Featured

Όλοι θέλουν να χορεύουν

Ο Μίλτος Τόσκας γράφει για το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Γκαρλίνι

Μίλτος Τόσκας
όλοι-θέλουν-να-χορεύουν-748473
Μίλτος Τόσκας

Εκατοντάδες βιβλία κυκλοφόρησαν στο διάστημα της βασανιστικής καραντίνας που ακόμα κυλάει. Μας κράτησαν συντροφιά, μας βοήθησαν να περάσουμε χρόνο, μας έκαναν σε μεγάλο βαθμό καλύτερους.

Εδώ και μερικές ημέρες κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Γκαρλίνι, “Όλοι θέλουν να χορεύουν” σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Ταξιδεύουμε στη δεκαετία του 80΄. Με βάση την Πάρμα είμαστε έτοιμοι για ένα ταξίδι σε ολόκληρο τον κόσμο. Πέρα από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα, φανερά είναι τα δείγματα επιρροής του από τον σπουδαίο Πιερ Βιτόριο Τοντέλι. Παρ΄όλα αυτά δεν έχουμε σε καμία περίπτωση μία βιογραφία, αλλά ένα πλήρες πόνημα που ακροβατεί ανάμεσα στην πολιτική αλληγορία και την ιστορία δρόμου σε μία λεπτή γραμμή.

“Η πρώτη εικόνα του ήλιου είναι η απόλυτη μακαριότητα”. Δύο νεαρά αγόρια, ο Ρομπέρτο κι ο Ρικάρντο συναντιούνται για πρώτη φορά σε ηλικία οχτώ ετών το 1975. Έκτοτε θα γίνουν δύο αχώριστοι φίλοι. Ενηλικιώνονται σε έναν κόσμο αλλαγών, σε μία σκληρή πραγματικότητα που είναι ικανή να τους σοκάρει. Φαίνονται αποφασισμένοι όμως να αναζητήσουν σε βάθος αυτό που τους έχει προσφέρει η ζωή. Στη διαδρομή στην αφήγηση θα προστεθούν ο Βίκι κι η Κιάρα. Θα βιώσουν την απόλυτη ηδονή, τον έρωτα, την άκρατη διασκέδαση στις ντισκοτέκ της εποχής, αλλά παράλληλα την εποχή της μετάβασης στον νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ, του Ρέιγκαν, της διείσδυσης της οικονομίας στην ηθικότητα (“Μία ολόκληρη νεολαία πουλιέται και πουλιέται ευφρόσυνα”). Αυτό θεωρώ πως είναι και το σπουδαιότερο σημείο του έργου. Να καταφέρουμε να δούμε πίσω από τις λέξεις και την παραστατική περιγραφή.

Οι εφημερίδες γίνονται για μία ακόμα φορά πηγή πληροφόρησης. Τα ραδιόφωνα έχουν ακόμα ακατανίκητη δύναμη. “Ο Φράνκο είναι ένας συλλέκτης ειδήσεων”. Δημιουργείται ένας μαγικός σύνδεσμός που μπορεί να αγγίξει την άνοδο της Άκρα-Δεξιάς (“Πάρμα-μία πόλη γεμάτη ηλίθιους”) της εποχής, τον Πολιτισμό (αναφορές σε ποιητές που ανήκουν σε όλους, στον Παζολίνι, στο φελινικό έργο, οι τίτλοι μουσικών κομματιών της εποχής κ.α.) και το ποδόσφαιρο, το όπιο του λαού. Από την μία το παρελθόν να στοιχειώνει (“το άχυρο ως αθώα μυρωδιά της παιδικής ηλικίας”) κι από την άλλη το μέλλον να ανοίγεται μπροστά στους ήρωές μας (μόνο το σ΄αγαπώ έχει σημασία, μόνο το γνωρίζω, όχι το το αγάπησα, ούτε το γνώρισα). Διαδοχικές εσωτερικές συγκρούσεις αντικατοπτρίζουν το πνεύμα της εποχής.

Διαδοχικά οξύμωρα σχήματα. “Οι λέξεις στα βιβλία είναι οάσεις, τα σχολεία όμως σε μαθαίνουν να κάθεσαι ακίνητος, να ζεις σε έναν ρυθμό που σου υπαγορεύουν οι άλλοι. Η κραυγή του πόνου που βγάζει το νεογέννητο όταν εισπνέει το οξυγόνο για πρώτη φορά είναι ίδια με την κραυγή του θανάτου. Ένα πολύ λεπτός πόνος, που μοιάζει πολύ με τον έρωτα. Η μακαριότητα που έστω και λίγο αίρει την αμαρτία”. Μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία έχει ο πολύπειρος μεταφραστής και κριτικός κινηματογράφου Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και κάνει την περιγραφή όσο πιο ζωντανή και γλαφυρή μπορεί. Ο αναγνώστης γίνεται κομμάτι του μυθιστορήματος που τον συνεπαίρνει στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς του.

Η ψευδαίσθηση της ελευθερίας που έδινε η ξέφρενη μουσική κι ο άκρατος καταναλωτισμός που επικράτησε ως τρόπος ζωής σε όλα τα επίπεδα. Στην πραγματικότητα τα χρόνια της αθωότητας κάποιων ανθρώπων που τα λησμονούν. Θυμούνται πόσο παρορμητικοί υπήρξαν (“ο αυτοκινητόδρομος είναι πάντα απρόσωπος και στον αυτοκινητόδρομο είμαστε καλά γιατί μπορούμε να φύγουμε μακριά απ΄αυτό που δεν είναι δικό μας, απ΄αυτό που δεν είναι ριζωμένο μέσα μας”), επανέρχονται στην μνήμη τους τα λάθη της στιγμής που λίγο έλλειψαν να κοστίσουν τη ζωή τους (“χαμογελαστός άγγελος βγαίνει από το σκότος για να ξυπνήσει πόθους και τάσεις φυγής) και προσπαθούν να εναρμονιστούν με το παρόν νιώθοντας στο βάθος ενδεχομένως τύψεις.

Με ποιητική χροιά, με έναν πικρό λυρισμό αποχαιρετάμε το παρελθόν και παράλληλα αθόρυβα γινόμαστε συμμέτοχοι στην αλλαγή κι όσα φέρνει το παρόν. Ο άνθρωπος τυφλώθηκε από τα υλικά αγαθά και θυσίασε την αγνότητά του. Πίστεψε πως είναι Θεός και πλησιάζει νομοτελειακά η στιγμή που θα πληρώσει. Η ιστορία του Μίδα αναβιώνει. Η απληστία επικράτησε κι επέβαλε τους κανόνες της. Ο χρόνος μας τελειώνει. Τώρα ήρθε κάθε ζωντανό σώμα (και πνεύμα) να πονέσει. Γιατί τα θαύματα μπορεί να συμβαίνουν, αλλά “συμβαίνουν πραγματικά μόνο σ΄εκείνους που τ΄αξίζουν. Το ταξίδι συνεχίζεται…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα