Οι δυνατότητες μιας σημαίας

Αφού τελείωσε βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα ακόμα καμελάκι. Παντού στα γύρω μπαλκόνια ελληνικές σημαίες...

Χρήστος Ωραιόπουλος
οι-δυνατότητες-μιας-σημαίας-677372
Χρήστος Ωραιόπουλος

Στην αναμονή της δεύτερης καραντίνας όλες οι μέρες πάνω-κάτω έμοιαζαν. Όπως και χθες, σήμερα ξύπνησε με έναν απίστευτο πονοκέφαλο, ένα κεφάλι κουδούνι, που τον έκανε να σκεφτεί πως ο χλευασμός απέναντι στη θεωρία ‘’πονεί κεφάλι, κόψει κεφάλι’’ οφείλεται σε μια κατάχρηση εξουσίας ορισμένων γιατρών που είχαν ντιλάρει με φαρμοκοτρίφτες και φαρμακοβιομήχανους, κυρίως αυτούς, για να τα παίρνουν χοντρά χορηγώντας ασπιρίνη μέχρι και για πρόωρη εκσπερμάτωση. Ας μην μιλήσουμε για το μεγαλύτερο νούμερο της κινηματογραφικής ταχυδακτυλουργίας της κοινωνίας του θεάματος που μας έπεισε ότι ένα κουτί ασπιρίνες κάνουν τον τέλειο αυτόχειρα.

Τα απογευματινοβραδινά ξίδια είχαν καθιερωθεί ως λύση ανάγκης με μόνη διαφορά πως σε αντίθεση με το χθεσινό πρωί, σήμερα δεν είχε να πάει στη δουλειά. Γιατί ήταν Εθνική Εορτή, αργία. Φυσικά ήταν και τυχερός γιατί δεν του έτυχε η εργασιακή στραβή, τόσα ακούγονται για τους εργοδότες ή δεν δούλευε σε κανά καφέ τύπου φραντσάιζ σαν τον τζιμάνι που του φέρνει τώρα τον φρέντο καπουτσίνο μέτριο με μαύρη, κανέλα, κομματάκια σοκολάτας και έξτρα αφρόγαλα, που παράγγειλε χωρίς καν να ανοίξει το στόμα και να σηκώσει το ακουστικό και να δώσει στο τζιμάνι γαμημένο πουρμπουάρ.

Πλήρωσε ακριβώς την παραγγελία, που συμπλήρωσε με ένα ηλίθιο συσκευασμένο κομμάτι κέικ λεμόνι που θα κατέληγε στα σκουπίδια για να πιάσει την ελάχιστη, έκλεισε την πόρτα και έχυσε άτσαλα σχεδόν το μισό αντισηπτικό στα χέρια του.

Κάθισε στον καναπέ, αφού αφαίρεσε προσεκτικά το νάιλον από το καλαμάκι, έβγαλε ένα τσιγάρο από το τσαλακωμένο πακέτο κάμελ μπλε μαλακό και το έβαλε στο στόμα, όμως ο αναπτήρας δεν άναβε, όσο κι αν στράβωνε το κεφάλι ή έβαζε περίτεχνα το χέρι λες και φυσούσε μέσα στο σπίτι, λες ο άδειος big θα ‘βγαζε το Άγιο φως. Σηκώθηκε να ψάξει στις τσέπες του δερμάτινου για τον καβατζωμένο αντιανεμικό του φίλου που βρέθηκαν χθες. Ξανακάθισε στον καναπέ γεμίζοντας στόμα και πνευμόνια με καπνό, δυο τρεις τζούρες και ύστερα μια μεγάλη ρουφηξιά καφέ. Η πρώτη της ημέρας.

Όπως και πέρυσι, ακόμη και ένα πρωινό ξύπνημα δεν του έδωσε τις λίγες ώρες ηρεμίας γιατί οι ακραιονοτιοβαλκάνιοι έλληνες είχαν αρχίσει από πολύ πρωί τα διαδικτυακά εμβατήρια, τα ελάτε να τα πάρετε, δεν είχαν και παρέλαση άλλωστε να ξεσπάσουν. Συμβιβάστηκε ότι και φέτος θα τα παρακολουθούσε όλα, όσα μπορούσε δηλαδή, ποιος έγραψε τι, ποιος σχολιάζει πίπες, τι είναι το πιο ακραίο που λέγεται φέτος.

