Featured

Τότε που ζούσαμε για τον κόκκινο στρατό

Πρώην στρατιωτικοί και μια γυναίκα που έζησαν στις στρατιωτικές μονάδες Σοβιετικών Δυνάμεων κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διηγούνται εμπειρίες ζωής

Parallaxi
τότε-που-ζούσαμε-για-τον-κόκκινο-στρατ-715101
Parallaxi

Λέξεις: Χριστίνα Μιχαηλίδου

Πρώην στρατιωτικοί και μια γυναίκα που έζησαν στις στρατιωτικές μονάδες Σοβιετικών Δυνάμεων στην τότε Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διηγούνται εμπειρίες ζωής και όσα κρύβονται πίσω στα στρατεύματα.

Στην αρχή οι δραστηριότητες ήταν αρκετά περιορισμένες στα στρατόπεδα. Οι μνήμες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν φρέσκες, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος έκανε αισθητή την παρουσία του. Περίπου ένα εκατομμύριο άνδρες στάλθηκαν να υπηρετήσουν στην Γερμανία από το 1945 έως το 1994. Στόχος τους ήταν η προστασία των δυτικών συνόρων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. «Δόξα στην ΟΣΣΓ» (Ομάδα Σοβιετικών Στρατευμάτων στην Γερμανία) φωνάζουν μέχρι και σήμερα αυτοί που υπηρέτησαν. Παρά τις δυσκολίες, δεν υπάρχει για αυτούς μεγαλύτερη τιμή από το να πολεμήσεις για την πατρίδα.

Αυστηρό πρόγραμμα με πρωινό ξύπνημα στις έξι τα ξημερώματα και ύπνο στις δέκα το βράδυ είχαν οι στρατιωτικοί τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας των στρατευμάτων. Περνούσαν όλη την ημέρα τους με την εκπαίδευση. Μάθαιναν πως να πολεμήσουν και να υπερασπιστούν την πατρίδα.

«Ήταν πολύ παλιά, δεν είχαμε την ελευθερία που είχαν αργότερα οι στρατιωτικοί».

Ο κ. Βαλέριος Φομίνιχ, που υπηρέτησε το 1966 στην πόλη Πότσδαμ, αναφέρει πως «Το βράδυ πριν τον ύπνο, κάποιες φορές, μας δινόταν λίγος ελεύθερος χρόνος. Μπορούσαμε να γράψουμε γράμματα, να πλύνουμε, να ράψουμε τα ρούχα μας, και να διορθώσουμε τον γιακά. Στις αργίες μπορούσαμε να πάρουμε άδεια και να φύγουμε. Όμως επέτρεπαν μικρές ομάδες ανθρώπων, όχι πάνω από τρία άτομα. Έτσι περνούσαμε την υπηρεσία μας».

Η κυρία Βαρβάρα Γκρίντνιεβα, τότε 26 χρονών, εγκατέλειψε το πατρικό της στην Ρωσία τον Δεκέμβριο του 1976 και πέταξε στην Γερμανία για να εργαστεί στα σοβιετικά στρατεύματα. Εργάστηκε έως το 1978 στο στράτευμα 60-833 στην Βιτεμβέργη, και περιγράφει σήμερα την ζωή της αυτά τα δύο χρόνια.

«Μέσα στα στρατεύματα είχε στρατιωτικούς, λοχαγούς, αξιωματικούς, διοικητές. Είχε φυσικά και ανθρώπους που ήρθαν να δουλέψουν στο στράτευμα. Εγώ ανήκα σε αυτούς. Δεν ήταν εύκολό να πας στα στρατεύματα αυτά, ακόμη και να δουλέψεις. Έπρεπε να σε θεωρεί το κράτος καλή εργαζόμενη, σεμνή, από καλή οικογένεια. Και μετά έπρεπε να περάσεις από αρκετές επιθεωρήσεις και ελέγχους για να πας. Με χίλια ζόρια πήγα. Έπρεπε οι γονείς σου να μην έχουν ποινικό μητρώο – και εννοείται ούτε εσύ η ίδια. Είχαμε έρθει μια ομάδα ανθρώπων από την Ρωσία και, μόλις φτάσαμε στην Γερμανία, μας μετέφεραν στο στράτευμα που θα δουλεύαμε. Εγώ μεταφέρθηκα στο στράτευμα 60-833 στην Βιτεμβέργη. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα που ήμουν εκεί βγήκε διαταγή να φοράμε ειδική στρατιωτική στολή και εμείς και να πάμε για εκπαίδευση. Με βάλανε σε τανκ, μου έμαθαν πως να πυροβολώ, έτσι ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα. Να μπορούμε να πολεμήσουμε και οι γυναίκες».

«Ζούσα με άλλη μια γυναίκα, που δούλευε ως γραμματέας στο συγκεκριμένο στράτευμα, σε ένα δωμάτιο που μας έδωσε ο στρατός. Κάθε πρωί ξυπνούσα και πήγαινα στην δουλειά μου στο εστιατόριο. Εκεί δούλευαν δύο μαγείρισσές, εγώ και ένας νεαρός στρατιωτικός που βοηθούσε. Έπλενε τα πιάτα και καθάριζε, έτσι ψιλοπράγματα. Σέρβιρα ρωσικό φαγητό, αλλά τα προϊόντα τα αγόραζε η προϊστάμενή μας από γερμανικά μαγαζιά».

Όσο δούλευα εκεί, οι στρατιωτικοί ήταν όλοι πάρα πολύ ευγενικοί. Δεν ένοιωσα ποτέ άβολα, παρόλο που ήμουν τόσο μακριά από το σπίτι. Δεν υπήρχαν πολλές κοπέλες. Τους άκουγα να μιλάνε κάθε μέρα στο εστιατόριο. Μεταξύ τους έλεγαν πολλά αστεία, ανέκδοτα, και συνήθως μιλούσαν για την υπηρεσία. Καμιά φορά τους άκουγα να μιλάνε για τις αγαπημένες τους.» Με την πάροδο του χρόνου άρχισε η κατάσταση στα στρατόπεδα να γίνεται λιγότερο αυστηρή. Όχι όμως στο κομμάτι της πειθαρχίας και της εκπαίδευσης, απλώς απέκτησαν περισσότερες ελευθερίες οι στρατιωτικοί.

«Δεν είχαμε πολύ χρόνο να κάνουμε κάτι, γυρνούσαμε από την δουλειά και καθόμασταν σπίτι. Καμιά φορά όμως γιορτάζαμε γενέθλια κάποιου. Μια αστεία ιστορία που έζησα, ακόμη το θυμάμαι, γιατί μου έδωσαν παρατήρηση. Μια μέρα είχαμε μαζευτεί στο σπίτι μου διάφοροι φίλοι και, έτσι όπως βγαίνω στο μπαλκόνι, βλέπω έναν στρατιωτικό που έκανε περιπολία. Με βλέπει και με λέει πως διψάει. Του λέω πως δεν έχω χυμό, έχω μόνο μπύρα. Δέχεται να του την πετάξω. Την πετάω και δεν την πιάνει. Ξανά πετάω, την παίρνει και φεύγει. Αυτό βέβαια απαγορεύεται. Την επόμενη μέρα, με καλεί ο αξιωματικός του στρατεύματος και με ρωτάει εάν γνωρίζω κάτι για ιπτάμενα μπουκάλια μπύρας. Κατάλαβα κατευθείαν τι εννοούσε. Από μέσα μου σκέφτομαι, ποιος με κάρφωσε. Κατευθείαν το είπαν. Ξέρω ήταν παράνομο, αλλά τον λυπήθηκα. Ευτυχώς την γλίτωσα και δεν με απέλυσαν. Με πληροφόρησαν απλά ότι δεν γίνεται να είναι μεθυσμένος ένας στρατιωτικός σε υπηρεσία, γιατί έτσι μπορούν να επιτεθούν ελεύθερα οι εχθροί.

Όποιος ήταν παντρεμένος από πριν μπορούσε να φέρει την οικογένειά τους στην Γερμανία. Συνήθως δεν παντρεύονταν εκεί οι στρατιωτικοί, πέρα από εμένα με τον σύζυγό μου. Δεν θυμάμαι να είδα να κάποιον να παντρεύεται. Έτσι και αλλιώς δεν είχε πολλές γυναίκες.

«Τον άνδρα μου τον γνώρισα στην δουλειά μου, ερχόταν και έτρωγε όπως όλοι στο εστιατόριο»

Μέσα σε δυο τρείς μήνες αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Πήγαμε σε άλλη πόλη δίπλα, στο Πότσδαμ. Είχαν μαζευτεί μερικοί σπουδαίοι στρατιωτικοί, αξιωματικοί και λοχαγοί. Στήσανε τα τραπέζια σε σχήμα “Π”. Δεν είχα άσπρο νυφικό, είχα ένα ροζ πολύ όμορφο. Το αγόρασα από μαγαζιά εκεί δίπλα. Μας φέρανε διάφορα δώρα.», θυμάται και συγκινείται η κ. Βαρβάρα Γκρίντνιεβα.

«Κάτι ακόμα πολύ αστείο που θυμάμαι είναι μια επιθεώρηση του διοικητή στο εστιατόριο. Επιθεωρούσαν τα πάντα ακόμη και όσα φορούσαμε. Επειδή σε μένα η στρατιωτική στολή ήταν λίγο μεγάλη, αυτό θα προκαλούσε πρόβλημα. Έπρεπε να είναι σε άριστη κατάσταση. Και όταν ήρθε ο διοικητής για έλεγχο με ρώτησε γιατί μου είναι μεγάλη. Του απάντησα πως όταν ήμουν πιο παχουλή μου έκανε η στολή, τώρα όμως αδυνάτησα και δεν μου κάνει. Ακόμα θυμάμαι πως γέλασε ο διοικητής, φάνηκε πως του άρεσε η απάντηση μου. Γλίτωσα την παρατήρηση.

Μετά, το 1980 ξεκίνησε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και στείλανε τους περισσότερους εκεί. Εμάς μας έστειλαν τότε στην Λευκορωσία. Πριν είχα γεννήσει την κόρη μου στο Πότσδαμ, κάτι που δεν ήταν και πολύ συνηθισμένο εκεί».

Δύο χρόνια αργότερα ο κ. Ανδριανός Πετρόβ, τότε 20 χρονών, καλέστηκε να υπηρετήσει την πατρίδα του. Η στρατολόγηση του διήρκησε από το 1982 μέχρι την άνοιξη 1984 στο Wünsdorf, της Γερμανίας. Προέρχεται από οικογένεια στρατιωτικών που υπηρέτησαν στα σοβιετικά στρατεύματα από την αρχή της δημιουργίας τους. Ο κ. Πετρόβ διηγείται την ζωή του τα δύο αυτά χρόνια.

«Υπηρετούσαμε κάθε δεύτερη μέρα σε φρουρά. Το σύνταγμα μας φρουρούσε την έδρα του ΟΣΣΓ. Όταν δεν φρουρούσαμε, οι ασχολίες μας ήταν με βάση πρόγραμμα: στρατηγική, εκπαίδευση, φυσική προπόνηση, σκοποβολή. Εάν έπεφτε Κυριακή, από το πρωί είχε αθλητική γιορτή: cross, βάρη, έλξεις, ποδόσφαιρο. Το απόγευμα παρακολουθούσαμε κινηματογράφο. Μας ενθάρρυναν να ταξιδεύουμε σε διάφορες πόλεις του Γερμανίας, στο Βερολίνο, Λειψία, Βαϊμάρη, στην Δρέσδη, στο Πότσδαμ, σε διακοπές και να επιστρέφουμε σπίτι.

Υπηρέτησα με Λευκορώσους, Μολδαβούς, Ουκρανούς, Τάταρους. Ήμασταν όλοι σοβιετικοί. Μέρα παρά μέρα είχα σκοπιά. Δεν ήταν εύκολο. Ήμουν σε επιφυλακή, από το σημείο ελέγχου μου πέρασε η εθνική ομάδα μας του Χόκεϊ, έλεγχα όλων τα χαρτιά. Ακόμη πέρασαν και ηθοποιοί, διάφοροι γνωστοί και αγαπημένοι του λαού.

Το φθινόπωρο του 1982 πέθανε ο Μπρέζνιεβ. Το σύνταγμα μπήκε σε επιφυλακή. Μας έδωσαν όπλα. Δεν εγκαταλείψαμε ποτέ την τοποθεσία μας. Πάνω από την φρουρά, πάνω στις κορυφές των πεύκων πετούσαν συνέχεια τα αεροπλάνα.

Μου ήρθε στο μυαλό ένα περιστατικό από τον πρώτο μήνα της υπηρεσίας μου. Πήραμε έναν μισθό 25 γραμματόσημα του ΟΣΣΓ , δηλαδή 8 ρούβλια και 30 λεπτά της Σοβιετικής Ένωσης.

Στον στρατό είναι υποχρεωτικό να υπάρχει ομοιομορφία, και ο αρχηγός του λόχου μας πήγε για αγορές στα μαγαζιά. Τετράδια για πολιτικές ενασχολήσεις, θεωρίες, τακτικές κ.λ.π, και είδη προσωπικής υγιεινής. Όλα τα προϊόντα που θα αγοράζαμε έπρεπε να είναι το ίδιο.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ενυδατική κρέμα που έπρεπε να είναι Φλορένα, με εκχύλισμα χαμομηλιού. Με την αλλαγή του κλίματος η επιδερμίδα αφυδατώνεται και ξεφλουδίζεται. Όλα επουλώνονταν εκεί πολύ άσχημα. Για αυτό τον λόγο έπρεπε να βάζουμε την κρέμα στο πρόσωπο και τα χέρια.

Εμένα όμως μου άρεσε πάρα πολύ το σαπούνι με άρωμα γκρέιπφρουτ και αγόρασα αυτό, αντί για το λεβάντα. Μου απέμειναν 5 γραμματόσημα από τον μισθό. Ήρθαμε στο δωμάτιο, το έβαλα στο κομοδίνο, και ο αρχηγός ξεκίνησε να ελέγχει την τήρηση της τάξης. Τότε είδε ότι δεν είναι το σωστό σαπούνι, και μας ανάγκασε να πάμε να αγοράσουμε όλοι άλλο σαπούνι. Κόστιζε περίπου 1,5 γραμματόσημα. Από εδώ από εκεί δεν έμεινε τίποτα από τον μισθό. Τα αγόρια θύμωσαν με εμένα. Ήθελα πολύ να επισκέπτω την στρατιωτική καφετέρια, να φάω μάφιν και γενικά κάτι άλλο πέρα από την καθιερωμένη κρατική τροφή που μας σέρβιραν στο εστιατόριο. Για όλα τα καλά πράγματα έπρεπε να πληρώσεις.

Θυμάμαι, ακόμα, μια μετεπιβίβαση που πέρασα από το στρατιωτικό αεροδρόμιο Brand-Briesen στην Φρανκφούρτη. Όταν εμείς προσγειωθήκαμε ταχύτατα μας οργάνωσαν και μας μετέφεραν μες την βροχή σε άλλο μέρος. Βρεθήκαμε σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό από όπου πήραμε το τρένο. Ήταν αργά το βράδυ. Βαδίζαμε με βρεγμένα παλτό. Από εμάς έβγαινε ατμός. Οι δρόμοι ήταν έντονα φωτισμένοι και το φως αντανακλούσε στην άσφαλτο. Στους τοίχους των σπιτιών φαίνονταν οι σκιές του βηματισμού 150 στρατιωτικών. Στο νέο μέρος κοιμόμασταν σε τριώροφες ξύλινες κουκέτες.

