειδή οι άνθρωποι δεν εμβολιάζονται. Μερικοί μπορεί να έχουν σοβαρούς λόγους για να μην κάνουν το εμβόλιο, αλλά οι οι περισσότεροι που αρνούνται να εμβολιαστούν δεν φαίνεται να ενεργούν με βάση κάποια δεδομένα ή στοιχεία.
Οι αρνήσεις που διαβάζουμε καθημερινά μοιάζουν περισσότερο με μια γενική δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση ή σε μια ισχυρή ταυτότητα άρνησης από αυτούς τους ανθρώπους.
Και όλες αυτές οι αρνήσεις προς τον εμβολιασμό σημαίνουν ότι οι άνθρωποι θα αρρωσταίνουν και θα χρειαστούν φροντίδα και μπορεί να πεθάνουν άσκοπα. Αυτό είναι ένα γεγονός που πολλοί από εμάς στην υγειονομική περίθαλψη-που είμαστε όλοι εξαντλημένοι, όλοι έχουμε δώσει ήδη παρά πολλά- δυσκολευόμαστε να το αγνοήσουμε καθώς κατευθυνόμαστε σε ένα νέο κύμα ασθενών με COVID-19.
Όταν οι άνθρωποι παίρνουν την προσωπική τους απόφαση για το αν θα εμβολιαστούν, δεν σκέφτονται το τραύμα που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης από τις αρχές του περασμένου έτους. Και δεν τους ζητώ να το λάβουν υπόψη. Ο επαγγελματισμός επιβάλλει οι γιατροί να επικεντρώνονται στην ασθένεια που έχουν μπροστά τους και όχι στη συμπεριφορά που μπορεί να την έχει προκαλέσει.
Όταν οι συνάδελφοί μου διαγνώσουν χλαμύδια σε έναν ασθενή, προτεραιότητα τους είναι η χορήγηση αντιβιοτικών, και όχι το να κάνουν μια διάλεξη σχετικά με τους ανόητους συντρόφους. Αλλά αφού συνταγογραφηθούν τα αντιβιοτικά, αυτός ο ίδιος επαγγελματισμός είναι που πρέπει να διασφαλίσει ότι ο ασθενής γνωρίζει το πως μεταδίδονται τα χλαμύδια καθώς και το πως μπορεί να αποφύγει να βρεθεί ξανά σε αυτή την κατάσταση.
Το εν λόγω άτομο μπορεί να ακούσει ή και να μην ακούσει τον γιατρό, και αυτό είναι κάτι κατανοητό. Ωστόσο, η απόρριψη των εμβολίων COVID-19 σε μαζικό επίπεδο είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο- και το πιο απειλητικό για τους συναδέλφους μου κι εμένα.
Με το να αρνούνται την πιο αποτελεσματική παρέμβαση, οι άνθρωποι διακινδυνεύουν όχι μόνο τη ζωή τους αλλά και τη ζωή πολλών γύρω τους. Αυτό περιλαμβάνει κι εκείνους που δεν μπορούν να εμβολιαστούν – τα παιδιά μου ανάμεσά τους. Αυτοί που απορρίπτουν τα εμβόλια, με την επιλογή τους, μπορεί να με οδηγήσουν στο να αναγκαστώ ξανά να αποφύγω τα παιδιά μου λόγω του επαγγέλματος μου.
«Αυτό που πιο πολύ με τρελαίνει», μου είπε ένας από τους γιατρούς φίλους μου, «είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι θα απορρίπτουν την επιστήμη ακριβώς μέχρι τη στιγμή που θα χρειαστούν ό,τι έχω για να τους κρατήσω ζωντανούς, και τότε θα νιώθουν ότι έχουν το δικαίωμα να έρθουν στην πόρτα μας επειδή δικαιούνται αυτή τη βοήθεια και τη σκληρή δουλειά».
Αυτή η φίλη χαρακτηρίζει την ασυνέπεια που βλέπει στη συμπεριφορά των ανθρώπων που απορρίπτουν ένα εμβόλιο, αλλά στη συνέχεια απαιτούν την ιατρική φροντίδα που βασίζεται στην ίδια επιστήμη.
Ο κόσμος το επιλέγει. Και η πρόθεση είναι αυτό που μετράει. Η πρόθεση είναι αυτό που διαφοροποιεί ένα παιδί που πεινάει επειδή ο γονιός του δεν έχει τα χρήματα για να του αγοράσει δείπνο από ένα παιδί που πεινάει επειδή ο γονιός του δεν του αγόρασε δείπνο παρόλο που είχε χρήματα. Το να έχεις τη δυνατότητα να προσφέρεις ανακούφιση αλλά να μην το κάνεις, είναι σκληρό. Για πολλούς ιατρικούς παρόχους που εργάζονται σήμερα, η απόρριψη των σωτήριων εμβολίων για την COVID-19 μοιάζει σαν ένα τεράστιο «Γαμηθείτε» εκ μέρους του 29% των Αμερικανών ενηλίκων. Εμείς θα συνεχίσουμε να παρέχουμε την καλύτερη δυνατή φροντίδα, όμως εκείνοι κάνουν τη δουλειά μας πολύ πιο δύσκολη.
Όπως είναι φυσικό, δεν συμφωνούν όλοι οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Αρκετοί εργαζόμενοι στα νοσοκομεία παραμένουν ανεμβολίαστοι και ορισμένοι μάλιστα έχουν διαδηλώσει ενάντια στους νόμους εμβολιασμού σε όλο το νοσοκομείο. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς εμβολιαστήκαμε και θα πάμε στη δουλειά μας αύριο και την επόμενη μέρα. Θα δώσουμε φάρμακα και θα διασωληνώσουμε ασθενείς, ανεξάρτητα από το αυτοκόλλητο του προφυλακτήρα στο αυτοκίνητό τους. Εμείς τηρούμε την συμφωνία που έχουμε κάνει με την κοινωνία. Η κοινωνία όμως κάνει το καθήκον που της αναλογεί;
Η πανδημία μας έχει στερήσει πολλά: εκατομμύρια θέσεις εργασίας, πάνω από ένα χρόνο εκπαίδευσης για δεκάδες εκατομμύρια παιδιά, περισσότερες από 600.000 ζωές Αμερικανών.
Μέσα σε αυτό το νέο κύμα μολύνσεων που μπορεί να προληφθεί σε μεγάλο βαθμό, ορισμένοι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης χάνουν και κάτι ακόμη: την πεποίθηση ότι όλοι μας μπορούμε να ενωθούμε σαν λαός για να λύσουμε ένα πρόβλημα.
Το να θεραπεύεις ανθρώπινα σώματα γίνεται πιο δύσκολο όταν ένα μέρος της πίστης στην ανθρωπότητα κάποιου έχει χαθεί.
Τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά; Πιθανώς καινούργια κύματα COVID-19, ίσως μια ευρεία επιστροφή στη μάσκα ή και υποχρεωτικοί εμβολιασμοί για ορισμένες δραστηριότητες.
Με το πέρασμα του χρόνου και την κοινή λογική, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να φτάσουν σε ένα σημείο στο οποίο οι λοιμώξεις να υποχωρούν. Αλλά μπορεί και όχι. Θα υποστήριζα ότι, ακόμη κι αν το κάνουμε, οι Αμερικανοί θα έχουν χάσει χρόνο, ενέργεια και ζωές.
Έναν χρόνο πριν, ανησυχούσαμε για τις μειωμένες προμήθειες μασκών Ν95 και για τα περιορισμένα αποθέματα αναπνευστήρων. Αυτό που όμως τώρα εξαντλούμε, είναι ο πιο αναντικατάστατος πόρος υγειονομικής περίθαλψης: η ελπίδα.
Chavi Eve Karkowsky – The Atlantic