Όταν ο χρόνος πάγωσε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα
25 χρόνια από τη βομβιστική επίθεση στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα και την υπόθεση Ρίτσαρντ Τζούελ.
Σάββατο 27 Ιουλίου του 1996, ώρα μία και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα. Στη σκηνή που έχει στηθεί στο Centennial Olympic Park της Ατλάντα βρίσκεται ο Jack Mack με τους Heart Attack, ο οποίος έχει μόλις ερμηνεύσει το τραγούδι «I walked alone». Είναι η όγδοη ημέρα της 26ης Διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και στο στάδιο βρίσκονται περίπου 15.000 θεατές. Ξαφνικά μια δυνατή έκρηξη παγώνει τα πάντα. Επικρατούν μερικά δευτερόλεπτα σιγής και έπειτα κόσμος αρχίζει να φωνάζει και να τρέχει πανικόβλητος προς όλες τις κατευθύνσεις. Έχει πραγματοποιηθεί βομβιστική επίθεση. Το κύρος της διοργάνωσης και των ΗΠΑ, που είχαν υποσχεθεί ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων, έχει μόλις δεχθεί ένα μεγάλο πλήγμα.
Ο απολογισμός της βραδιάς ήταν 2 νεκροί και 111 τραυματίες.
Τι ακριβώς είχε συμβεί;
Η συναυλία είχε αρχίσει λίγη ώρα πριν και όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Σε μικρή απόσταση από τη σκηνή και κοντά σε ένα πύργο ελέγχου του ήχου και του φωτισμού, ο 33χρονος Ρίτσαρντ Τζούελ (Richard Jewell), που δούλευε ως φύλακας στη διοργάνωση, έκανε τη 12ωρη βάρδια του. Ο Ρίτσαρντ είχε μετακομίσει μόλις μερικούς μήνες πριν στην Ατλάντα, επιστρέφοντας στο σπίτι της μητέρας του, Μπόμπι. Η δουλειά ως φύλακας στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν για αυτόν μια ικανοποιητική επαγγελματική λύση. Ο Τζούελ ήθελε σχεδόν από πάντα να γίνει αστυνομικός. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κατάφερε να πιάσει δουλειά ως δεσμοφύλακας στο Γραφείο του Σερίφη στην Κομητεία του Habersham, ενώ ταυτόχρονα δούλευε και ως φύλακας σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων. Κατά την εργασία του εκεί συνελήφθη να υποδύεται τον αστυνομικό και τέθηκε σε επιτήρηση.
Στη συνέχεια κατάφερε για κάποιο διάστημα να δουλέψει στο γραφείο του Σερίφη, αλλά σύντομα υποβαθμίστηκε ξανά σε δεσμοφύλακα λόγω του ότι κατά τη θητεία του τράκαρε 4 περιπολικά. Η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε στον Ρίτσαρντ, ο οποίος αποφάσισε να παραιτηθεί και να πιάσει δουλειά στην πανεπιστημιακή αστυνομία του κολεγίου Piedmont στο Demorest. Ούτε εκεί όμως κατάφερε να μείνει για πολύ. Ο υπερβολικός ζήλος του για την τήρηση της τάξης και η εμπλοκή του σε υποθέσεις που δεν ενέπιπταν στη δικαιοδοσία της πανεπιστημιακής αστυνομίας δυσαρέστησαν το πανεπιστήμιο. Νιώθοντας και ο ίδιος μη ικανοποιημένος αποφάσισε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα και καθώς ο Τζούελ επιτηρούσε τον χώρο μια συγκεκριμένη παρέα τράβηξε την προσοχή του. Μερικοί νεαροί άνδρες κάθονταν σε μερικά παγκάκια κοντά στον πύργο του ήχου και ήταν μεθυσμένοι. Φαινόταν να έχουν μαζί τους δύο τσάντες. Η μια από αυτές, μια μεγάλη πράσινη στρατιωτική τσάντα, είχε πέσει κάτω από ένα από τα παγκάκια στα οποία κάθονταν. Η ενοχλητική συμπεριφορά τους και το γεγονός ότι ήταν μεθυσμένοι ανησύχησε τον Τζούελ που αποφάσισε να φωνάξει κάποιον από τους ανωτέρους του για να χειριστούν το περιστατικό. Όταν επέστρεψε με ένα πράκτορα του Γραφείου Έρευνας της Πολιτείας της Γεωργίας, τα περισσότερα μέλη της παρέας είχαν ήδη φύγει. Η πράσινη τσάντα όμως ήταν ακόμη κάτω από το παγκάκι. Οι δύο άνδρες ρώτησαν τα άτομα της παρέας που ήταν ακόμη εκεί εάν η τσάντα ήταν δική τους ή ένα κάποιος από τους φίλους τους την είχε ξεχάσει, αλλά πήραν αρνητική απάντηση. Αρνητική απάντηση πήραν επίσης κι από όλους τους άλλους ανθρώπους που βρίσκονταν τριγύρω. Ακολουθώντας το πρωτόκολλο κήρυξαν την τσάντα ύποπτο αντικείμενο και κάλεσαν την ομάδα που ήταν υπεύθυνη για τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών. Αργότερα ο Τζούελ θα έλεγε στις αρχές ότι «όταν όλοι είπαν ότι η τσάντα δεν ήταν δική τους, οι τρίχες στον αυχένα μου σηκώθηκαν. Σκέφτηκα ότι αυτό δεν είναι σίγουρα καλό».
Μέχρι να φτάσουν οι υπεύθυνοι, οι δύο άνδρες είχαν ήδη αρχίσει να απομακρύνουν τον κόσμο από το σημείο. Μάλιστα ο Τζούελ ανέβηκε στον πύργο και ειδοποίησε όσους εργάζονταν εκεί ότι ενδεχομένως να έπρεπε σε λίγο να τον εκκενώσουν. Ενώ όμως εκτυλίσσονταν όλα αυτά, στις 12:57 ένας άνδρας κάλεσε ανώνυμα τις αρχές και είπε πως στο στάδιο έχει τοποθετηθεί βόμβα, η οποία επρόκειτο να εκραγεί σε τριάντα λεπτά.
Όταν η αρμόδια ομάδα ειδικών έφτασε, ένας από αυτούς έσκυψε κάτω από το παγκάκι και άνοιξε την τσάντα για να αντικρίσει πράγματι μία βόμβα. Αμέσως έδωσε εντολή για εκκένωση. Χάρη στην προειδοποίηση που είχαν δεχθεί από τον Τζούελ, οι εργαζόμενοι στον πύργο προχώρησαν στην άμεση εκκένωσή του χωρίς να φέρουν καμία αντίρρηση. Όμως η περιοχή έξω από τον πύργο δεν πρόλαβε να εκκενωθεί. 22, και όχι 30, λεπτά μετά το τηλεφώνημα του άγνωστου άνδρα η βόμβα εξερράγη.
Η βόμβα είχε ενισχυθεί με καρφιά και πρόκες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα θραύσματα μιας χειροβομβίδας, με την έκρηξη της αυτά εκτοξεύθηκαν και τραυμάτισαν όσους βρίσκονταν ακόμη τριγύρω.
Βίντεο από τη στιγμή της έκρηξης
https://www.youtube.com/watch?v=EklqZ5iFko8
Η Alice Hawthrone, μια 44χρονη γυναίκα, χτυπήθηκε στο κεφάλι και έχασε τη ζωή της ακαριαία, ενώ ο Melih Uzunyol, ένας κάμεραμαν, έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα που προσπαθούσε να απομακρυνθεί από το σημείο. Συνολικά 111 άτομα τραυματίστηκαν από τα θραύσματα της βόμβας.
Ο Τζούελ παρ’ ότι βρισκόταν κοντά στο σημείο της έκρηξης δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Όμως για αυτόν τα δύσκολα είχαν μόλις αρχίσει.
Μετά την έκρηξη
Όπως ήταν αναμενόμενο, η επίθεση σόκαρε την κοινή γνώμη και άνοιξε τη συζήτηση για το εάν θα έπρεπε οι αγώνες να συνεχιστούν. Μήπως αυτή δεν ήταν μια μεμονωμένη επίθεση; Τι θα γινόταν εάν ακολουθούσαν κι άλλες; Δεδομένου ότι οι αρχές δεν είχαν κανένα στοιχείο στα χέρια τους και καμία τρομοκρατική οργάνωση ή ομάδα δεν ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση, αυτό σήμαινε ότι ο δράστης κυκλοφορούσε ελεύθερος. Μήπως σχεδίαζε να ξαναχτυπήσει; Με τις έρευνες να συνεχίζονται οι υπεύθυνοι αποφάσισαν οι Αγώνες να συνεχιστούν κανονικά με αυξημένα μέτρα προστασίας. Αν μη τι άλλο, η ακύρωση τους θα ικανοποιούσε την επιθυμία του δράστη και θα αμαύρωνε ακόμη περισσότερο το κύρος της διοργάνωσης και της χώρας.
Τις επόμενες ημέρες τα μέσα κατακλύστηκαν από ειδήσεις σχετικά με το περιστατικό. Σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στον «ήρωα» φύλακα που ανακάλυψε την τσάντα δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο για την εκκένωση του χώρου. Χωρίς αυτόν τα θύματα της επίθεσης θα ήταν σίγουρα πολύ περισσότερα. Ξαφνικά ο Τζούελ βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής με εκατοντάδες μέσα να παρακαλούν για μια συνέντευξή του. Πολύ σύντομα όμως αυτό θα άλλαζε.
Οι έρευνες προχωρούσαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα και οι αρχές προσπαθούσαν να πιαστούν ακόμη και από το πιο ασήμαντο στοιχείο. Ένα από αυτά ήταν και το τηλεφώνημα που δέχθηκαν από τον πρόεδρο του κολλεγίου του Piedmont, ο οποίος έχοντας δει τον Τζούελ στην τηλεόραση, θεώρησε καλό να ενημερώσει τις αρχές για την περίεργη συμπεριφορά του φύλακα όσο δούλευε στο κολλέγιο. Μάλιστα ο πρόεδρος του κολλεγίου φαίνεται να άφησε να εννοηθεί πως θα μπορούσε ο Τζούελ να βρίσκεται πίσω από την επίθεση. Αυτό ήταν αρκετό για να βάλει τον 33χρονο φύλακα υψηλά στη λίστα των υπόπτων.
Σταδιακά δημιουργήθηκε η υπόνοια ότι θα μπορούσε να ήταν πράγματι ο Τζούελ αυτός που τοποθέτησε τη βόμβα, με σκοπό στη συνέχεια να προειδοποιήσει εγκαίρως τις αρχές και να γίνει ο ήρωας που έσωσε τους Ολυμπιακούς. Παρόμοια άλλωστε περιστατικά με άτομα που εργάζονταν σε σώματα ασφαλείας και προσπάθησαν να σκηνοθετήσουν μια κρίση με σκοπό έπειτα να την αντιμετωπίσουν και να φανούν ως ήρωες είχαν καταγραφεί και στο παρελθόν. Στην περίπτωση του Τζούελ η θεωρία αυτή στηρίχθηκε στο προφίλ του ως ενός μοναχικού ατόμου, που είχε αποτύχει να γίνει δεκτός στο σώμα της αστυνομίας και να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Συνεπώς πολλοί πίστεψαν ότι αυτή ίσως να ήταν μια προσπάθειά του να γίνει ο ήρωας που πάντα ήθελε.
Όταν στις 30 Ιούλιου, τρεις ημέρες μετά την επίθεση, η υπόνοια αυτή διέρρευσε στα μίντια ακολούθησε πραγματικά μια ανθρωποφαγία. Ξαφνικά ο Τζούελ μετατράπηκε από ήρωας σε ψυχοπαθή δολοφόνο. Οι αρχές έκαναν φύλλο και φτερό το σπίτι του ψάχνοντας για στοιχεία που θα μπορούσαν να τον συνδέσουν με την επίθεση. Μεγάλα και μικρά μέσα άρχισαν να σκαλίζουν το παρελθόν του και να δημοσιοποιούν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν για την προσωπική του ζωή. Πράκτορες του FBI και εκατοντάδες ρεπόρτερς παρακολουθούσαν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο το σπίτι του καθιστώντας αδύνατο για αυτόν και τη μητέρα του να κάνουν ακόμη και τα πιο απλά πράγματα, όπως το να πάνε μια βόλτα τον σκύλο τους.
Οι επόμενες σχεδόν 90 ημέρες θα ήταν για τον Τζούελ μια πραγματική κόλαση. Τα μέσα δεν σταματούσαν να μιλούν για αυτόν και να προσπαθούν να δημιουργήσουν το προφίλ ενός κοινωνιοπαθή, στιγνού δολοφόνου. Τον συνέκριναν με άλλους δολοφόνους και δε δίσταζαν να τον χλευάζουν δημοσίως. Μάλιστα μεγάλη έμφαση δόθηκε στο γεγονός πως παρ’ ότι ήταν 33 ετών ζούσε ακόμη με τη μητέρα του. Κάθε φορά που ένας από τους δύο θα προσπαθούσε να βγει από το σπίτι, ρεπόρτερς θα τους καταδίωκαν και πολλές φορές μάλιστα θα τους προκαλούσαν με βωμολοχίες προσπαθώντας να τους εκνευρίσουν προκειμένου να το καταγράψουν στην κάμερα.
Οι αρχές από την πλευρά τους δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν την κατάσταση. Ίσα ίσα αυτό που γινόταν τους συνέφερε ως ένα βαθμό. Καθώς το κοινό είχε πειστεί για την ενοχή του Τζούελ, οι αγώνες μπορούσαν να συνεχιστούν κανονικά μέχρι την ολοκλήρωση τους, με την κοινή γνώμη να αισθάνεται ασφάλεια θεωρώντας πως ο δράστης ήταν υπό επιτήρηση. Επίσης, παρ’ ότι οι αρχές δεν θεωρούσαν πολύ πιθανό ο Τζούελς να είναι ο δράστης, δεν ήθελαν να τον χαρακτηρίσουν αθώο, καθώς φοβόντουσαν μήπως εκτεθούν σε περίπτωση που προέκυπταν αργότερα στοιχεία εναντίον του.
Θα περνούσαν σχεδόν τρεις μήνες μέχρι να παραδεχθούν δημόσια, περίπου στα τέλη Οκτωβρίου, ότι δε θεωρούσαν τον Τζούελ ύποπτο για την επίθεση και να τον απαλλάξουν από το μαρτύριό του. Όμως το όνομά του είχε αμαυρωθεί ανεπανόρθωτα. Όπως θα δήλωνε αργότερα ο ίδιος, γνώριζε πως ποτέ δεν θα έπαιρνε πίσω αυτό που είχε. Πάντα οι άνθρωποι θα αναρωτιόντουσαν «κι αν όντως αυτός το έκανε;»
Ο πραγματικός δράστης
Οι έρευνες συνεχίζονταν, αλλά θα περνούσε καιρός μέχρι να εντοπιστεί ο πραγματικός δράστης. Οι αρχές άρχισαν να τον πλησιάζουν μετά από δύο ακόμη βομβιστικές επιθέσεις, μια σε μια κλινική αμβλώσεων και μια σ’ ένα lesbian bar στην περιοχή της Ατλάντα. Η ομοιότητα στο στυλ των επιθέσεων και στον μηχανισμό που χρησιμοποιήθηκε έκανε τις αρχές να πιστεύουν πως κρυβόταν το ίδιο άτομο πίσω και από τις τρεις επιθέσεις. Όταν μετά από μια τέταρτη βομβιστική επίθεση, το 1998, οι αρχές εντόπισαν την ώρα που προσπαθούσε να απομακρυνθεί από τον χώρο τον Έρικ Ρόμπερτ Ρούντολφ (Eric Robert Rudolph), έναν τριανταενάχρονο ξυλουργό, τον θεώρησαν τον νούμερα ένα ύποπτο για όλες τις επιθέσεις.
Πριν όμως προλάβει να γίνει η σύλληψη του, ο Έρικ εξαφανίστηκε. Η αστυνομία τον ανακήρυξε ως καταζητούμενο και μάλιστα τον έβαλε στη λίστα των 10 πιο καταζητούμενων προσφέροντας αμοιβή ενός εκατομμυρίου ευρώ. Για τα επόμενα πέντε χρόνια ο Έρικ κατάφερνε να διαφεύγει της σύλληψης. Σε όλο αυτό το διάστημα οι έρευνες επικεντρώθηκαν σε μια συγκεκριμένη περιοχή των Απαλάχιων με την οποία ο Ρούντολφ ήταν εξοικειωμένος από παιδί και γι’ αυτό οι αρχές θεώρησαν πολύ πιθανό να κρύβεται εκεί. Παρ’ όλα αυτά οι έρευνες στην περιοχή ήταν ατελέσφορες.
Τελικά, η σύλληψη του Ρούντολφ έγινε τυχαία το Μάιο 2003, όταν εντοπίστηκε να αναζητά τροφή σε έναν κάδο απορριμμάτων. Δικάστηκε το 2005, οπότε και κρίθηκε ένοχος για τέσσερις βομβιστικές επιθέσεις. Τα κίνητρα των επιθέσεών του θεωρήθηκαν πολιτικά και ιδεολογικά. Ο Ρούντολφ ήθελε να ακυρωθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και να αμαυρωθεί η εικόνα της Αμερικανικής κυβέρνησης, ενώ ήταν επίσης εναντίον τον αμβλώσεων και των σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Ο 36χρονος τότε Έρικ Ρόμπερτ Ρούντολφ καταδικάστηκε σε πολλάκις ισόβια χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης.
Τι ακολούθησε
Αφότου ο Τζούελ έπαψε να θεωρείται ύποπτος κινήθηκε νομικά εναντίον πολλών από τα μέσα που τον κατηγόρησαν για την επίθεση αλλά και του προέδρου του κολλεγίου για τον τρόπο με τον οποίο τον παρουσίασε στις αρχές. Σε πολλές περιπτώσεις κατάφερε να έρθει σε διακανονισμό με τα μέσα και να αποσπάσει μεγάλες χρηματικές αποζημιώσεις. Ο ίδιος ωστόσο υποστήριζε πως δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα (τα οποία όπως έλεγε πήγαιναν κυρίως σε δικηγόρους και σε φόρους), αλλά το να καθαρίσει το όνομα του. Ο Τζούελ πέθανε τον Αύγουστο του 2007 σε ηλικία 44 ετών από καρδιακή προσβολή, πιθανότατα επιπλοκή του διαβήτη από τον οποίο υπέφερε. Μετά τον θάνατο του, η μητέρα του δήλωσε ότι πιστεύει πως η άδικη κατηγορία σε βάρος του και ο διασυρμός του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση της υγείας του.
Το 2019 κυκλοφόρησε η ταινία “Richard Jewell” (ελληνικός τίτλος: Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ) σε σκηνοθεσία του Κλιντ Ίστγουντ, η οποία αφηγείται την περιπέτειά του.
Το trailer της ταινίας
Πηγές – Περισσότερες πληροφορίες
https://www.history.com/this-day-in-history/bombing-at-centennial-olympic-park https://www.atlantamagazine.com/great-reads/olympic-park-bombing-oral-history/ https://www.history.com/this-day-in-history/bombing-at-centennial-olympic-park https://en.wikipedia.org/wiki/Centennial_Olympic_Park_bombing https://en.wikipedia.org/wiki/Eric_Rudolph https://en.wikipedia.org/wiki/Richard_Jewell#Exoneration https://www.sportscasting.com/the-tragic-death-of-richard-jewell-a-suspect-in-atlantas-96-olympic-games-bombing/