Οι μονάδες μας καλλιεργούσαν πατάτες, καρότα, παντζάρια στις γερμανικές συλλογικές γεωργικές εκτάσεις. Έτυχε ο λόχος μας να πρέπει να μαζέψει τις πατάτες από την περιοχή Baruth. Κατά την διάρκεια της δουλειάς ήρθε σε εμάς ένας Γερμανός με ένα πόδι και με όχι τόσο άσχημα ρωσικά (οι ανατολικοί Γερμανοί κατά πλειοψηφία κατείχαν σε ένα καλό επίπεδο την ρωσική γλώσσα, όπως και εμείς τα γερμανικά) άρχισε να μας περιγράφει πως τον χειμώνα του 1943- 44 πολέμησε στον πόλεμο της Velikie Luki. Οι Ρώσοι τους σκότωναν κάτω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Νασβα. Του κόπηκε το πόδι και κατέληξε στο νοσοκομείο. Οι σύντροφοι του όμως έμειναν πίσω, κάτω από το χιόνι στην Νάσβα.

Ήμουν δύο φορές σε διακοπές. Έλαβα την πρώτη μου άδεια εκ μέρους του Αρχηγού του στρατιωτικού επιτελείου για υποδειγματική υπηρεσία. Με το τρένο 17 από το Wünsdorf στην Μόσχα διέσχισα τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης στο Μπρεστ. Δεύτερη άδεια πήρα την πρωτοχρονιά του 1984.

Πόσο οικεία όλα! Ο ουρανός ήταν πιο μπλε, οι άνθρωποι πιο όμορφοι, ο αέρας πιο γλυκός! Πραγματικός χειμώνας – χιόνι, πολύ χιόνι. Αυτό είναι που έλειπε στην Γερμανία.

Έφυγα από το σπίτι με την πρώτη παρτίδα στις 14 Απριλίου. Θυμάμαι τον λόχο μας σε σχηματισμό. Θυμάμαι πως με τα παλικάρια και τον διοικητή περπατούσαμε, πως δεν θέλαμε να φύγουμε.

Έτσι λοιπόν ήταν το σύνταγμα μας. Υπηρετήσαμε την πατρίδα μας πιστά. Κατά την διάρκεια της υπηρεσίας μας έλεγαν, ότι εμείς πρέπει να συγκρατήσουμε την επίθεση ενός πιθανού εχθρού και να κερδίσουμε χρόνο για να κινητοποιηθούν οι εσωτερικές δυνάμεις.

Επισκεπτόμαστε σήμερα ο ένας τον άλλον. Έχω κρατήσει επικοινωνία ακόμη και με τους διοικητές. Η ζωή και τα γεγονότα στην χώρα μας ταλαιπώρησαν την σειρά μας, πολλοί έχουν πεθάνει. Εμείς δεν είμαστε ούτε 60 ακόμα. Όταν συναντιόμαστε τα συναισθήματα είναι απερίγραπτα- είμαστε ξανά 20 και έτοιμοι να ακολουθήσουμε τους διοικητές μας. Το σύνταγμα μας ήταν μοναδικό όσο αφορά το προσωπικό. Δεν υπήρχαν άλλοι τέτοιοι.

Το σύνταγμα μας εγκατέλειψε τελευταίο την Γερμανία στις 09.09.1994, από τον σταθμό τρένου στο Wünsdorf. Παντού γράφουν ότι η τελευταία ομάδα έφυγε στης 31.08.1994, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι συνάδελφοί στρατιώτες έφυγαν πιο μετά, όταν πια επίσημα δεν υπήρχε κανένας δικός μας στρατιωτικός σε Γερμανικό έδαφος.

* Η Χριστίνα Μιχαηλίδου, φοιτήτρια Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ. , συνομίλησε με τον Βαλέριο Φομίνιχ, την Βαρβάρα Γκρίντνιεβα και τον Ανδριανό Πετρόβ, στα ρωσικά, από τις 29 Νοεμβρίου 2020 μέχρι 1 Δεκεμβρίου 2020. Το παρόν κείμενο αποτελεί προσωπική μετάφραση. Η ιδέα ξεκίνησε στα πλαίσια του μαθήματος Δημιουργική Γραφή, υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Νικολαΐδου Σοφία.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα