Featured

Οι Θεσσαλονικείς: Φώτης Τσαλταμπάσης

Η Θεσσαλονίκη είναι οι άνθρωποι της. Η parallaxi εγκαινιάζει μια νέα στήλη στην οποία άνθρωποι που έζησαν την πόλη διηγούνται ιστορίες ζωής από αυτήν.

Γιώργος Τσιτιρίδης
οι-θεσσαλονικείς-φώτης-τσαλταμπάσης-879528
Γιώργος Τσιτιρίδης

Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη. Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.

Γεννήθηκα στο Αηδονοχώρι Σερρών στις 20 Νοέμβρη του 1935. Έζησα στο χωριό και στο Ορφανοτροφείο Νιγρίτας μέχρι τα 12 μου χρόνια όταν και ήρθα Θεσσαλονίκη στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο. Η μάνα μου πέθανε το 1937 επάνω στην γέννα του 6ου παιδιού.

Ζήσαμε τα 4 αδέλφια. Λίγες ημέρες αργότερα πέθανε και το παιδί, από ίκτερο. Ο πατέρας μου πέθανε τον Μάρτιο του 1946 και μείναμε τέσσερα παιδιά ξεκρέμαστα.

Ήταν πολιτικοποιημένος πολύ, λίγο φυλακή, το κυνηγητό, οι κακουχίες στα 52 του μας άφησε και αυτός. Ήταν δάσκαλος στα Κερδύλια. Εκεί δίδασκε ο πατέρας του γέρου Καραμανλή και όταν έφυγε πήρε ο πατέρας μου τη θέση του.

Στον πόλεμο δίδασκε τα παιδάκια στο σπίτι χωρίς αμοιβή χωρίς τίποτα. Φέρνανε ένα κομμάτι ψωμί, ένα καυσόξυλο για την σόμπα, δεν ήταν υποχρεωτικό όποιος ήθελε. Τα παιδιά που μάθανε γράμματα στον πατέρα μου είχαν να λένε γι’ αυτόν.

Πολλές φορές τυχαία όταν έλεγα το επίθετο μου κάποιοι μαθητές του ρωτούσαν, «τι τον είχες το Θωμά Τσαλταμπάση;» και όταν έλεγα «ήταν ο πατέρας μου» με αγκάλιαζαν με πολύ αγάπη και συγκίνηση. Την Γερμανική κατοχή την περάσαμε πολύ δύσκολα. Από τα αδέλφια μου ήμουν ο πιο μικρός. Ο μεγάλος μου αδελφός του 1924 δεν ζει είναι ο παππούς του Θανάση Τσαλταμπάση, του ηθοποιού. Ο άλλος μου ο αδελφός ζει είναι στα 92.

Μένουμε λοιπόν το 1947 μόνοι μας ορφανοί. Δεν υπήρχε κανείς να μας φροντίσει. Κάναμε την γεωργία, ο μεγάλος μου αδελφός πήγαινε Χαλκιδική έπαιρνε ελιές και λάδια για να τα πουλήσει ίσα ίσα για να μπορούμε να ζούμε. Εγώ άκουσα από άλλα παιδιά της ηλικίας μου ότι πήγαν στο ορφανοτροφείο και αποφάσισα ότι θέλω να πάω και εγώ. Πηγαίνω στον πρόεδρο της κοινότητας που ήταν στην Μαυροθάλασσα τον Ιούλιο του 1947, του λέω θέλω ένα πιστοποιητικό γεννήσεως να πάω στο ορφανοτροφείο. ´Δεν δικαιούσαι μου λέει γιατί εσύ είσαι κομμουνιστής´.

Ηλικία 12 χρονών χωρίς μάνα χωρίς πατέρα και μου λέει είσαι κομμουνιστής. Μπορείς στα 12 σου χρόνια να ξέρεις ποιοι ήταν οι κομμουνιστές, ποιοι ήταν οι ταγματασφαλίτες αυτά τα μάθαμε μετά εμείς. Εμένα με ακολούθησε αυτό το στίγμα “ο κομμουνιστής” σε όλα μου τα χρόνια. Τι χειρότερο για ένα παιδί 10-12 ετών. Με πιάσανε τα κλάματα. Εγώ ένα πιστοποιητικό γεννήσεως θέλω του είπα.

Μου το έδωσε τελικά, κατέθεσα τα χαρτιά μου για το ορφανοτροφείο της Νιγρίτας. Κάθισα ένα χρόνο και από εκεί αποφάσισαν να στείλουν όσα παιδιά δεν είχαν ούτε πατέρα ούτε μητέρα ήταν δηλαδή ορφανά και από τους δύο γονείς στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης και μέσα σε αυτούς ήμουν και εγώ.

Βρήκα μια οικογένεια στο Παπάφειο. Είχα το πρωινό, το μεσημεριανό, το Σάββατο θα είχε το λουτρό να κάνουμε μπάνιο. Υπήρχε το δημοτικό μέσα στο ορφανοτροφείο. Εκεί τελείωσα έδωσα εξετάσεις και μπήκα στον Ευκλείδη. Το Παπάφειο είχε τότε πάνω από 300 ορφανά παιδιά συνήθως λόγω του πολέμου του εμφυλίου.

Το πρωί 7:30 η ώρα ακούγαμε την σάλπιγγα για εγερτήριο. Πλενόμασταν και κατεβαίναμε για πρωινό. Τσάι, ελιά και λίγο τυράκι. Μετά πηγαίναμε στο σχολείο. Οι μεγάλοι πηγαίνανε στον Ευκλείδη. Μεσημέρι φαγητό και διάβασμα.

Σαββάτο και Κυριακή είχαμε έξοδο μπορούσαμε να πάμε βόλτα. Το πρωί είχε εκκλησία ήταν υποχρεωτική όπως και το κατηχητικό και να μας κοινωνήσουν. Εγώ δεν τα ήθελα πολύ ξέφευγα όσο μπορούσα. Είχαμε και την εξομολόγηση. Μας έλεγαν ότι θα έρθει παπάς να μας εξομολογήσει. Τι αμαρτίες μπορεί να έχει ένα παιδί 12 και 14 ετών. Να έχει κάνει μια σκανδαλιά ή να έχει πει ένα ψέμα. Κάθε φορά που με φώναζαν για την εξομολόγηση δεν πήγαινα. Είχαμε και την μουσική μπάντα του Παπαφείου που ήταν η καλύτερη που υπήρχε.

Το ορφανοτροφείο έβγαλε πολύ καλούς μουσικούς. Η πλειοψηφία των παιδιών του Παπαφείου που έβγαιναν από εκεί γινόντουσαν καλοί οικογενειάρχες. Για πολλά χρόνια πήγαινα κάθε 7 Ιανουαρίου του Αγίου Ιωάννη στην γιορτή του Παπάφη για να εκκλησιαστώ στην εκκλησία του ορφανοτροφείου.

Στην έξοδο του Σαββατοκύριακου εγώ δεν είχα πουθενά να πάω. Κάποιοι είχαν και συγγενείς ή έναν από τους δύο γονείς είχαν κάπου να πάνε. Τότε δεν ήταν τα λεωφορεία. Είχε τα τράμ. Εμείς οι Παπαφιώτες ζωηρά παιδιά δεν μπορούσε να μας κρατήσει κανείς. Τότε ο ελεγκτής έλεγε ότι μπορούσαν να μπουν στο τράμ μέχρι 3-4 ορφανά. Οι άλλοι θα περιμένουν το επόμενο. Δεν έβαζαν παραπάνω μέσα. Εμείς ήμασταν μεγάλες παρέες 10 και 15 άτομα. Κάναμε την σκαλομαρία. Ερχόταν ο εισπράκτορας μας κλωτσούσε τα χέρια από εκεί που κρατιόμασταν για να πέσουμε. Έφευγε εμείς τρέχαμε και ξαναανεβαίναμε.

Πηγαίναμε είτε προς τα επάνω είτε προς τα κάτω στο Βαρδάρη, στην Κολόμβου που έκανε τέρμα. Και από την έκθεση μέσα περνούσε το τραμ τότε δεν ήταν η έκθεση μεγάλη όπως είναι σήμερα. Εκεί ήταν η Αγία Φωτεινή τα σπιτάκια τώρα δεν έχει τίποτα. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια φτωχή πόλη. Χαμόσπιτα. Στην Κολόμβου και στο Βαρδάρη οι παπατζήδες οργίαζαν το “εδώ παπάς εκεί παπάς” έδινε και έπαιρνε. Έξω από τον κινηματογράφο Πάνθεον στηνόταν και πουλούσαν ρολόγια, υφάσματα. Σου έλεγαν “μόλις κατέβηκα από το καράβι και έφερα από το εξωτερικό φωτογραφικές μηχανές, χρυσαφικά, υφάσματα και ρούχα”. Τις πιο πολλές φορές χαλασμένα δεν δουλεύανε. Η μαύρη αγορά ήταν εκεί, οι παπατζήδες, και τα σπίτια με τις γυναίκες. Είχε κακόφημα μαγαζιά. Λεφτά δεν υπήρχαν απλά γυρνούσαμε από εδώ και από εκεί για βόλτα. Ερχόταν ο ταχυδρόμος έφερνε γράμματα, επιταγές, δέματα από αδέλφια συγγενείς στα άλλα τα παιδιά. Εγώ δεν είχα να περιμένω από πουθενά. Η διαδρομή μας ήταν Λαμπράκη, Εγνατία, Κολόμβου ή θα πηγαίναμε Καραμπουρνάκι, και παραλία για μπάνιο. Από την Εγνατία και κάτω Τσιμισκή ας πούμε δεν κατεβαίναμε ποτέ.

Πηγαίναμε στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, στο σιντριβάνι, στα σημερινά πανεπιστήμια. Βάζανε τα ορφανά μέχρι 5 -6 άτομα. Εμείς ήμασταν πολλά άτομα. Και στα ντουβάρια είχε γυαλιά επάνω για να μην μπορείς να σκαρφαλώνεις. Εμείς τα τρίψαμε τα ρημάξαμε τα γυαλιά σε ένα σημείο και σκαρφαλώναμε επάνω οι πιο χεροδύναμοι τραβούσαν τους άλλους και μπαίναμε μέσα για να δούμε τους αγώνες.

Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Σχολή Τυφλών γκρουπ ολόκληρα είχε ένα μαγαζί το Μιραμάρε και λέγαμε την περιοχή Μιραμάρε. Βγάζαμε τα ρούχα και πέφταμε στη θάλασσα και φτάναμε μέχρι εκεί που περνούσαν τα καραβάκια που πήγαιναν Νέους Επιβάτες. Άλλες μέρες πηγαίναμε με τα πόδια στο Καραμπουρνάκι για να κάνουμε μπάνιο. Μπάνιο και βόλτα δεν είχαμε λεφτά για να πάρουμε παγωτό.

Μαθαίναμε τέχνες μέσα στο ορφανοτροφείο. Και παράλληλα πηγαίναμε στον Ευκλείδη. Βγήκαμε ολοκληρωμένοι τεχνίτες. Επιπλοποιοί, τσαγκάρηδες, ηλεκτρολόγοι, κουρείς. Όλα τα επαγγέλματα είχε. Κάνανε έπιπλα και τα πουλούσαν για να έχει το ορφανοτροφείο έσοδα. Παπούτσια και ρούχα δεν αγοράζαμε. Τα έφτιαχναν εκεί και μας τα μοιράζανε.

Το 1953 αφού τελείωσα στον Ευκλείδη “Μηχανοτεχνιτών Τορναδόρος” αποφάσισα να φύγω για να καταταγώ στην αεροπορία. 3 παιδιά οι δυο σιδεράδες και εγώ ήμασταν αγαπημένοι κολλητοί από το δημοτικό μέχρι τον Ευκλείδη και κάναμε μαζί και τα χαρτιά μας για την αεροπορία διότι δεν χωρίζαμε ποτέ και κρατήσαμε την φιλία μέχρι τα τελευταία. Όταν τελειώσαμε την εκπαίδευση το 1954 με πήγαν στον Βόλο στον Αγχίαλο και επειδή είχα το πτυχίο του Ευκλείδη με κάναμε γραμματέα των πτήσεων. Πήγα για να κάνω 36 μήνες όμως ο στρατηγός ο Παπάγος τότε το κατέβασε 24 μήνες.

Μετά το στρατό γύρισα και έμεινα στην Ακρόπολη στην Άνω πόλη. Τότε όλα ήταν χαμόσπιτα παντού. Βγήκα στη γύρα για δουλειά κάτω στην Ταντάλου που ήταν γεμάτη μηχανουργία. Ταντάλου, Προμηθέως, Σαπφόυς. Είχε μόνο συνεργία και οίκους ανοχής. Το πρώτο μεροκάματο 38 δραχμές που μετά έγινε 42 δραχμές. Έχω αλλάξει πάρα πολλές δουλειές εκείνη την εποχή.

Το 1958 γνώρισα την γυναίκα μου σε ένα φιλικό σπίτι. Ο ένας είδε τον άλλον. Ξεκινήσαμε να βγαίνουμε και σαν νέοι πηγαίναμε στις ταβέρνες τα κουτούκια και τα μπουζουξίδικα. Ήταν μεγάλα κέντρα που είχε και έξω για το καλοκαίρι και μέσα για το χειμώνα.

Ήταν η Κομπαρσίτα, ήταν ο Σαίτης στην Ανω πόλη που πηγαίναμε με τα παιδιά εκεί της Άνω πόλης για καμιά ρετσινούλα. Ήταν η “Μπλέ αλεπού” ένα υπόγειο μπουζουξίδικο Τσιμισκή με Διαγώνιο στα Ιλίσια τον κινηματογράφο κοντά. Ήταν η Αρτζεντίνα στην παλιά Δ.Ε.Η στο 3ο σώμα στρατού απέναντι, μεγάλο μαγαζί είχε και μέσα και έξω. Εκεί έκανα και το γάμο μου και αν δεν έχουμε κάνει γλέντια εκεί. ‘Ένα μαγαζί δεν θυμάμαι το όνομα του που ήταν πάνω από το ΑΧΕΠΑ κοντά στις 40 εκκλησιές στην Ευαγγελίστρια ερχόταν ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα. Ο Χρηστάκης ερχόταν στα μαγαζιά της Σταυρούπολης που είχε όλο κέντρα διασκέδασης και ξυλάδικα. Όλα ήταν με ζωντανή μουσική. Και είχαμε και μια συνήθεια να παίρνουμε πράγματα για αναμνηστικά. Ένα τασάκι, ένα πιρούνι ένα κουτάλι όταν φεύγαμε κάτι έπαιρνε η παρέα από τα μαγαζιά για χαβαλέ. Πηγαίναμε και πολύ στα σπίτια. Σε κάθε γιορτή τα σπίτια γέμιζαν ο ένας πήγαινε στην γιορτή του άλλου και διασκέδαζαν. Αυτές οι συναντήσεις έχουν χαθεί. Έπαιρνες ένα βερμούτ, ένα λικέρ, ένα κρασί, σοκολατάκια και πήγαινε ο ένας στην γιορτή του άλλου. Έλεγες τι γιορτή είναι σήμερα; Ποιον ξέρω που γιορτάζει και περνούσες από σπίτι σε σπίτι. Ποιος πάει σε γιορτές τώρα.

Ήμαστε ένα βράδυ στην Μπλε Αλεπού, ελεύθερα παιδιά. Γλεντάμε και ξημερώματα βγαίνουμε και προχωράμε στο δρόμο. Μπροστά μας ένας κύριος ενοχλεί κάτι κορίτσια και πάμε εμείς πίσω του και του χωνόμαστε να του κάνουμε χαλάστρα. Φτάνουμε Αριστοτέλους γίνεται μια φασαρία, φωνάζει αυτός βοήθεια.

Εκεί δίπλα ήταν τότε το 3ο αστυνομικό τμήμα. Τρέχουν οι χωροφύλακες μας τσακώνουν, μας πάνε επάνω γιατί αυτός είπε ότι οι νεαροί δημιουργούν φασαρία. Από την παρέας μας ο ένας είχε γνωστό έναν αστυνόμο, ο άλλος είχε έναν δικηγόρο τότε τα βίζματα δούλευαν. Εγώ τους λέω εγώ δεν έχω κανέναν δεν έχω που να πάρω τηλέφωνο. Διώχνουν αυτούς και κρατάνε μόνο εμένα.

Οι άλλοι κάθονται στην σκάλα. Με το που τους βλέπουν λένε τι κάνε εδώ φύγετε. Πως θα φύγουμε λένε αυτοί που θα τον αφήσουμε το φίλο μας θέλουμε να πάρουμε και αυτόν. Οπότε τι να κάνουν κρατάνε τα στοιχεία μας και μας αφήνουν να φύγουμε. Μέχρι να ξεμπερδέψουμε είχε σχεδόν ξημερώσει. Ούτε που μας ένοιαζε, άλλωστε δεν μας περίμενε κανένας εμάς. Τέτοια πράγματα κάναμε τότε. Για το χαβαλέ.

Το σπίτι της Ευκαρπίας

Η γυναίκα μου ήταν από Ευκαρπία και όταν παντρευτήκαμε το 1958 φτιάξαμε το σπίτι μας στην κάτω πλευρά που ήταν όλα χωράφια. Τα πρώτα σπίτια ήταν παράνομα μετά μπήκαν στο σχέδιο.

Το 1949 πήγα στην πρώτη ποδοσφαιρική συνάντηση στο Ιβανώφειο. Έπαιζαν Ηρακλής – Άρης. Έχασε ο Άρης και έγινα Αρειανός. Ήμουν πάντα υπέρ των αδυνάτων. Και την ημέρα της δολοφονίας του Λαμπράκη με είχαν στείλει πρόσκληση για την ομιλία αλλά εγώ δούλευα απόγευμα. Δεν κατάφερα να αλλάξω τη βάρδια μου και να φύγω από την δουλειά και δεν πήγα αλλιώς θα ήμουν και εγώ εκεί.

Στην Θεσσαλονίκη έζησα όλη μου την ζωή εκτός από τα χρόνια της δικτατορίας που έφυγα με τη γυναίκα μου στην Σουηδία. Μοίραζα τότε προκηρύξεις της Ε.Δ.Α (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) ενάντια στην χούντα. Το κείμενο μιλούσε για οικονομικό μποϊκοτάζ για να πέσει η χούντα. Έμαθα ότι κάποιος ξέρει για εμένα και επρόκειτο να με καταδώσει. Τότε δούλευα στην Κοσμογκάζ στα κεντρικά γραφεία, Βενιζέλου 12 μια Δανέζικη εταιρία με υγραέρια. Η έδρα ήταν στην Αθήνα το παράρτημα Θεσσαλονίκη και προμηθεύαμε πρατηριούχους σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα υγραέρια και συσκευές.

Όταν διέρρευσε ότι με έχουν προδώσει μου έδωσε ένας συνάδελφος ένα γράμμα να φύγω στην Σουηδία όπου ζούσε ο αδελφός του για να με βοηθήσει να εγκατασταθώ εκεί. Έτσι στις 6 Δεκεμβρίου του 1969 φεύγω από την χώρα. Για να πάρω άδεια παραμονής έδωσα κατάθεση ότι είμαι κατά της χούντας και κινδυνεύει στην Ελλάδα η ζωή μου και έτσι μου δώσανε άδεια εργασίας και σπίτι. Ήταν μια δεύτερη πατρίδα η Σουηδία. Ο Ούλοφ Πάλμε ήταν μπροστάρης στις διαδηλώσεις των Ελλήνων της Σουηδίας κατά της ελληνικής χούντας.

Από τη Σουηδία γυρίσαμε το 1976. Άνοιξα το 1977 κατάστημα με υαλικά και είδη προικός στην Άνω Ηλιούπολη. Στην οδό Μακρυγιάννη ήταν μόνο χωράφια. Η λάσπη έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Οι γυναίκες κατέβαιναν αφήναν τις μπότες τους με δυο δάχτυλα λάσπη και φορούσαν παπούτσια – γόβες για να πάνε βόλτα στην αγορά. Έψαχνα ένα μέρος που δεν έχει μαγαζιά για να ανοίξω εγώ πρώτος. Το 1984 το μετέφερα στην Ευκαρπία μέχρι το 1992 που έπεσε πολύ η δουλειά. Το 1994 το έκανα καφενείο μέχρι το 1999 περίπου που βγήκα στην σύνταξη.

Τότε υπήρχε φτώχεια είχε όμως άλλα καλά. Ο κόσμος ήταν πιο δεμένος νοιαζόταν ο ένας τον άλλο, διασκέδαζαν όλοι μαζί η κάθε γειτονιά το κάθε σπίτι. Σήμερα ο κόσμος είναι αλλιώς. Η φτώχεια πάλι υπάρχει γιατί πάντα θα υπάρχουν οι έχοντες και οι μη έχοντες αλλά έχουν άλλα προβλήματα, άλλο τρόπο ζωής.

Το πρωί θα σηκωθώ, θα περπατήσω, θα πάω στο καφενείο να πιω το καφεδάκι μου να παίξω κανένα χαρτάκι με την παρέα, το μεσημέρι φαγητό, θα πάω στα παιδιά στα εγγόνια. Δραστήριος είμαι ακόμη. Ταυτότητα και διαβατήρια έτοιμα Αν μου πεις τώρα πάμε ένα ταξίδι εγώ ακολουθώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα