Πανδημία σε φα δίεση ελάσσονα

Ο αγαπημένος Θεσσαλονικιός συγγραφέας Κυριάκος Γιαλένιος γράφει ένα διήγημα εμπνευσμένο από την καραντίνα

Parallaxi
πανδημία-σε-φα-δίεση-ελάσσονα-700672
Parallaxi

Λέξεις: Κυριάκος Γιαλένιος

Τα πρώτα Χριστούγεννα ως φοιτητής μακριά από το σπίτι και το χωριό του και του έλαχε να τα περάσει κλεισμένος στο στούντιο που νοίκιαζε. Όπως και όλο τον προηγούμενο ένα μήνα.

«Σκατά», έλεγε και ξαναέλεγε καθώς τριγυρνούσε μόνος του στο σαλόνι-κουζίνα-υπνοδωμάτιο- ‘όλα σ΄ ένα, άλλοτε με μια κούπα καφέ στο χέρι, άλλοτε μ΄ ένα κουτάκι μπίρα και άλλοτε με την μούρη του χωμένη στο κινητό. «Γαμώ την ατυχία μου ρε φίλε» ήταν η φράση που αντικαθιστούσε το «σκατά» όταν μιλούσε με κάποιον γνωστό του στο τηλέφωνο. «Και η Θεσσαλονίκη τις γιορτές είναι πανέμορφη» τον τσίγκλιζαν οι βετεράνοι της σχολής του. «Άσε τα πάρτι. Από το ένα βγαίνεις στο άλλο μπαίνεις» υπερθεμάτιζε κάποιος άλλος. Όλη νύχτα ξαγρυπνούσε συνομιλώντας με αγνώστους μέσω του διαδικτύου και παίζοντας βιντεοπαιχνίδια. Την επόμενη μέρα δεν άνοιγε τα μάτια του πριν μεσημεριάσει. Αυτή ήταν η ρουτίνα της καραντίνας. Έτσι όταν ένα πρωί, σχεδόν αξημέρωτα, τον ξύπνησε ο στριγγός ήχος από το θυροτηλέφωνο και τον σήκωσαν από το κρεβάτι αρκετές ώρες πριν το συνηθισμένο, ελέω μιας μετακόμισης που γινόταν στην πολυκατοικία, δεν άντεξε και ξέσπασε στον κακόμοιρο τον υπάλληλο. Μετά γύρισε στο κρεβάτι, έχωσε το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι και σχεδόν έκλαψε από τα νεύρα του. Ήταν δεκαεννιά χρονών, το αίμα του έβραζε και ένιωθε ότι όλη του η ζωή είχε μπει σε καταστολή.

Οι αγριοφωνάρες των μεταφορέων ήταν η συνοδεία του για το υπόλοιπο της μέρας μέχρι που βράδιασε. Είχε καταλάβει πως το άδειο σπίτι ακριβώς από πάνω του είχε νοικιαστεί από κάποιον και ότι αυτός ο κάποιος ήταν μια κοπέλα που την έλεγαν Χριστίνα. «Χριστίνα που ν΄ αφήσω αυτό; Χριστίνα που το θες εκείνο;» Το πρώτο πράγμα που έμαθε για την Χριστίνα ήταν ότι έπαιζε πιάνο. Αυτό το συμπέρανε πρωτίστως από το γεγονός πως η μεγαλύτερη πρόκληση της ημέρας ήταν πως θα το βάλουν μέσα στο σπίτι- να είναι καλά το ειδικό ανυψωτικό μηχάνημα- και δευτερευόντως όταν το ίδιο κιόλας βράδυ, μέσα στη απόκοσμη σιωπή της γενικευμένης ακινησίας που κυριαρχούσε στην πόλη και στον κόσμο εκείνη την περίοδο, άκουσε μια χούφτα νότες να ανυψώνονται στον βαρύ γκρίζο ουρανό. Προς στιγμή πίστεψε ότι τις είδε κιόλας.

Εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που μπινελίκωσε θεούς και δαίμονες για το άσχημο παιχνίδι που του είχε παίξει η μοίρα ως πρωτοετή φοιτητή στη Θεσσαλονίκη. Τώρα είχε την Χριστίνα. Τη φωνή της όταν μιλούσε στο τηλέφωνο, τα βήματα της όταν ξυπνούσε το πρωί, τον ήχο που έκαναν οι σωλήνες του σπιτιού της όταν άνοιγε την βρύση του μπάνιου της αλλά κυρίως τη μουσική που μοιραζόταν μαζί του κάθε βράδυ. Εννιά με δέκα, σχεδόν καθημερινά, για πρώτη φορά στη ζωή του συνειδητοποίησε τι σήμαινε η βιωματική προσέγγιση της τέχνης. Δεν την είχε δει ποτέ, δεν ήξερε πως έμοιαζε και σε πρώτη φάση δεν τον ένοιαζε. Τη φανταζόταν όπως εκείνος ήθελε, την ίσια πλάτη της πάνω στο σκαμπό, τα δάχτυλα της στα πλήκτρα, τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά και την καμπύλη του σβέρκου της καθώς πηγαινοερχόταν στον ρυθμό, η Χριστίνα ήταν ένα αερικό ενός άλλου κόσμου που εμφανίστηκε ξαφνικά στην ζωή του για να τον συνδέσει μ’ ένα σύμπαν το οποίο δεν γνώριζε μέχρι τότε ότι υπάρχει. Ή και αν είχε πέσει πάνω του κάποτε, το είχε προσπεράσει αδιάφορος.

Έφτασε να παρακαλάει να μην τελειώσει ποτέ η καραντίνα γιατί ήξερε πως μεμιάς θα άλλαζε ο ρυθμός της καθημερινότητας του, ξεκίνησε ν΄ ακούει μουσικές συνθέσεις με πιάνο μήπως μπορέσει και καταλάβει ποιο κομμάτι έπαιζε η γειτόνισσα του, περιποιόταν τον εαυτό του λες και θα την έβλεπε από στιγμή σε στιγμή και κατέστρωνε σιγά σιγά ένα πρώτο πλάνο προσέγγισης. Τι θα κάνει, πως θα το κάνει, πότε-κυρίως- θα το κάνει, τι θα φοράει, τι θα της πει, τα σημείωνε κι έσβηνε σ΄ ένα μπλοκάκι για να κάνει τη σωστή επιλογή αλλά τελικά τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν χρειάστηκε. Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, με το χιονόνερο έξω να σκορπάει τη δική του γοητεία στους άδειους δρόμους, χτύπησε το κουδούνι του. Άνοιξε απότομα και την είδε μπροστά του. Πριν ακόμα μιλήσουνε ήξερε ότι ήταν αυτή:

«Επιτέλους και κάποιος που μου ανταποκρίθηκε» την άκουσε να μονολογεί. «Καλησπέρα, συγνώμη για την ενόχληση αλλά έχω ένα πρόβλημα. Δεν έχω ρεύμα εδώ και λίγη ώρα στο σπίτι και δεν ξέρω τι να κάνω…».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα