Οι νέοι και η πανδημία
Tώρα πια έχουμε το επίδικο για τη νεότητα. Τις δύο αυτές δυνάμεις – τη ματαίωση του μέλλοντος και τη ροπή προς την ελευθερία.
Οι νέοι και η πανδημία Aνάμεσα στο παρελθόν και ένα μέλλον, απείθαρχοι;
Tο πένθος ήρθε να κατοικήσει μέσα μας. Έξω από τις εντατικές περιμένουν οι «ακόμα άθιχτοι», ή αυτοί που κάπως τη γλίτωσαν, όχι απαραίτητα επειδή ήταν «προσεχτικοί»… Στο τελευταίο της έργο, η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα συνόψισε με έναν εξαιρετικό τρόπο το ψυχικό αποτύπωμα της πανδημίας. Επέλεξε να την προσεγγίσει ως ένα «αδύνατο πένθος». Βέβαια, η ίδια τον όρο μπορεί να τον χρησιμοποιεί πιο συγκεκριμένα, και πάντως πιο τεκμηριωμένα. Εμείς μπορούμε αυτή την έννοια του «αδύνατου» να τη γενικεύσουμε λιγάκι, να πούμε ότι με τη μία ή την άλλη μορφή ορίζει λίγο και την εποχή μας, αρχίζει να κατοικεί μέσα μας. Ή τουλάχιστον ότι σχετίζεται και κατοικεί μέσα σε αυτό που θα προσδιορίσουμε ως νεότητα μέσα στην πανδημία. Πρώτα όμως, τι είναι αυτό «το αδύνατο πένθος»; Μπορούμε να το δώσουμε με εικόνα.
Είσαι σε ένα κρεβάτι, σε ένα ψυχρό δωμάτιο, μέσα στο γεμάτο μηχανήματα νοσοκομείο, αόρατη στους συγγενείς ή τους φίλους που άφησες πίσω. Και οι τελευταίοι να σε περιμένουν έξω από το κέντρο υγείας με τα αυτιά τους στο τηλέφωνο, χωρίς να μπορούν έστω για μία στιγμή να σε ακούσουν, να σου αγγίξουν το χέρι. Πόσες και πόσοι έφυγαν ή και φεύγουν από κοντά μας έτσι στην πανδημία, παρατηρεί η κ. Μάτσα. Τους μετέφεραν τα φορτηγά στους τόπους της μαζικής ταφής. Χωρίς ένα χάδι, ή μία ταπεινή έστω τελετή για να γαληνέψουν οι έμβιοι ανθρώπινοι δεσμοί εκείνων που έμειναν πίσω.
Με την αναβολή του αποχαιρετισμού λοιπόν, το πένθος ήρθε να κατοικήσει μέσα μας. Έξω από τις εντατικές περιμένουν οι «ακόμα άθιχτοι», ή αυτοί που κάπως τη γλίτωσαν, όχι απαραίτητα επειδή ήταν «προσεχτικοί». Και στο ανάμεσα μας, άδειοι οι δρόμοι και οι γειτονιές. Ή εσχάτως, λόγω εμμονών θα λέγαμε, και ασφυξιακά γεμάτοι, αλλά σίγουρα «ημιτελείς», χωρίς χαμόγελα, γεμάτοι στην κόπωση και την αγωνία.
Αυτές λοιπόν νομίζω είναι οι τρεις συνθήκες ζωής που ήρθαν και αντικατέστησαν τη βαβούρα, καλή-κακή, της τελευταίας ημέρας πριν να εμφανιστεί η φριχτή πανδημία. Η ανθρώπινη μας κατάσταση μπαλαντζάρει ανάμεσα σε αυτούς τους μονοδιάστατους τρεις κυριαρχικούς ψυχικούς μας «ρόλους» – του «ακόμα άθιχτου», αυτού που τη «γλύτωσε», ή του «διασωληνομένου» που χάνεται σε ένα δωμάτιο, προσωρινά ή μόνιμα, χωρίς τον αναγκαίο θρήνο. Μία ανθρώπινη κατάσταση πιο δικτυωμένη από ποτέ, αλλά συνάμα και τόσο μόνη.
Ίσως κάποιος να διαπιστώνει μία υπερβολή εδώ, και μπορεί εν μέρει να έχει και δίκιο. Ίσως να διανύουμε εκείνη τη φάση της πανδημίας που το θηρίο έχει εξορθολογιστεί, μας έχει απλώς κουράσει, θέλουμε να φύγει. Μικραίνει για αυτό, και διαδέχεται το δέος που μας είχε προκαλέσει το πρώτο κλείσιμο. Το μόνο που αφήνει πίσω του είναι η βασική στατιστική που συναντάς πλέον καθημερινά στα δελτία όλων των ειδήσεων, επαυξημένη όμως λόγω και της δριμύτητας του «τρίτου» πλέον κύματος. Και συνδυασμένη με ένα πλήθος προβλεπτικών μοντέλων – αριθμοί, ισολογισμοί, πόσο θα αντέξει η οικονομία, πόσο πριν η κοινωνία να εξεγερθεί στον επιβεβλημένο περιορισμό της.
Κάθε σύννεφο αμφιβολίας για τη σοβαρότητα της πανδημίας διαλύεται όταν εκείνες τις μέρες έζησα τη μάνα μου να ξαγρυπνάει με τον ιό, τυχερή που δεν κατέληξε στο νοσοκομείο. Δεν θυμάμαι μόνο εκείνη αλλά και όλους τους ανθρώπους στα νοσοκομεία μας, με τις υπερανθρώπινες υπερωρίες τους, με τα τηλεφωνήματα που μας έδιναν συμβουλές και ένα κουράγιο. Ποτέ τόσοι πολλοί δεν πρέπει να ένιωσαν τέτοια βαθύτατη ευγνωμοσύνη σε τόσους λίγους. Στις τρεις άλλες συνθήκες ζωής δηλαδή έχουμε χρέος να προσθέσουμε και μία τέταρτη, και ας τη θυμόμαστε τελικά μόνο όταν έχουμε ανάγκη ή όταν αγγίζει τα δικά μας σώματα ο ιός – είναι το νοσηλευτικό μας προσωπικό, όσοι μας δίνουν τη φροντίδα. Βέβαια, από τις τέσσερις αυτές πλέον καταστατικές ψυχικές διαθέσεις, που αντικατέστησαν τον προηγούμενο κόσμο, ξεπήδησαν και ηθικοπλαστικά παράγωγα. Όλων των ειδών.
«Υπεύθυνοι πολίτες» παντός τύπου, υπερεκπροσωπημένοι στο δημόσιο διάλογο, με τις δικές τους αγωνίες να βρουν και να δείξουν ένα φταίχτη. Άλλοτε να ξεχνούν και άλλοτε να θυμούνται επιλεκτικά. Χάνοντας για αυτό και το μέτρο. Που αντί να αγωνιούν, για παράδειγμα, όπως όφειλαν, για το ιατρικό μας προσωπικό και για τις σισύφειες προσπάθειες τους για φροντίδα, καταγράφοντας διαρκώς όλα όσα καταγγέλλονται κατά καιρούς ως τραγικές ελλείψεις, ή αντί να σκεφτούν ότι μερικοί, συνήθως οι φτωχότεροι ή οι γυναίκες σύμφωνα με τις μελέτες, πηγαίνουν ακόμα με τα λιγοστά διαθέσιμα λεωφορεία στη δουλειά, εξ’ού και ο συνωστισμός, τους έβλεπες να δίνουν ρεσιτάλ στις εγκλήσεις. Περιφερόμενοι από κανάλι σε κανάλι και από γιορτή σε γιορτή μαζί με την ανθρωποφαγία τους…
Πολλοί εξ’αυτών, στην προσπάθεια τους να βρουν φταίχτες και να επινοήσουν άλλους ήρωες, ξέχασαν και άλλα πράγματα. Λάμβαναν ως δεδομένο ότι ο πολίτης που πειθαρχεί στα μέτρα είναι ένα άψυχο ον, ένα και ενιαιό. Ούρα οι «διάσημοι» να μας ανοίγουν λοιπόν τα σπίτια τους στην πανδημία. Στις τέσσερις καθημερινές συνθήκες που ανέλυσα μπορούμε δηλαδή να προσθέσουμε και ένα συρμός που αντί να αναλύει τις κοινωνικές εμπειρίες, αντί να ακονίζει την ενσυναίσθηση μας, δείχνοντας για παράδειγμα πως επιμέρους μορφές ζωής προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, βρήκε αφορμή με την πανδημία να βρει πόσο φταίει ο γείτονας ή ο νέος κτλ.
Προς τους γιατρούς και τους νοσηλευτές λοιπόν, που ξαγρύπνησαν, προς τους τοξικομανείς για τους οποίους μας μίλησε κατά προτεραιότητα η κ. Μάτσα ή για τις γυναίκες που κλείστηκαν στο σπίτι με το βίαιο σύμπλεγμα κατωτερότητας των μάτσο συζύγων τους, ή σε αυτούς που θέλουν να θρηνήσουν, με αυτή την ταπεινότητα προς τους ανθρώπους που διαχειρίζονται ανυπολόγιστα κενά, ένα σύντομο προβληματισμό και για τη νεολαία. Πρώτα πρέπει να ρωτήσουμε αν υπάρχει κάτι ξεχωριστό στην πανδημία που να κάνει την εμπειρία των νέων ανθρώπων διαφορετική. Τι να είναι άραγε αυτό που περισσότερο από τα άλλα μπορεί να θίγει έναν νέο, αν μπορούμε τελικά να ορίσουμε κάπως και τη νεότητα. Στο πεδίο του ορισμού, είναι δύσκολο να ορίσει κανείς το νέο. Υπάρχουν πίσω από τη λέξη διακριτές εμπειρίες ζωής που απαιτούν άλλη μεταχείριση. Νέοι μεν, αλλά φτωχότεροι χωρίς τάμπλετς, νέοι, αλλά με νέες μορφές σεξουαλικότητας που οι νόρμες αποκλείουν. Νέες, αλλά χωρίς γονείς κ.α. Ένας αδύνατος όρος η νεολαία που μπορείς να τον προσδιορίσεις γενικά με βάση την ηλικία, άλλα πάντα όμως με επιφυλάξεις. Γιατί εκτός από την αμφισημία του ορισμού υπάρχουν και νέοι στο σώμα αλλά με παλιές ιδέες, ή γηραιότεροι αλλά ανοιχτοί στο μέλλον. Οπότε για αυτό θα την αφήσω ως έννοια να εξελιχθεί.
Τι είναι όμως αυτό που ίσως τους θίγει ως τέτοιους περισσότερο; Νομίζω είναι η ελευθερία, και η απουσία της.
Τον όρο ελευθερία όμως εδώ δεν τον εννοώ στενά, ασφυχτικά. Δεν αναφέρομαι στην ελευθερία να επιλέγει κανείς που θα πάει, ή τι θα αγοράσει, και δεν υπαινίσσομαι ότι αυτή τη στέρηση στην ελευθερία πρέπει απαραίτητα να τη βιώνει ένας νέος αλλιώς. Μιλάω για μία άλλη ελευθερία, που σχετίζεται πιστεύω κατά προτεραιότητα με τη νεολαία.
Αναφέρομαι στην ελευθερία να αυτό-προσδιορίζεσαι, να μπορείς να πειραματιστείς και να διαλέξεις, μαζί με άλλους, για μία ζωή πυκνή και με αξιοπρέπεια. Αυτή η ελευθερία δεν είναι άρα αυτιστική, ούτε και μονοπρόσωπη, και σε καμία περίπτωση εξαρτημένη από την «κατανάλωση». Δεν την απολαμβάνεις μόνο σου με τον εαυτό σου και έναν όχλο κόλακες σαν ο «άριστος άνθρωπος» που έγινες, και δεν εξαγοράζεται. Είναι ταπεινή γιατί τη ζεις σε συνάφεια με τους άλλους ίσους ανθρώπους στην κοινωνία σου και το βιόκοσμο σου, για τον οποίο μαζί ως ένα βαθμό έχετε φροντίσει. Εξαρτάται τότε από τον κοινωνικό δεσμό, την ποιότητα του, και ας κατοικεί τελικά σε ένα μοναδικό πρόσωπο, στον τρόπο του να περιεργάζεται τον κόσμο, στην επιθυμία του τελικά να τον ερμηνεύσει αυθεντικά. Ενώ όλοι λοιπόν στερηθήκαμε τις επαφές μας και κάτι από τις επιμέρους «στενές» ελευθερίες μας, είναι μάλλον οι νέοι, ακριβώς επειδή κατοικούν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στην εφηβεία και την ένταξη σε συστήματα πχ. στην αγορά εργασίας, επειδή ακριβώς ζουν χωρίς τις δεσμεύσεις και τις νόρμες των «μεγάλων», προσπαθώντας παράλληλα να τους ξεπεράσουν και να φέρουν τις δικές τους, που απολαμβάνουν μίας «προνομιακής» σχέσης με αυτή την πυκνή έννοια της ελευθερίας. Είναι λόγω της θέσης τους δηλαδή στο χρόνο και στην κοινωνία που οι νέοι μπορούν να βιώσουν αυθεντικότερα τον αυτοπροσδιορισμό, που μπορούν ανοιχτά να πειραματιστούν και να αφήσουν το νέο να μπει. Που βιώνουν αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Claude Lefort, παρασυρμένος και από τα γεγονότα του Μάη, όταν η νεολαία θα πρωτοστατούσε, θα ονόμαζε μία «άγρια» δημοκρατία. Εμείς απλώς θα αλλάξουμε το «δημοκρατία» με το «ελευθερία».
Μπορούμε να πάμε την έννοια λιγάκι παραπέρα. Ο ιστορικός της κουλτούρας Κώστας Κατσάπης αποκάλεσε τη γενιά αυτή στις μελέτες του «απείθαρχη», για να αναφερθεί και στον τρόπο που την κωδικοποίησε η στρατιωτική χούντα στη χώρα μας. Ας δούμε λοιπόν πως η ελευθερία που βιώνουν οι νέοι εκφράζεται τελικά, δίνοντας και ένα παράδειγμα. Είμαστε λοιπόν στην επαρχία αμέσως μετά τη Χούντα. Η πρώτη τόσο σπουδαγμένη και με επιρροές γενιά θα επιστρέψει στον τόπο της, σε αντίθεση με τη σημερινή του ερήμωση, προς την πόλη ή προς τις χώρες με δουλειές. Θα ανοίξει σπίτια, θα βρει δουλειές, θα «νοικοκυρευτεί». Όμως πριν βάλει μια βάση στην κοινωνία που σήμερα είναι έκρυθμη, πριν να διαχειριστεί το κοινωνικό της ζήτημα κερδίζοντας έναν αξιοπρεπή μισθό, θα κάνει και κάτι άλλο. Γυναίκες και άντρες θα μαζευτούν σε ένα καφενείο για να συζητήσουν. Θα ιδρύσουν έναν πολιτιστικό σύλλογο. Θα προγραμματίσουν αιρετικές παραστάσεις αναβιώνοντας συμφιλιωτικά το παρελθόν των γωνιών τους, και θα ανταλλάξουν απόψεις. Όλα αυτά στη Φλώρινα, σε ένα συντηρητικό τόπο, τη δεκαετία του ΄80.
Και έπειτα, αφού χτίστηκε ο δεσμός με το χώρο, και στα σύμβολα, ήρθε και το αποτύπωμα της στο χρόνο, η μεγάλη αυτή απόφαση να αναδειχθεί ένα συνεκτικό σύνολο ανθρώπων για να αποτυπώσει την αλλαγή στο θεσμό και στο Νόμο. Μία νέα και σπουδαγμένη γενιά ενάντια στο συντηρητισμό των παππούδων μας ή στο διχασμό τους, όχι τόσο αξιακά κατατεμαχισμένη όσο η σημερινή ίσως, ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά τόσο μαζικά, ίσως και αμήχανα, και εκ των υστέρων με πολλές διαγνωσμένες αστοχίες, την αξία της συμμετοχής, του αυτοπροσδιορισμού. Που πολλές φορές προϋποθέτει και τη συμβολική «πατροκτονία», μία – απείθαρχη – διεκδίκηση του χρόνου και του χώρου από τους γονείς της.
Αυτό ήταν για την προηγούμενη γενιά, και στάσεις και αντιλήψεις από τότε επιβιώνουν ως σήμερα.
Οι νέοι σήμερα πάντως, διαβάζουμε στις διάφορες μελέτες, «μεγαλώνουν» πριν την ώρα τους. Σε μία επίκαιρη, του Ινστιτούτου Πουλαντζά, για ηλικίες 17-34, (Μάρτιος-Φεβρουάριος 2021), βλέπουμε να τους προκαλεί αγωνία για το μέλλον ο μισθός και οι συνθήκες εργασίας κατά 62% και η ανεργία κατά 42%. Πώς να μην αγωνιούν; Σε μία δεκαετία η χώρα έχει χάσει σχεδόν το 1/4 του ΑΕΠ της. Πολλοί νέοι και νέες με εποχική δουλειά στην εστίαση και στον τουρισμό δεν θα κάνουν σεζόν ή δεν ξέρουν αν θα ανοίξει. Η ανεργία ακατέβατα είναι γύρω στο 20% τα τελευταία χρόνια. Και ενώ είναι υπερεκπαιδευμένη εξαρτάται από χαμηλά αμειβόμενες δουλειές. Αισθάνονται άρα κατά 49% απογοήτευση, κατά 41% θυμό, κατά 27% αηδία, 25% απελπισία, για το μέλλον. Και όλα αυτά την ίδια ώρα που κατοικούν κατά 46% με τους γονείς, που τους στηρίζουν και οικονομικά. Και όμως πολλοί επιλέγουν να εμμένουν σε αυτό που φαίνεται; Ότι οι νέοι μπορεί να μην τηρούν τα μέτρα για την πανδημία; Ότι δηλαδή δεν ανησυχούν ότι θα κολλήσουν για παράδειγμα τους γονείς τους, με τους οποίους άλλωστε κατά το ήμισυ συζούν. Ή αισθάνονται ότι είναι πολύ μακριά τους, εκεί στο εξωτερικό που μεταναστεύουν μαζικά…
Αν χωρίσουμε και πιο ειδικά κατηγορίες νέων και το εξειδικεύσουμε, δεν είναι μόνο η εργασιακή επισφάλεια για ένα πλήθος νέων, κάτι που το ταυτίζω με την έννοια του Guy Standing, το πρεκαριάτο. Τα σημερινά παιδιά του λυκείου για παράδειγμα θα δώσουν εξετάσεις μόνα τους χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη από και προς τους συμμαθητές τους, ή χωρίς τους δασκάλους τους. Και ταυτόχρονα θα συνομιλούν πάντα με αυτή τη βεβαιότητα σε όλες τους τις επιλογές. Δεν θα διαλέξουν τη φιλοσοφία που τους αρέσει αλλά τη ρομποτική και τα οικονομικά. Εκεί είναι η επιβίωση. Θα τα δεις να βιώνουν τότε έναν ακραίο βαθμό άγχους, μία άνοδο στις ψυχικές διαταραχές, μία έλλειψη κινήτρων. Στην έρευνα που επικαλούμαι εδώ κατά 72% δηλώνουν ότι η πανδημία τους έχει πλήξει στη ψυχική υγεία. Είναι δύσκολο πράγματι να περνάς φοιτητής και να μην μπορείς να σπουδάσεις, ή να σπουδάζεις μπας και βρεις δουλειά.
Το μοτίβο των δηλώσεων των νέων παιδιών που φιλοξενούμαι στη ψηφιακή parallaxi επιστρέφει συνεχώς σε λέξεις όπως «ασφυξία», «πλήξη», «μελαγχολία». Ας βάλουμε και το «αγαμία», «έλλειψη φλερτ», «νετφλιξ» κτλ. Αυτό, και άλλα, δηλώνει για παράδειγμα ο Κώστας, 21 ετών. Αντί να «γκομενιάζω» στη Θεσσαλονίκη έχω φρακάρει στο χωριό έχοντας δει ότι σειρά υπάρχει. Το εκτόπισμα προς το μέλλον και στην ιστορία αναβάλλεται, έχει μπει στον πάγο, όπως και βασικές κατηγορίες της ζωής όπως ο έρωτας ή η φιλία. Παρατηρούμε δηλαδή παντού μία αναβολή, ένα αίσθημα ματαιότητας, από κρίση σε κρίση, μία συσσώρευση ανεκπλήρωτων ορμών, την επισφάλεια, την απουσία ενός ιδιωτικού χώρου για να ερωτευτείς βρε αδερφέ. Μία ζωή που ψηφιοποιείται και γίνεται «εξ΄αποστάσεως». Όμως αυτά είναι η μία όψη, που εκδηλώνεται στην οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική, τη ψυχολογία. Παράλληλα σε όλα αυτά τα πεδία εκδηλώνεται ίσως και κάτι ακόμα. Μία αντίδραση. Αυτό παρατηρούμε όταν, όπως έχουμε χρέος, επεξεργαζόμαστε τα αιτήματα των φοιτητών που διαδηλώνουν: «ανοιχτές σχολές», «πτυχία με αντίκρισμα», «δημόσιο και δημοκρατικό πανεπιστήμιο», «ακαδημαϊκή ελευθερία χωρίς αστυνομία». Βλέπουμε στην αντίδραση μία δύναμη που ωθεί τους νέους στην επανακατάληψη του δημόσιου και ελεύθερου χώρου, του πραγματικού τους χώρου, για πραγματικά μαθήματα μαζί με τις φίλες και τους φίλους τους. Την απορία, αν όχι την οργή, για την έλλειψη εμπιστοσύνης από την πολιτεία και τους δημοσιολογούντες που τους ενοχοποιούν. Ίσως τελικά έχουμε και την «άγρια ελευθερία». Γιατί όπως υπάρχει το αδύνατο πένθος ως η αόρατη θεμελιακή συνθήκη για κάθε στατιστική της πανδημίας, υπάρχει από ότι φαίνεται στη νεολαία και το αίσθημα για ένα αδύνατο μέλλον. Αλλά και η ανάγκη να το προσπελάσουν. Να πειραματιστούν με τα όρια του δυνατού και του αδύνατου.
Με αυτά, νομίζω, τώρα πια έχουμε το επίδικο για τη νεότητα. Τις δύο αυτές δυνάμεις – τη ματαίωση του μέλλοντος και τη ροπή προς την ελευθερία. Τις βλέπουμε κατά τη γνώμη μου να συγκρούονται στο ψυχικό, στο κοινωνικό, στο πολιτικό, και κάτω από τους φριχτούς μας ρόλους μέσα στην πανδημία. Από κρίση σε κρίση, έχουμε από τη μία, μία παρηκμασμένη σε ιδανικά κοινωνία. Διστακτική. Αλλά από την άλλη, μία δύναμη, ας πούμε απείθαρχη, «άγρια» με νέα ιδανικά ίσως, υπερμορφωμένη πάντως, και απότι φαίνεται όχι αδιάφορη. Που δεν θα μας πάει πίσω, στην παλιά «κανονικότητα», άλλα παρακάτω. Το αν θα καταφέρει να αφήσει το δικό της αποτύπωμα, αυτό είναι ανοιχτό. Μπορεί και να γεννήσει και τέρατα άλλωστε. Εγώ πάντως εκτός από αδικημένη, αισθάνομαι επίσης ότι είναι και έτοιμη για κάτι καλό. Εσείς;