Η πανδημία, ο Μπόρις Τζόνσον και μια Ελληνίδα γιατρός εναντίον όλων
Πώς είναι να είσαι γιατρός στο εξωτερικό και μια μέρα να σου χτυπάει η πανδημία την πόρτα; Μια Ελληνίδα γιατρός που ζει κι εργάζεται στην Αγγλία μιλά για το πώς βίωσε το ξέσπασμα της πανδημίας.
Πώς είναι να είσαι γιατρός στο εξωτερικό και μια μέρα να σου χτυπάει η πανδημία την πόρτα; Πώς είναι οι συνάδελφοί σου να σε κρίνουν επειδή φοράς μάσκα; Πώς είναι ο πρωθυπουργός να σε προετοιμάζει για συρροή θανάτων; Μια γιατρός αφηγείται το χρονικό της υγειονομικής παράνοιας μιας χώρας.
Κείμενο: Νικολέτα Αποστολίδου
Εικονογράφηση: Ηλέκτρα Ιωαννίδη
Η Κωνσταντίνα είναι γιατρός. Καρδιολόγος για την ακρίβεια. Πριν από επτά περίπου χρόνια, ακολούθησε το συνεχώς αυξανόμενο κύμα νέων επιστημόνων που μεταναστεύουν για λόγους εργασίας και πήγε στην Αγγλία. Πρώτα εργάστηκε στο Μπέρμιγχαμ, έπειτα στο Λονδίνο και τώρα στο Μπρίστολ, τον τελευταίο της σταθμό προτού επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα.
Η Μ. Βρετανία είναι η χώρα με τα περισσότερα κρούσματα κορωνοϊού στην Ευρώπη μετά τη Ρωσία και πέμπτη στην παγκόσμια κατάταξη. Στην πόλη του Μπρίστολ ο αριθμός τους ανέρχεται στα χίλια διακόσια ενενήντα τέσσερα, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα καταγραφές. Εκείνη εργάζεται σε ένα από τα δύο μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της πόλης, το οποίο, αν και δεν ανήκει στα νοσοκομεία αναφοράς, δέχεται περιστατικά ύποπτα για κορωνοϊό. Περίπου σαράντα απ’ αυτά διασωληνώθηκαν στην μονάδα εντατικής θεραπείας.
«Δεν είμαι στην πρώτη γραμμή, είμαι καρδιολόγος και κάνω ειδίκευση στη μαγνητική τομογραφία καρδιάς. Στο τμήμα μου έρχονται μόνο περιστατικά ύποπτα ή εξακριβωμένα Covid που έχουν επιπλοκή στην καρδιά και θα χρειαστεί να γίνει μαγνητική για να δούμε αν όντως έχει προκληθεί καρδιακή βλάβη. Μέχρι στιγμής δεν είχαμε τέτοια περιστατικά, ευτυχώς. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχαμε βαριές επιπλοκές στο νοσοκομείο μας».
«Στο Μπρίστολ έχει δημιουργηθεί ένα νοσοκομείο Nightingale, αντίστοιχο έχει δημιουργηθεί και στο Λονδίνο. Μετέτρεψαν, δηλαδή, έναν εμπορικό χώρο σε νοσοκομείο για να παραλάβει περιστατικά Covid. Μέχρι στιγμής δεν έχει χρησιμοποιηθεί, γεγονός που σημαίνει ότι, γενικώς, σαν περιοχή δεν είχαμε την πληθώρα των περιστατικών που είχαν το Λονδίνο, τα Midlands κι άλλα μέρη».
«Δυστυχώς ο πανικός επιβεβαιώθηκε»
Τον Φεβρουάριο, όταν ο κορωνοϊός άρχισε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη, η βρετανική κοινωνία δεν είχε θορυβηθεί ιδιαίτερα. Η κυβέρνηση Τζόνσον αντιμετώπιζε την πανδημία σαν κάτι που δεν χρήζει ιδιαίτερης σημασίας και αγνοούσε τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Χωρίς κάποια οδηγία από το Υπουργείο Υγείας, ο κόσμος δεν ακολουθούσε τα απαραίτητα μέτρα, αυτά χωρίς τα οποία δε νοείται η ζωή μας τον τελευταίο καιρό. Ακόμα και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό παραμελούσε την τήρηση τους.
Η Κωνσταντίνα μόλις είχε επιστρέψει απ’ την Ελλάδα και ήταν αρκετά προβληματισμένη, σε αντίθεση με τους Άγγλους συναδέλφους της. «Ήταν εξαιρετικά χαλαροί. Όποτε τους μιλούσα κι εκδήλωνα την ανησυχία μου, μου έλεγαν καλύτερα να μην το κάνω, γιατί διασπείρω τον πανικό. Δυστυχώς, όμως, ο πανικός επιβεβαιώθηκε και δεν είναι ένας απλός πανικός. Ο πρωθυπουργός βγήκε πριν λίγο καιρό κι είπε θα είμαστε ευτυχισμένοι αν οι θάνατοι είναι μεταξύ πέντε και είκοσι χιλιάδων».
Μέχρι σήμερα η Μ. Βρετανία μετρά πάνω από σαράντα τέσσερις χιλιάδες νεκρούς.
«Στη Μ. Βρετανία δεν είχαμε ποτέ φασιστικά καθεστώτα»
«Είχα μιλήσει στον υπεύθυνο του τμήματος και του είπα ότι πρέπει να προσέχουμε, να τηρούμε τα δύο μέτρα ασφαλείας. Και γενικά όσοι κάνουν φλεβοκέντηση, δηλαδή όσοι περνούν ορό σε έναν ασθενή, να φορούν μάσκα για τη δική τους προστασία. Κι εκείνος μου είπε ότι δεν πρέπει να μιλάω έτσι, γιατί σπέρνω τον πανικό. Τώρα, φυσικά, απαγορεύεται να έρθει ασθενής στο τμήμα χωρίς να φοράει μάσκα. Το προσωπικό πρέπει να φοράει και γάντια και προστατευτικά γυαλιά».
Μια γιατρός σε ένα νοσοκομείο σε καιρό πανδημίας δεχόταν κριτική, επειδή φορούσε μάσκα, αλλά δεν ήταν η μόνη. Μια νοσηλεύτρια στο τμήμα πρόληψης λοιμώξεων διέκοψε την Ιταλίδα διευθύντρια της ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο, για να της πει να βγάλει τη μάσκα που φορούσε.
«Νομίζω ότι δε χρειάστηκε εμάς ο πανικός για να διασπαρεί. Οι σαράντα χιλιάδες και πλέον θάνατοι ήταν αρκετοί…».
Κάτι αντίστοιχο συνέβη όταν ένας από τους διευθυντές της την είδε να φοράει μάσκα. «Στην ουσία, μου… την είπε;» Αναρωτήθηκε αν αυτή ήταν η κατάλληλη έκφραση. «Μου είπε ότι δεν έπρεπε να τη φοράω και του απάντησα ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενος, γιατί προστατεύω εκείνον φορώντας τη μάσκα. Έπειτα με ρώτησε πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα- οι Βρετανοί έχουν μια ευγένεια και ρωτάνε ανθρώπους από ξένα κράτη πώς είναι η οικογένειά τους, πώς είναι η κατάσταση στη χώρα τους. Του είπα ότι στην Ελλάδα τα πράγματα πάνε πολύ καλά. Θρηνήσαμε μεν ανθρώπους, αλλά όχι πολλούς κι ότι έχουμε γενικό lockdown εδώ κι αρκετό καιρό. Η απάντηση του ήταν ότι “φυσικά καταλαβαίνεις ότι αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί ποτέ στην Αγγλία, διότι στη Μ. Βρετανία δεν είχαμε ποτέ φασιστικά καθεστώτα”… Τι να απαντήσω εγώ σ’ αυτό; Δεν απάντησα τίποτα. Νομίζω ότι δεν αξίζει».
Αφηγείται αυτές τις ιστορίες ψύχραιμα, παρόλο που όταν τις βίωσε την παραξένεψαν. Δεν περίμενε τέτοιες αντιδράσεις από επαγγελματίες υγείας και πόσο μάλλον από ένα σύστημα υγείας που η ίδια θεωρεί εξαιρετικό. «Είναι μακράν καλύτερο του συστήματος της Ελλάδας και έχει φοβερή οργάνωση».
Ωστόσο, το εθνικό σύστημα υγείας δεν ήταν έτοιμο. «Δεν στηρίχθηκε από την κυβέρνηση ούτε όσο έπρεπε ούτε όταν έπρεπε. Να σου πω κάτι απλό. Τον πρώτο καιρό της κρίσης, ένας απ’ τους καθαριστές στο νοσοκομείο πήγε στην αποθήκη να πάρει αντισηπτικό και δεν υπήρχε αντισηπτικό. Δεν υπήρχε αντισηπτικό σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο».
Τα φάρμακα της παρηγοριάς
Αυτοί που νοσούν βαριά δε διασωληνώνονται πάντα. Οι ηλικιωμένοι ή όσοι έχουν χρόνια προβλήματα υγείας συμπληρώνουν ένα έγγραφο πριν φτάσουν στο νοσοκομείο, με το οποίο δηλώνουν αν θέλουν ή όχι να διασωληνωθούν. Εφόσον δηλώσουν ότι δε θέλουν, δεν εισάγονται στη ΜΕΘ. «Απλά τους χορηγούνται άλλα, παρηγορητικά, θα έλεγα, φάρμακα για να βελτιώσουν τα συμπτώματά τους… Η διασωλήνωση σ’ αυτούς τους ασθενείς όχι μόνο δε θα τους βοηθήσει, αλλά θα παρατείνει και το μαρτύριό τους».
«Έχουμε ελάχιστους ασθενείς στο νοσοκομείο, ειδικά στην καρδιολογική, γιατί έχουν σταματήσει όλα τα εξωτερικά ιατρεία, έχουν σταματήσει τα τακτικά χειρουργεία, έχουν σταματήσει οι αγγειοπλαστικές, οι στεφανιογραφίες. Εγώ συνεχίζω και κάνω τα εξωτερικά ιατρεία υπέρτασης μέσω τηλεφώνου. Όταν μιλάω με τους ασθενείς μου τους ακούω πραγματικά πολύ φοβισμένους και προβληματισμένους. Όλοι έχουν υπέρταση, η οποία θεωρείται παράγοντας κινδύνου… οπότε φοβούνται όλοι».
«Οι άνθρωποι δε φταίνε, ακολουθούσαν αυτό που τους έλεγε η κυβέρνηση τους»
Η εμπιστοσύνη του βρετανικού λαού στις τακτικές της κυβέρνησης ίσως έδρασε εναντίον του αυτή τη φορά. «Οι Βρετανοί -σε αντίθεση με τους Έλληνες- τηρούν απαρέγκλιτα τις εντολές, δηλαδή αν τους πει η κυβέρνηση τους ότι αυτό πρέπει να γίνει, γιατί πρέπει να γίνει, δε θα ρωτήσουν τι και πώς, απλά θα το κάνουν. Οι άνθρωποι δε φταίνε, ακολουθούσαν αυτό που τους έλεγε η κυβέρνηση τους, αυτό που τους έλεγε το Υπουργείο τους». Κι έτσι έπραξαν όταν τελικά δόθηκε εντολή για εγκλεισμό, χωρίς τη χρήση ειδικών SMS και χωρίς αστυνομικές δυνάμεις στο δρόμο να εκτελούν ελέγχους.
Αναπόφευκτα, η κουβέντα ήρθε στον Μπόρις Τζόνσον για τον οποίο δίστασε, αρχικά, να κάνει κάποιο σχόλιο. «Δε θα ήθελα να μιλήσω πολιτικά, αλλά πιστεύω ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε ό,τι μπορούσε για το λαό του. Ήταν πολύ κυνικός και έλεγε “προετοιμαστείτε να χάσετε αγαπημένα σας άτομα πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θα τα χάνατε”. Γενικώς αυτό το αλαζονικό του ύφος δεν τον βοήθησε, του γύρισε μπούμερανγκ».
Ο πρωθυπουργός του Ην. Βασιλείου, που υποστήριζε τη θεωρία της ανοσίας της αγέλης, νόσησε από τον ιό, την επικινδυνότητα του οποίου βίωσε με την εισαγωγή του στην εντατική. Βρετανικά μέσα αναφέρουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε σύμβολο του κινδύνου της ίδιας του της στρατηγικής.
Το κατάλληλο κοινό
«Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι θεωρούσαν δικαίωση το γεγονός ότι κι αυτός νόσησε. Ωστόσο, Βρετανοί συνάδελφοί μου φαίνονται να τον υποστηρίζουν, όπως και την πολιτική του. Δεν είναι τυχαίο ότι εξελέγη αυτός ο άνθρωπος, κάποιοι τον εξέλεξαν. Και μην ξεχνάμε ότι δε θα μιλούσε έτσι σε Έλληνες, γιατί οι Έλληνες είμαστε συναισθηματικοί και πολύ δεμένοι με την οικογένεια. Ήξερε σε ποιους μιλούσε. Μιλούσε σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν στενούς οικογενειακούς δεσμούς. Οι γονείς τους δεν μένουνε μαζί τους, αλλά σε οίκους ευγηρίας. Δεν τους προσέχουν τα παιδιά τους, αλλά οι λεγόμενοι carers. Αν αυτός ο άνθρωπος μιλούσε έτσι στην Ελλάδα, πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά».
Τον αμφιλεγόμενο πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας ακολούθησε στην κουβέντα ο Σωτήρης Τσιόδρας. Tο πρόσωπό του λοιμωξιολόγου αποπνέει σεβασμό και θαυμασμό στην πλειονότητα των Ελλήνων κι όχι μόνο. «Δεν είναι μόνο εξαιρετικός σαν επιστήμονας, αλλά είναι πάνω από όλα άνθρωπος, αυτό που θα έπρεπε να πει γιατρός. Και πολύ ταπεινός», συμπληρώνει χαμογελώντας, «κάτι το οποίο στην ιατρική είναι λίγο… σπάνιο».
«Ας αφήσει το χειροκρότημα ο κάθε πολιτικός»
Τη ροή της συζήτησης διέκοψε το χειροκρότημα.
«Δεν ξέρω αν ακούς. Κάθε Πέμπτη στις οκτώ χειροκροτούνε για το δημόσιο σύστημα υγείας παντού στο Ην. Βασίλειο». Ωστόσο, δεν ακουγόταν τίποτα μέσα απ’ τον υπολογιστή. «Για ένα λεπτό χειροκροτούν νομίζω, ένα με πέντε λεπτά, κάπως έτσι τέλος πάντων. Προσωπικά, δεν είμαι και πολύ υπέρ αυτού. Το θεωρώ και λίγο υποκριτικό. Ας δώσουν στους ανθρώπους μέσα προστασίας κι ας αφήσει το χειροκρότημα ο κάθε πολιτικός. Άλλα είναι που χρειάζονται. Και θέσεις εργασίας χρειάζονται και αναπνευστήρες χρειάζονται… Κι αν θέλουν να βοηθήσουν, είπαμε, να τηρούν τους κανόνες, να τηρούν τις αποστάσεις, αυτά. Απλά πράγματα».
Άγχος και κόπωση, ατιμωρησία και αναξιοκρατία
Όταν η έθιξα το ελληνικό σύστημα υγείας σε σύγκριση με το βρετανικό, η απογοήτευση δεν μπόρεσε να κρυφτεί. «Δε συγκρίνεται, είναι η μέρα με τη νύχτα. Το NHS, το δημόσιο σύστημα υγείας έχει πάρα πολλούς υπαλλήλους. Βέβαια, κι εδώ οι άνθρωποι περιμένουνε πολύ καιρό για μια απλή εξέταση ή για να δουν το γιατρό στα εξωτερικά ιατρεία. Γίνεται όμως φοβερή εκπαίδευση στους γιατρούς και στο νοσηλευτικό προσωπικό, μαθαίνεις να λειτουργείς με ένα συγκεκριμένο αλγόριθμο που σε βοηθάει πάρα πολύ στη δουλειά σου. Δεν αισθάνεσαι αυτό το άγχος κι αυτή την κόπωση –χωρίς λόγο- που αισθάνεσαι στην Ελλάδα. Υπάρχει αξιοκρατία». Στην Αγγλία τα νοσοκομεία αξιολογούνται κάθε ένα ή δύο χρόνια για τις επιδόσεις τους. Η Κωνσταντίνα δηλώνει περήφανα ότι το νοσοκομείο της έλαβε πολύ θετικές αξιολογήσεις για δυο χρονιές συνεχόμενα.
«Τα σημαντικότερα προβλήματα του συστήματος υγείας της Ελλάδας είναι η έλλειψη οργάνωσης, η ατιμωρησία και η αναξιοκρατία. Εδώ απαγορεύονται τέτοιες συμπεριφορές, όπως και οι διακρίσεις απέναντι σε γυναίκες, σε μειονότητες, σε ομοφυλόφιλα άτομα, σε οποιοδήποτε άτομο διαφορετικής θρησκείας. Είναι πολύ ετερογενής η κοινωνία, επομένως, εάν όλα αυτά επιτρέπονταν, θα υπήρχε χάος. Γι’ αυτό υπάρχουν πολύ αυστηροί κανονισμοί και φυσικά, πολύ αυστηρές τιμωρίες».
Η καταγωγή της είναι από την Καστοριά, η οποία, τον καιρό του εγκλεισμού, αποτελούσε συχνό θέμα συζήτησης στα ελληνικά ΜΜΕ, όχι για καλό λόγο. Η Κωνσταντίνα θεωρεί ότι η πολιτεία θα έπρεπε να την είχε αντιμετωπίσει αλλιώς. «Θα έπρεπε να είχανε δράσει γρηγορότερα, να είχαν πιο γρήγορα αντανακλαστικά στην περίπτωση της Καστοριάς. Εκεί πιστεύω ότι έγινε λάθος».
Πώς είναι να ζεις τόσο μακριά από τον τόπο καταγωγής σου και να μαθαίνεις ότι έχει δυσανάλογο αριθμό κρουσμάτων σε σχέση με τον πληθυσμό; «Σίγουρα φοβήθηκα, όμως, όταν έχει προηγηθεί ταξίδι τόσων ατόμων στο Μιλάνο, είναι αναμενόμενο να προκύψουν πολλά κρούσματα».
Η αύξουσα πορεία του αριθμού των νεκρών στο Ην. Βασίλειο άγχωνε πολύ τους γονείς της. «Τους έχω καθησυχάσει, τους λέω ότι στο Μπρίστολ τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα κι ότι δεν έρχομαι σε επαφή με ασθενείς. Θα ήταν πολύ αγχωμένοι αν δούλευα στα επείγοντα. Τώρα πιστεύω ότι είναι αρκετά εφησυχασμένοι. Εξάλλου βλεπόμαστε κάθε μέρα σε βιντεοκλήσεις, μιλάμε και για άλλα θέματα… Βοηθάει».
Η αποτίμηση
Για τη χώρα που έγινε σπίτι της τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί παρά να νιώθει ευγνωμοσύνη. «Η Αγγλία είναι ένα εξαιρετικό μέρος όσον αφορά τη δουλειά. Μου έχει δώσει πάρα πολλές ευκαιρίες κι είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, αλλά ο αγγλικός τρόπος ζωής δε μου ταιριάζει».
Οι περισσότεροι συνάδελφοί της κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος και σχεδιάζουν να γυρίσουν, αν δεν έχουν γυρίσει ήδη. «Αυτό είναι κι ένα απ’ τα καλά της κρίσης. Έχουμε βγει πολλοί στο εξωτερικό, πήραμε πολύτιμη εμπειρία την οποία, δυστυχώς, δε θα παίρναμε ποτέ στην Ελλάδα. Μ’ αυτή την εμπειρία γυρίζουμε πίσω, για να προσφέρουμε περισσότερα στη χώρα μας».
Επτάμιση χρόνια ζωής κι εργασίας στην Αγγλία άφησαν το στίγμα τους στο χαρακτήρα της. «Έχω αλλάξει προς το καλύτερο θα έλεγα. Έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης μου, όπως κι οι αντιδράσεις μου. Εδώ έχω μάθει να σκέφτομαι πρώτα και μετά να δράττω. Έγινα περισσότερο υπομονετική και έμαθα να βλέπω και την άλλη πλευρά των πραγμάτων».
«Το ότι δουλεύω τόσα χρόνια με ανθρώπους διαφορετικών νοοτροπιών και διαφορετικής θρησκείας έχει διευρύνει τους ορίζοντές μου. Όλο αυτό ήταν ένα σχολείο για μένα. Η καλύτερη φίλη μου εδώ, τα τελευταία χρόνια, ήταν Τουρκάλα, με την οποία μοιραζόμαστε πολλά κοινά. Κι αν μοιάζουμε με κάποιους αυτοί είναι οι Τούρκοι» είπε γελώντας. «Είναι φοβερό το πόσο πολύ μοιάζουμε. Δεν χρειάζεται καν να μιλήσουμε, συνεννοούμαστε με τα μάτια… είναι φοβερό».
Η επιστροφή της στην Ελλάδα δεν αργεί κι η ανυπομονησία της είναι μεγάλη, το ίδιο όμως και το άγχος. «Θα είναι μια καινούρια αρχή, καινούρια δουλειά, καινούριο περιβάλλον… Αλλά ναι, είμαι πολύ χαρούμενη. Νομίζω ότι έχει κλείσει ο κύκλος εδώ, έχω πάρει αυτά που ήταν να πάρω. Από εκεί και πέρα, επειδή ζεις μονάχα μία φορά κι επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή, πρέπει να αποφασίσεις πού και μαζί με ποιους ανθρώπους θες να την περάσεις».