Άνοιξε το τουίτερ πατώντας στην αναζήτηση των χάσταγκ, Ελλάς, 28η Οκτωβρίου, Μεταξάς (για τη συζήτηση ποιος είπε το ΟΧΙ), ΟΧΙ, ΤΣΩΡΤΣΙΛ (οι ήρωες πολεμάνε σαν Έλληνες, χωρίς hoax δεν έχει φάση), παρελάσεις, ΚΑΤΣΙΦΑΣ, αθάνατοι κτλ και πατούσε διαρκώς refresh χαζεύοντας κείμενα και φωτογραφίες.

Ρουφώντας την τελευταία γουλιά καφέ από το χάρτινο πλέον ποτήρι, δυο F16 ξέσκισαν τον ουρανό, προκαλώντας έναν τρομακτικό ήχο και μια δόνηση στο διαμέρισμα του πέμπτου, που είχε από αβλεψία τα παράθυρα ανοιχτά. Παρ’ όλα αυτά αντί να αρχίσει τα μπινελίκια είτε να βγει στο μπαλκόνι όπως οι υπόλοιποι ένοικοι, ποιοι ένοικοι δηλαδή, όπως όλη η γειτονιά έτρεξε στο λάπτοπ να ψάξει την κλασική ομιλία κάποιου ‘’ήρωα’’ πιλότου, υπερβολικά Έλληνα. Όπως και πέρυσι, θυμάστε;

Απογοητευμένος από την απουσία αυτού του βαθύτατα κοινωνιολογικού γεγονότος, είπε να κάνει διάλειμμα από όλα αυτά για να συνδέσει ένα πακέτο συνδρομητικής τηλεόρασης, που είχε αγοράσει, για να επιβεβαιώσει μέσα του ότι πήρε αύξηση στο μισθό του και πλέον με πληρωμένους λογαριασμούς τηλεφώνου, οι εταιρείες του έκαναν δώρα, προσφορές και τσιμπούκια. Ήθελε λέει να βλέπει ταινίες και ντοκιμαντέρ, κυρίως ένα για τον Μπέργκμαν για να θυμάται ότι κάποτε υπήρξε μποέμης αριστερός.

Αφού τελείωσε βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα ακόμα καμελάκι. Παντού στα γύρω μπαλκόνια ελληνικές σημαίες. Της πουτάνας. Κοίταξε κάτω. Η γιαγιά στο δεύτερο, ή μάλλον ο ανύπαντρος πενηντάρης, επίσης υπερβολικά έλληνας, σαν τον περσινό πιλότο, γιος της είχε βάψει την τέντα στα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Βασικά υπήρχε μια ελληνική σημαία στο δεύτερο σε διαστάσεις και σχήμα τέντας. Ξαναμπήκε μέσα.

Η ώρα είχε πάει δυο. Φέτος δεν θα έτρωγε μπακαλιάρο. Δεν θα έτρωγε μεσημεριανό. Όχι γιατί απαξίωνε το έθιμο και τη γνωστή ταβέρνα που τρώγανε παλιά το μυθικό κουρκούτι, αλλά γιατί απλά δεν πεινούσε.

Όταν τελείωσε και το τελευταίο τσιγάρο, θα ‘πρεπε να κατέβει να πάρει, τα ποστ, οι καυγάδες είχαν κάπως κοπάσει, επειδή όλοι έπρεπε να ανταμώσουν με τις οικογένειές τους, να κάνουν και να πούνε όσα κάνουν και λένε οι συγγενείς όταν αναγκάζονται να βρεθούν και να γεμίσουν τα στομάχια τους με θαλασσινά και εθνικούς μεζέδες.

Ξαναβγήκε έξω κι όπως απλά διάβαζε τα χάσταγκ, όπως ήπιε καφέ, όπως εγκατέστησε το πακέτο συνδρομητικής τηλεόρασης, όπως δεν πήγε στη δουλειά επειδή ήταν αργία, έτσι έβγαλε το ένα του πόδι πάνω από το κάγκελα, έτσι και το δεύτερο και έκανε βουτιά από τον πέμπτο, περνώντας και σκίζοντας την τέντα-σημαία του δευτέρου, η οποία δεν μπόρεσε να τον κρατήσει.

Αυτό ήταν το συμπέρασμα της ολοήμερης σχεδόν παρατήρησης. Μια σημαία δεν μπορεί να σε κρατήσει στη ζωή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα