Ο Πάνος Θεοδωρίδης αποχαιρετά το Φλου

Το Φλου ήταν το μόνο πράγματι ξεσαλωτικό στέκι, ανέβαινες και στη μπάρα, τα ποτά καθαρά, το κέφι αμείωτο, εκεί διαδραματίστηκαν πλήθος κωμικοτραγικών συμβάντων, αλλά η χρήση του μπαρ ήταν ως ναού του πνεύματος και του οινοπνεύματος.

Parallaxi
ο-πάνος-θεοδωρίδης-αποχαιρετά-το-φλου-593084
Parallaxi

Ο συγγραφέας Πάνος Θεοδωρίδης σε ένα βαθιά συγκινητικό κείμενο για ένα μπαρ και μια πόλη που δεν υπάρχουν πια. 

H ζωή μου ήταν μονίμως σπασμένη, αναλόγως του εισοδήματος, των δωματίων και των ανθρώπων που συντύχαινα. Μαθαίνοντας πως κλείνει το «Φλου», χώρος που θα μπορούσα να αποτυπώσω από μνήμης, η Νικηφόρου Φωκά όπου ήταν τοποθετημένο, χάνει ένα καίριο τοπόσημο.

Καθώς έχω να χειριστώ την οδό αυτή από την δεκαετία του 80, την περιγράφω κατά τα τοπωνύμια άλλων καιρών: ξεκινούσε από την θάλασσα, από το Ριβάζ, ανήρχετο στην Παύλου Μελά εκθέτων μία σειρά πολυκατοικιών αριστερά τω ανηφορούντι, την έτεμνεν αφέων το καφενείον των Κυνηγών, όπου εν υπογείω έπαιζαν πότε οι Μακεδονομάχοι και ο Παπαντίνας, δεξιά το καρτιέ του Ντορέ και το σημείον αναπαύσεως του Κανελλόπουλου, σκηνοθέτη ευγενούς, είτα αριστερά ήτο το Φλού και ποικιλία άλλων παροδικών μπαρ, και εξήρχετο εις την θρυλική προέκτασιν Μητροπόλεως όπου χτυπήθηκε μεταξοτυπία το πρώτο εξώφυλλο του Τραμ και καρσί παροδίως ήτο κατοικία του Χάρη Καμπουρίδη, αλλά και στούντιο όπου εγένοντο ηχογραφήσεις του ακμαίου Πεντζίκη, ουχί του συγγραφέως, η οδός ελαφρώς υψούτο αφήνουσα δεξιά γωνία με τα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, έτεμνε την μάνα Τσιμισκή, εμμένουσα ως Νικηφόρου Φωκά, ηύθηνεν τα κώλα προς την πλατείαν Ιπποδρομίου, ήτοι μίαν συνεκδοχικώς παραποίησιν του Μπωζούρ, όστις αναγράφει «λέγεται Προδρόμι και είναι ανάμνησις του Ιπποδρομίου», αφίησιν δεξιά την κομμένη κολόνα του νεκρικού ζαχαροπλαστείου, αριστερά ημπορείς να ιδείς το Ναυαρίνον και δεξιά τον κατεδαφιστέντα προ 50 ετών Άγιον Κωνσταντίνον και τα σύγκολλα του τείχους, τον Αγιαντώνη των τρελών και το ιδιότυπον μασονικό κέντρον, είτα γωνιάζει στο Χρυσό παγώνι, περνά την Πολωνίας ή Πρίγκηπος Νικολάου ή και Σβώλου, και σχάται εις Καμβουνίων δεξιά, όπου άνωθεν του μετοχίου (έχει και άλλα, αγιορειτικά) έμενα στο ρετιρέ και είχε μαγαζί ο γυψάς ο θείος μου, και βγαίνει στην Εθνική τράπεζα, όπου διατηρώ σημείωμα εμφαίνον το βάθος των εκεί αρχαιοτήτων (μείον επτά μέτρα) και εις την Αγαπηνού κατά την λαιάν, ήτοι του Σαραντέλλου καπετάν Άγρα όπου εκβάλει εις την Παπαντήν αμή και στην Παναγούδαν και υφίστατο άκτιστον οικόπεδον όπου ο Χατζηιωάννου διάβασε επιγραφή Δεασημέρη τινός, όστις ανήγειρεν ναόν «ανθ΄ώνπερ ήμαρτεν» και ήτο ο Διαβασημέρης εις τον οποίον αφιέρωσα εκπομπήν και σελίδας τινάς εις τον εμόν Χαμαιδράκοντα.

Δεν θα ήξευρα το Φλου εάν παρέμενα τέκνον της οδού Βασιλίσσης Όλγας, πλην από το 1975 νοίκιασα διαμέρισμα εις την Κούσκουρα και έφτιαξα στούντιο στην Προξένου Κορομηλά εκεί όπου ήτον πατάρι και κομμωτήριον, και άρχισα να συναναστρέφομαι αληθείς καστριώτες και βουργεσίους, ενώ το γραφείον μου μετά συνεταίρων ήτο Αγγελάκη. Έτρωγα απέναντι στο πρώτον Γούδδις, στενόμακρο, κάτω από την «Ωραία» των παγωτών, συνήθως χοιρομέρι με μαγιονέζα που έτρωγε συχνά ο Παλιαδέλης και το ορεγόμουν, και δραπέτευα έως παραδίπλα στο Παγιάντες που ήτο μπαρ και άνωθεν πατάρι με φαγητό.

Εκείνα τα χρόνια άνοιξαν πολλά μαγαζά ελκυστικά στη γειτονιά, ο Δον Κιχώτης, το Σαντέ του Κίκη, η Σελήνη κοντά στον Ζέφυρο, και το 1980 το Φλου. Γνώριζα τον Καρδαχάκη, μαζί με περιώνυμους της εμιγκρέτσιας, έναν «ψύχραιμο», και φίλους αρχιτέκτονες, εις την οδόν του Βουσενκώτου εν Παρισίοις όπου πήγα για δύο διαλέξεις. Σάρωνα τα μπαράκια παρέα με τον μακαρίτη Λένο Μαυρομάτη και αργότερα, μετά τους σεισμούς, με τον Γούφα. Συνήθως αρχίζαμε από το Φλου, καταλήγοντας στο Σαντέ κι αυτό κράτησε μήνες πολλούς, καθώς ήταν και μια παρέα στις Σαράντα Εκκλησιές όπου ήμεσθεν τακτικοί. Σπανίως πήγαινα Ντεφάκτο και αργότερα Ερωδό, αλλά κι όταν άνοιξε το 1983 ο Μανδραγόρας, προστέθηκε στην διαδρομή μεταξύ Φλού και Σαντέ. Άρχισαν και ταξίδια Αθηνών, λόγω ετοιμασίας του Δοξόμπους, με άλλες παρέες.

Ωστόσο, το Φλου ήταν το μόνο πράγματι ξεσαλωτικό στέκι, ανέβαινες και στη μπάρα, τα ποτά καθαρά, το κέφι αμείωτο, εκεί διαδραματίστηκαν πλήθος κωμικοτραγικών συμβάντων, αλλά η χρήση του μπαρ ήταν ως ναού του πνεύματος και του οινοπνεύματος. Παραδόξως τα φλερτ ήταν διαφορετικά εκεί, δεν χρειαζόσουνα συνοδεία για να κεφάρεις, αν περιέγραφα το στυλ των θαμώνων και τι άκουσα, θα το είχα φτιάξει το μπεστσέλλα. Κάποτε ίσως εκφραστεί εκείνο το σύνθετο γαϊτανάκι, να κσυπνάς αξημέρωτα, να ρίχνεις την δουλειά του κάστορα στο λασπωμένο του φράγμα, να δουλεύεις ποικιλία θεμάτων και ταυτόχρονα, να ταξιδεύεις ωσάν σε δουλεμπορικό, σε αλλεπάλληλα ταξίδια, τα μισά άσκοπα και άχρηστα. Χώρια η τέχνη και η Τέχνη. Ήταν μέρες που αισθανόμουν αφοσιωμένος, άλλες πάλι ήταν πιο σπαρμένες αμελώς, κι ως τα 36 που άλλαξε ο βίος, και ξεκίνησε ένα μίγμα μετακομίσεων και πλήρους αστάθειας, οπότε, στα 44, άφησα τα πεταλουδίσματα και έβγαλα το πρώτο μου, ουσιαστικά, βιβλίο.

Στο Φλου έζησα πολλές ιστορίες, άλλες τις περιέγραψα, άλλες όχι. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς συνήθως, κι αν ήκμαζε σήμερα, ο πολιτικός μας προστάτης θα άφηνε έναν πελάτη, αλλοιώς θα ήμεσθεν όλοι για ΜΕΘ. Αλλά παραδόξως, δεν έτυχε ποτέ να συνοδεύω ή να με συνοδεύει γυναίκα. Το Φλου μου τραβούσε την όρεξη για αντριλίδικη, πλακατζίδικη και αιώνια μονόφυλη φιλία. Βέβαια, μόνον για γυναίκες μιλούσαμε, αλλά και σήμερα που ασχολούμαι με άλλα κι άλλα, πάλι γυναίκες υπάρχουν στη διπλανή σελίδα μιας αυτοβιογραφίας.

Εικόνα: Νόπη Ράντη

Δεν ξέρω άν ο Καρδαχάκης, μόνος ή μετά συνεταίρων, θα φτιάξει άλλο μαγαζί. Φυσικά, πάλι Φλου θα το βγάλει και αντέχει να στηθεί στις αρχαίες γειτονιές, πάλι και πάλι.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα