Πέλαγα & Πεσκάδες: Ένα βιβλίο βγαλμένο απ’ τις θάλασσες

Οι ιστορίες ζωής του Δ. Σιμσιρίκη στις μηχανότρατες από τη δεκαετία του ‘70 ζωντανεύουν και μας ταξιδεύουν σε μία άλλη εποχή.

Νίκος Γκάγιας
πέλαγα-πεσκάδες-ένα-βιβλίο-βγαλμένο-727420
Νίκος Γκάγιας

Πέλαγα & Πεσκάδες. Ένα βιβλίο πραγματικά βγαλμένο από τις θάλασσες, του οποίου “καπετάνιος” είναι ο Δημήτρης Σιμσιρίκης. Πρόκειται για μία συλλογή από ναυτικές ιστορίες της ζωής του στις μηχανότρατες στη δεκαετία του ’70, στις θάλασσες της Σενεγάλης, του Ατλαντικού και της Μεσογείου.

Στο βιβλίο αποτυπώνεται γλαφυρά η καθημερινότητα του ναυτικού από την πιο πεζή στιγμή έως την πιο συναρπαστική. Κι ακόμη, η κούραση στο πλήρωμα, τα προβλήματα της μηχανής, οι παραισθήσεις του ορίζοντα, αλλά και η νοσταλγία για την πατρίδα.

Ο Δημήτρης Σιμσιρίκης μιλάει στην Parallaxi και μας «ταξιδεύει» στις ναυτικές ιστορίες της ζωής του, αλλά και στους λόγους που τον οδήγησαν να τις αποτυπώσει στις σελίδες του βιβλίου του, τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν για καλό σκοπό.

Πόσα χρόνια περάσατε στις θάλασσες;

«Στην θάλασσα έκανα περίπου δεκατρία χρόνια (σαν ψαράς φυσικά). Δούλεψα μηχανότρατα με έδρα τον Πειραιά, την Αλεξανδρούπολη και το Ντακάρ (6 χρόνια). Μετά το ναυάγιο που είχα στον Ατλαντικό εγκατέλειψα την θάλασσα νέος, όταν ήμουν σαράντα τριών ετών και δεν ξανά ασχολήθηκα».

Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε πάνω στα καράβια;

«Πολλές… η ψαροσύνη είναι κάτεργο και στο Αιγαίο και στον Ατλαντικό» μας λέει και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου του.

“Ο ήλιος, η υγρασία, το χαμηλό βαρομετρικό κάνουν τα κόκαλά σου να πονάνε. Το μυαλό δουλεύει αργά. Κάτι που συνέβη πριν δέκα λεπτά νομίζεις ότι έγινε χθες ή προχθές… χάνεις το χρόνο. Όλες οι μέρες είναι ίδιες, βασανιστικά ίδιες. Ζέστη, μούχλα, σκουριά, ιδρώτας, καυτά σίδερα, άπλυτα ρούχα ή πλυμένα στο εππάριο* (μάνικα) με θάλασσα. Ντουμάνι απ’ το χασίσι πλώρα στο μπαλαούρο.

Οι ψαράδες του ωκεανού στην άλλη τους ζωή δεν έχουν κόλαση. Κόλαση είναι η καυτή λαμαρίνα που πατάνε, το νερό που πίνουν από τα τέγκια* (τεπόζιτα) που μυρίζει μούργα και χλώριο, το φαγητό που δεν κατεβαίνει από τη ζέστη και το πετάνε στους γλάρους, το ουίσκι που τους καίει τα σωθικά, τα χάπια που παίρνουν κάθε μέρα για τη μαλάρια* (ελονοσία), οι πληγές στο μυαλό που δεν κλείνουν όσο κι’ αν τις πλένεις με θάλασσα.

Είμαι γέρος πια κι’ όμως τα βράδια ακόμα ονειρεύομαι ότι είμαι τριάντα και τραβάω τράτα στους πάγκους του Ατλαντικού. Είναι μια κόλαση που σε τραβάει, δεν σ’ αφήνει σε ησυχία ποτέ. Αν ξαναγινόμουν νέος, πάλι ψαράς μηχανοτρατάρης θα γινόμουν. Η ψαροσύνη είναι γυναίκα. Σε ματώνει με τα νύχια της, σε πονάει, κι’ ύστερα σε ανεβάζει στα ουράνια από ηδονή. Δεν είναι επάγγελμα, είναι ερωμένη, είναι γκόμενα”.

Πώς πήρατε την απόφαση να γράψετε το βιβλίο;

«Το βιβλίο το έγραψα για τα παιδιά μου που ασφυκτικά με ρωτούσαν γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής μου και τώρα φυσικά για τα εγγόνια μου. Ο μεγάλος είναι είκοσι οκτώ χρονών και είναι κι ο επιμελητής του βιβλίου».

Ένα μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις του βιβλίου θα διατεθεί στον Σύλλογο Γονέων – Φίλων Αυτιστικών Ατόμων Ν. Έβρου «Ο Άγιος Βασίλειος». Υπάρχει κάποιος λόγος, που επιλέξατε το συγκεκριμένο σύλλογο;

«Ναι έχω δυο καλούς μου φίλους με αυτιστικά παιδιά. Επίσης, απέναντι απ’ το μαγαζί μου υπάρχει ένα κέντρο δημιουργικής απασχόλησης για ανθρώπους με αναπηρία που τους βλέπω κάθε μέρα και παίρνω δύναμη. Ο δε μεγάλος μου εγγονός είναι γυμναστής με ειδίκευση σε παιδιά με αναπηρία. Όλα αυτά με έκαναν να θέλω να βοηθήσω κι εγώ όσο μπορώ με την μικρή δύναμη που έχω».

Πώς είναι η ζωή σας σήμερα;

«Είμαι 81 χρονών και κάνω όμορφα γηρατειά… δεν έχω παράπονο».

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του:

“Όμως… τώρα που τα θυμάμαι και γράφω όλα αυτά… ζω με τους δαίμονές μου. Ποτέ πέρασε η ζωή μου. Πότε διάολε γέρασα. 

Να σου πω, όμως, δεν με νοιάζει αν με πονάνε τα κόκκαλά μου, είναι που τα ξεθέωσα. Θα’ ναι απ’ το μπότζι κι’ απ’ τις θάλασσες. Αν δυσκολεύομαι να ανέβω τις σκάλες και έχω αυτή την φάτσα είναι γιατί ακόμα και καπνίζω και τα πίνω. Έζησα, αγάπησα, δούλεψε, κινδύνεψα, τα έπαιξα όλα σε μία ζαριά, κουράστηκε, απογοητεύθηκα, πέθανα πολλές φορές. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, απλά μερικοί από μας τους γέρους μαθαίνουν να ξεχωρίζουν τις μικρές χαρές της ζωής. Αυτά τα απλά μικρά πράγματα που όσο γερνάω γίνονται πιο σημαντικά.

Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι έχω πολύ παρελθόν και λίγο μέλλον… όμως δεν δίνω δεκάρα στον βαρκάρη να με περάσει απέναντι. Έκανα μια οικογένεια που για μένα είναι το δώρο του Θεού. Είναι το μόνο μου κέρδος, αυτό μόνο κατάφερα και μου φτάνει.

Μωρέ μια χαρά είναι τα γηρατειά. Δεν είμαι πια αναγκασμένος να παίρνω δύσκολες αποφάσεις. Τα γηρατειά τα κερδίζεις από τύχη, άσε να λένε… συνταγή δεν υπάρχει. Είναι ένα προνόμιο που άλλοι δεν είχαν. Όμως ακόμα έχω πολλά να κάνω. Σχεδιάζω, τραβάω γραμμές πάνω στον χάρτη, μετράω μίλια, υπολογίζω, ονειρεύομαι για πράγματα που ακόμα δεν έκανα. Έχω τόσα στο μυαλό μου. Βέβαια, εμείς οι γέροι όταν κάνουμε σχέδια ο Θεός γελάει… όμως αυτό ούτε που το λογαριάζω.

Τολμήστε. Οι μάχες έχουν και νίκες και ήττες. Οι θάλασσες έχουν και αέρηδες με θυμό και μπουνάτσες με ήλιο. Εσείς οι νέοι, επιχειρήστε. Επιχειρήστε τα δύσκολα. Τα εύκολα τα κάνουν όλοι. Περισσότερα χάνεις από την αναποφασιστικότητα παρά από μια λάθος απόφαση. Η ζωή έχει και χαρές και απογοητεύσεις. Είναι όμως όμορφη μ΄ όλους τους καιρούς. Ακούστε με, την ξέρω την ζωή, είμαι γέρος”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα