Οι δυο πίκρες στα Γλυκά Νερά
Στοχοποιώντας γενικά και αόριστα τους ‘’γνωστούς-αγνώστους’’ που μιλάνε σπαστά ελληνικά, λες και το σκληρό και βίαιο έγκλημα εμφανίζεται αποκλειστικά από αλλοδαπούς...
Αν κάποιος θέλει να δηλώσει κάτι για το έγκλημα στα Γλυκά νερά, αυτό είναι μόνον η θλίψη, ο θρήνος, το πένθος. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Ένα κορίτσι είκοσι ετών, μικρότερο στην ηλικία από εμένα που γράφω τώρα, δολοφονήθηκε δίπλα στο σύζυγο και το μικρό παιδί του. Το σκυλί της οικογένειας κρεμάστηκε από τους δολοφόνους. Μπορούν να γίνουν τόσες σκέψεις για το κορίτσι που έφυγε, τον πατέρα που έμεινε πίσω, για τους γονείς που έχασαν το παιδί τους, τη γιαγιά, την τόσο τραγική φιγούρα να κρατά στην αγκαλιά της το βρέφος, καθώς το βγάζουν από το σπίτι.
Το πιο ανθρώπινο συναίσθημα που μπορεί να γεννά το άκουσμα της είδησης είναι ο θρήνος, η νοητή συμπαράσταση σε ένα κορίτσι που έφυγε και στους ανθρώπους που έμειναν να καταρρέουν, ίσως και για πάντα. Ακόμη και ο φόβος είναι ως ένα σημείο θεμιτός. Κανένα άλλο συναίσθημα.
Ειδικά το μίσος, το γενικό και αόριστο και προς πάσα κατεύθυνση. Ειδικά για όλους εμάς που όχι της οικογενείας δεν είμαστε, ούτε καν μένουμε εκεί κοντά.
Είναι άλλο πράγμα η απέχθεια, η αποστροφή, η οργή κατά των δραστών και άλλο πράγμα το μίσος που έσπευσαν να εκδηλώσουν ορισμένοι με τον πάντα ετοιμοπόλεμο και πολεμικό λόγο τους. Πριν καλά-καλά βγει η είδηση και μάθουμε τι έγινε, πριν καν προλάβουμε να το ακούσουμε, να συνειδητοποιήσουμε -έστω σαν σκηνή ταινίας- το αποτρόπαιο έγκλημα, να θρηνήσουμε, σαν άνθρωποι να στεναχωρηθούμε, οι γνωστοί-άγνωστοι πολεμοχαρείς βγήκαν και άνοιξαν πυρ, στοχοποιώντας γενικά και αόριστα τους ‘’γνωστούς-αγνώστους’’ που μιλάνε σπαστά ελληνικά, λες και το σκληρό και βίαιο έγκλημα εμφανίζεται αποκλειστικά από αλλοδαπούς.
Αλλά ακόμα κι έτσι να ήταν και πάλι αυτοί που βγήκαν και μίλησαν για σπαστά ελληνικά, δεν μπορούν να τα βάζουν με μια τόσο ευρεία ομάδα που μιλά σπαστά, δηλαδή τους ξένους ανθρώπους στην Ελλάδα. Βέβαια, ακριβώς, αυτός είναι ο σκοπός και το πάτημα της ιδεολογίας τους, ο ρατσισμός.
Βρήκαν ευκαιρία αδιαφορώντας για το αν είναι Βούλγαροι, Αλβανοί, Σύριοι, Αφρικανοί, χωρίς καμιά ερευνητική διάθεση ή εγκληματολογική προσέγγιση που με θράσος συνήθως χρησιμοποιούν για κάλυψη-φερετζέ και πιπίλισαν την καραμέλα: σπαστά ελληνικά, συνδέοντας υποθετικά κάποια ενδεχόμενη προηγούμενη αποφυλάκιση, που εντάξει δεν είναι και κάτι παράλογο ένα τέτοιο έγκλημα να τελέστηκε από καταδικασθέντες ποινικούς. Δεν θα το έκανε κάποιος ήρεμος άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Της διπλανής πόρτας κάνουν άλλα και ‘’πέφτουμε από τα σύννεφα’’.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επί αλλοδαπών και μόνο δραστών οι ίδιοι άνθρωποι ξεκινούν, όπως ξεκίνησαν και πάλι, όπως κάνουν κάθε φορά μετά από τέτοια εγκλήματα, να αναπαράγουν την κουβέντα για οπλοκατοχή και απροϋπόθετη θεώρηση της χρήσης του όπλου στο σπίτι εναντίον του επίδοξου διαρρήκτη ως νόμιμης άμυνας. Ότι δηλαδή χωρίς να ερευνήσουμε τη σωφρονιστική μας πραγματικότητα, χωρίς να θίξουμε ότι η αστυνομία αντί να επιτελεί το αληθινό της έργο, αποτρέποντας τέτοια εγκλήματα έγκαιρα φρουρεί ‘’εκδότες’’ που πουλάνε τσαμπουκά ή γράφει τριακοσάρια στους δρόμους και τις πλατείες πουλώντας και εκείνη τσαμπουκά, έχουμε τη λύση εμείς.
Και ποια είναι η λύση που λέμε; να γεμίσουμε τα σπίτια όπλα, να σκοτώνει ο κόσμος όποιον μπαίνει να του φάει ένα μήλο από τη μηλιά. Ακόμη κι αν αυτές οι εφηβικές συζητήσεις για ψυχολογικούς ελέγχους που λένε πετύχουν, αυτό που στην πράξη πρεσβεύουν είναι ότι άμα τους σκοτώναμε δεν θα είχαμε τέτοια εγκλήματα, οπότε όλα καλά, γιατί δεν μας οπλίζεται τα χέρια; Αυτό εννοώ μίσος, έναντι θρήνου. Συν τοις άλλοις η τόσο εκτεταμένη κατοχή και εξοικείωση με τα όπλα είναι πολύ πιθανόν να γεννήσει ακόμη σκληρότερο και συχνότερο έγκλημα, αναπόφευκτα βία. Τέλος πάντων, αυτά νομίζω τα έχουμε λύσει.
Το ερμηνευτικό κλειδί, το κιάλι σε όλο αυτό, πίσω από τη φενάκη της αντίδρασης και της δήθεν επιστημονικής-πολιτικής συζήτησης που θέλουν να ανοίξουν γύρω από την οπλοκατοχή πρέπει να είναι η παρομοίωση και ένταξη των θέσεων αυτών στη φασιστική ιδεολογία. Γιατί τι κάνει ο φασισμός: Βλέπει το έθνος ως ένα καθαρό, αμόλυντο σπίτι, που και το αδικήσανε και αδίκησε τον εαυτό του, βαφτίζει εχθρούς-ξένο αίμα αυτούς που θα εισβάλλουν στο τέλειο σώμα του και από αυτό ζει και πορεύεται δίχως αυτό, δηλαδή ένα αντίπαλο αντίβαρο δεν μπορεί να υπάρξει. Σε ανθρώπινο επίπεδο αντίληψης του κόσμου η συγκεκριμένη ανάγκη δείχνει σοβαρές υπαρξιακές ελλείψεις και ανεπάρκειες. Αλλά ας μείνουμε στο πολιτικό.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο νέο του βιβλίο ο Κωστής Παπαϊωάννου, Άγρια Ιστορία για μεγάλα παιδιά (Εκδόσεις Πόλις σελ. 43-44) για το φασιστικό τύπο ανθρώπου: Ο φασισμός διαμορφώνει το φασιστικό τύπο ανθρώπου. Του απευθύνει κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία μάλιστα έχει καταγράψει ο Ρόμπερτ Πάξτον: διεκτραγώδηση της κρίσης («πόσο ξεπέσαμε»)• ανωτερότητα -φυλετική και πολιτισμική- της «δικής μας» ομάδας (οι άλλοι είναι «βάρβαροι, κατώτεροι απολίτιστοι»)• θυματοποίηση («όλοι θέλουν να μας καταστρέψουν, είμαστε θύματα»)• λατρεία των πεσόντων ηρώων. Ο λόγος του εθνικισμού, ο φασιστικός λόγος, παρουσιάζει κάθε κοινωνική διαδικασία σαν μια διαρκή μάχη. […] Μέσα σε αυτή τη μονίμως έτοιμη ρητορική σε τέτοια εγκλήματα έχουμε πάντα να κάνουμε με τη γνωστή και επικίνδυνη γάγγραινα των τίτλων και των ρεπορτάζ των αστυνομικών συντακτών.
Αν και η αρχική παραδοχή πρέπει να είναι ότι αστυνομία και αστυνομικοί ρεπόρτερ πρέπει να βρίσκονται σε μια συνεννόηση για την έγκυρη ενημέρωση που μένει στα πραγματικά περιστατικά τουλάχιστον σε αυτά που πρέπει/ μπορούν να ειπωθούν, στην Ελλάδα τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει καμιά ισορροπία, διότι ακριβώς η αστυνομική είδηση, η παρουσίαση και ο σχολιασμός ενός εγκλήματος απογειώνουν τα νούμερα τηλεθέασης και απήχησης.
Άρα η παρουσίαση αυτή θα είναι προσαρμοσμένη στους κοινωνικούς ιδιωματισμούς έτσι ώστε να κουμπώσει, να δέσει ανάλογα με το γενικότερο πλαίσιο που πουλάει. Παραδείγματα ο γυναικοκτόνος στη Μακρυνίτσα που τα μέσα πυροβολούσαν κατά των δικαστικών θεσμών λόγω της απόφασης που δεν εκτελέστηκε και ο δράστης κυκλοφορούσε, σε αντίθεση με το έγκλημα στα Γλυκά Νερά που αντικείμενα του σχολιασμού έγιναν χαρακτηριστικά των δραστών. Τα Μέσα Ενημέρωσης, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρέπει να κρατάνε τις ισορροπίες, ειδικά μάλιστα, όταν υπάρχει αυτή η ρητορική περί οπλοφορίας, θανατικής ποινής, ευνουχισμού των δραστών. Οι φρικιαστικές λεπτομέρειες, οι φωτογραφίες της νεκρής(!) δεν βοηθούν στη διατήρηση της ισορροπίας.
Όπως αυτοί που βγαίνουν και μιλάνε για οπλοφορία και νόμιμη άμυνα κάνουν το πολιτικό τους κομμάτι, έτσι και τα ΜΜΕ κάνουν το κομμάτι τους χτυπώντας μόνο τα νούμερα. Αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι δεν μπορεί να καπηλεύονται το δικαίωμά μας να στεναχωρηθούμε, να θρηνήσουμε, να θυμώσουμε στο κάτω-κάτω με όποιον υπαίτιο για το παιδάκι που θα μεγαλώσει χωρίς τη μητέρα του όλοι αυτοί οι γνωστοί άγνωστοι που ονειρεύονται όπλα, σκοτωμούς και άγρια δύση, χωρίς ποτέ να βλέπουν τα προβλήματα και τις λογικές, συντεταγμένες λύσεις. Για να αηδιάσουμε με ένα έγκλημα, να θρηνήσουμε δεν χρειάζεται να θέλουμε να σκοτώσουμε αυτόν που το έκανε.