Περνώντας μια ημέρα με τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν όλα τα παιδιά ίσα
Το ΚΔΑΠ ΜΕΑ «Αποσπερίτης» στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης μας δείχνει το δρόμο.
«Μοιάζει με δοκιμασία δίχως τέλος» άκουσα να λέει μια γυναικεία φωνή από το πίσω κάθισμα. Δεν ήξερα αν ήθελα πραγματικά να μάθω τη συνέχεια. Κοίταξα το ρολόι στο κινητό. 7:45. «Μα γίνεται να μην τα αγαπάς; Είναι παιδιά σαν όλα τα άλλα. Μια αναπηρία δε το αλλάζει αυτό» ήχησε στα αυτιά μου η ίδια φωνή. Παραξενεύτηκα. Ίσως τελικά και να ήθελα να μάθω τη συνέχεια. Το λεωφορείο φρέναρε και οι πόρτες άνοιξαν. Θόρυβος. Δεν πρόλαβα να ακούσω τίποτα παραπάνω. Ίσως να κατέβηκε, σκέφτηκα. Τέτοια ώρα μπορεί να πήγαινε στη δουλειά της. Για κάποιο λόγο, αναρωτήθηκα πως είναι να δουλεύει κανείς με παιδιά με αναπηρία. Το έπλαθα στο μυαλό μου σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή. Σχεδόν μηχανικά άρχισα να σημειώνω όλα όσα θα ήθελα να τον ρωτήσω.
Δεν άργησα να λάβω τις απαντήσεις που γύρευα. Τις βρήκα λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο Ασβεστοχώρι, στο μοναδικό Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών και Ατόμων Με Αναπηρία (ΚΔΑΠ ΜΕΑ) της περιοχής, που φέρει το όνομα Αποσπερίτης και άνοιξε τις πόρτες του το Σεπτέμβριο του 2020. Αφιέρωσε το όνομα του στη γνωστή σε μας Αφροδίτη, τον πιο κοντινό πλανήτη με μέγεθος αντίστοιχο της Γης για να αποδείξει κάτι σπουδαίο.
«Το ομώνυμο άστρο που εμφανίζεται κάθε μέρα λαμπερό αμέσως μετά τη δύση του ηλίου, μοιάζει τόσο με την αδερφή του, τη Γη, συνυπάρχει μ’ αυτή, τη φωτίζει τα δειλινά κι όμως την ίδια στιγμή διαφέρει. Ένας πλανήτης τόσο κοντινός, τόσο ίδιος μα τόσο διαφορετικός. Όπως ακριβώς τα άτομα με οποιοδήποτε μορφή αναπηρίας» μου είπε ο Παναγιώτης Βασιλείου, συνιδρυτής του ΚΔΑΠ ΜΕΑ μαζί με τον Κώστα Χαραλαμπίδη .
Για περίπου μια εβδομάδα περνούσα λίγη ώρα κάθε απόγευμα μιλώντας με κάποιους από τους εκπαιδευτές που εργάζονται εκεί, με σκοπό να μάθω αυτό που αναπάντεχα αναρωτήθηκα εκείνο το πρωί. Πως είναι να δουλεύεις με παιδιά με αναπηρία; Συνήθως, καθόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον σε ένα κυκλικό τραπέζι. Τα πρόσωπα άλλαζαν, όμως το φόντο παρέμενε ίδιο. Τοίχοι διακοσμημένοι με περίτεχνες ζωγραφιές. Μπάλες στο πάτωμα. Παιχνίδια παντού τριγύρω. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε;» ρωτούσα. Κάθε απόγευμα με περίμεναν 5 διαφορετικές θετικές απαντήσεις.
« Η ειδική αγωγή με διάλεξε, δεν τη διάλεξα. Δεν έλεγα από μικρή ότι θα ήθελα μεγαλώνοντας να ασχοληθώ με την αναπηρία, αλλά κάπως μου δημιουργήθηκε η επιθυμία στο πανεπιστήμιο ως απόρροια των βιωμάτων και των εμπειριών που είχα ήδη. Συμμετείχα εθελοντικά σε κάποια ιδρύματα, σε κατασκηνώσεις ΑΜΕΑ και παρόμοιες δράσεις, αλλά το πιο σημαντικό νομίζω είναι ότι μεγάλωσα μαζί με τη φίλη μου που είναι κωφή. Κάπως με μύησε σ’ αυτόν τον κόσμο» είπε η Μαρία Παρδάλα, μια από της ειδικούς παιδαγωγούς του Αποσπερίτη. Για την Νατάσσα Γκίκα, την υπεύθυνη χορού και κίνησης της δομής η επιλογή ήταν κυρίως συναισθηματική. «Πιστεύω ότι στην ειδική αγωγή έχεις να κάνεις με ανθρώπους που σου δίνουν άδολη και ανυστερόβουλη αγάπη, χωρίς να ζητάνε τίποτα πίσω σε αντάλλαγμα και αυτό το συναίσθημα δεν το αλλάζω με τίποτα στο κόσμο» .
Για τους περισσότερους εκπαιδευτές η ειδική αγωγή δεν ήταν από τις πρώτες επιλογές στο μηχανογραφικό, όλοι όμως είχαν έναν λόγο για να στραφούν σ’ αυτή στο μέλλον. «Με έβγαλε ο δρόμος. Με ενδιέφερε πάρα πολύ το κομμάτι της νευροψυχολογίας, της μάθησης και της μνήμης. Με εντυπωσιάζει πάρα πολύ όταν ένα άτομο δεν επικοινωνεί και καταφέρνει μετά από πολύ κόπο να φτάσει σε σημείο να απολαμβάνει τη συνύπαρξη μαζί μου και μετά με κάποιον άλλον. Νομίζω αυτό το στοιχείο υπάρχει στην ειδική αγωγή» είπε η Σταυρούλα Βαρσάκη, μια εκ των ψυχολόγων του ΚΔΑΠ ΜΕΑ.
«Η αλήθεια είναι πως κάπως τα έφερε η τύχη και βρίσκομαι εδώ .Έχει λίγα χρόνια που ασχολούμαι με την ειδική αγωγή αλλά μπορώ να πω ότι πάντα με τραβούσε να δω πως λειτουργούν τα άτομα με αναπηρία και πως εγώ θα μπορούσα να τα βοηθήσω. Εκ των υστέρων, βέβαια, έμαθα ότι το πιο απλό που θα μπορούσα εγώ και κάθε άλλος να κάνει είναι να αγαπά τα παιδιά με αναπηρία σαν να είναι ο αδερφός του. Για μένα είναι το ίδιο και το αυτό. Όλοι είμαστε ίσοι και όλοι διαφορετικοί» είπε ο Διονύσης Βλέτσης που αναλαμβάνει την εκγύμναση των ατόμων της δομής.
Για τη Δήμητρα Αναστασιάδου, τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα από την αρχή. «Είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο ειδικής αγωγής όταν ήμουν Γ ‘ Λυκείου και πίστευα πως έχω τη ψυχική δύναμη να το κάνω. Μετά είδα πως χρειάζεται να έχεις και αντοχή ως προς το κομμάτι της ματαίωσης. Πρέπει να τη συνηθίσεις. Να μην απελπίζεσαι, να συνεχίζεις με νέους στόχους κάθε φορά».
Συχνά οι απαντήσεις τους λειτουργούσαν σαν κομμάτια ενός μεγάλου πάζλ. Άλλοτε πάλι διέφεραν σημαντικά. Είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν, κάθε τους απάντηση είχε ακριβώς τις ίδιες τρείς λέξεις. «…τα παιδιά μας…».
Μια μέρα μαζί τους
Τους ζήτησα να μου περιγράψουν τη μέρα τους. Η πρώτη αντίδραση ήταν ένα ξεφύσημα και μια βαθιά ανάσα που σηματοδοτούσε την αρχή της αφήγησης. Σε γενικές γραμμές, η δομή λειτουργεί από το πρωί μέχρι το βράδυ και απασχολεί στο σύνολο της 50 άτομα ηλικίας από 6 μέχρι 47 ετών που έχουν διαγνωστεί με αυτισμό, σύνδρομα συνοδά με αυτισμό ή νοητική υστέρηση, σύνδρομο down, άτομα με νοητικές και κινητικές αναπηρίες .
Οι μισοί πηγαίνουν το πρωί και η άλλοι μισοί το απόγευμα. Οι πρώτοι 25 είναι κυρίως άτομα μεγαλύτερων ηλικιών που έχουν μια μεγαλύτερη αυτονομία και δρουν πιο ανεξάρτητα σε σχέση με τις μικρότερες ηλικίες, στις οποίες ανήκουν οι υπόλοιποι 25. Τα παιδιά μεταφέρονται στον χώρο είτε με τους γονείς τους είτε με το ιδιόκτητο λεωφορείο του ΚΔΑΠ. Κάθε βάρδια (πρωινή-απογευματινή) χωρίζεται σε επιμέρους ομάδες ανάλογα με την ηλικία και τη δραστηριότητα που έχει περισσότερο ανάγκη κάθε άτομο και όχι με βάση την αναπηρία του. Κάθε ομάδα απασχολείται για περίπου μισή ώρα από έναν εκπαιδευτή σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Το πρόγραμμα τελειώνει όταν όλα τα παιδιά θα έχουν συμμετάσχει σε όλες τις διαθέσιμες δραστηριότητες.
Για κάθε άτομο κάθε εκπαιδευτής έχει θέσει βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους που θα προσπαθήσει να πετύχει για να καλύψει τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του ώστε να το βοηθήσει να εξελιχθεί. Έτσι ,λοιπόν, στο τέλος της ημέρας, όλοι οι εκπαιδευτές θα μιλήσουν μεταξύ τους για τα παιδιά, θα κάνουν επαναστοχοθέτηση για το καθένα από αυτά, θα οργανώσουν μια καινούργια δραστηριότητα, θα ψάξουν νέο υλικό και κάπου εκεί τα φώτα θα σβήσουν για να ανάψουν πάλι σε λίγες ώρες όταν πια θα έχει ξημερώσει μια νέα μέρα για παιδιά και εκπαιδευτές.
«Σε αυτήν την δουλειά δε θεωρείς τίποτα δεδομένο. Ξεκινάς από το μηδέν κάθε μέρα με τη μόνιμη ανησυχία μη σου ξεφύγει κάτι. Μη τυχόν φύγει κάποιο παιδί από τον έλεγχο σου. Συχνά όταν μπαίνω σε έναν χώρο τον σκανάρω αυτόματα. Πιστεύω ότι όλοι όσοι δουλεύουμε με παιδιά θα μπορούσαμε να δουλεύουμε σε ασφάλειες και να κάνουμε ποσοστά επικινδυνότητας του χώρου» είπε αστειευόμενη η Σταυρούλα .
« Στη πραγματικότητα είναι αστείο αλλά θεωρώ λίγο ενοχλητικό να μου λένε ότι είναι λειτούργημα αυτό που κάνω , όταν αναφέρω πως ασχολούμαι με την ειδική αγωγή. Εκφράσεις του τύπου “πως το κάνεις” , “πως αντέχεις” . Είναι λόγια που οδεύουν προς τη λύπηση. Λύπηση για τα άτομα με αναπηρία. Εγώ το βλέπω σαν ένα οποιοδήποτε επάγγελμα υπό την έννοια ότι οποιοσδήποτε δουλεύει έχοντας την οποιαδήποτε ειδικότητα και το κάνει καλά, είναι άξιος» μου τόνισε η Μαρία .
«Μεγαλώνοντας μαθαίνεις να βάζεις όρια και να λες : λατρεύω τα παιδιά μου αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν έχεις τις ίδιες αντοχές σωματικά και κυρίως ψυχολογικά. Δεν γίνεται 24/24 να μεταφέρεις στο σπίτι σου ότι γίνεται στη δουλειά σου. Συνήθως, ό, τι πρόβλημα υπάρχει με τα παιδιά το παίρνουμε μαζί μας στο σπίτι το σκεφτόμαστε και το επεξεργαζόμαστε όλο το βράδυ, μήπως βρούμε λύση» είπε η Δήμητρα. Την στιγμή εκείνη χτύπησε το κουδούνι. Μια μητέρα ήρθε να παραλάβει το παιδί της. Η Δήμητρα πήγε να ανοίξει και εγώ έμεινα να κοιτώ τις ζωγραφιές στον τοίχο σκεπτόμενη σε ποιον άραγε να άνηκαν.
Ζωγραφιές, παιχνίδια, ασκήσεις, χορός…ένα ελεγχόμενο χάος
Έστεψα το βλέμμα προς τα αριστερά. Δυο υπολογιστές, ένας πίνακας γεμάτος λέξεις σημειωμένος , λίγο πιο πέρα όργανα γυμναστικής, μπάλες, παιχνίδια. «Το πρωί θα ξεκινήσουμε με μια κατασκευή ή με μια καλλιτεχνία, μπορεί να παίξουμε επιτραπέζια. Σίγουρα μέσα στη μέρα θα υπάρξει η ώρα της γυμναστικής. Ίσως να φτιάξουμε μια συνταγή μαγειρικής. Θα παίξουμε μουσική με κρουστά ή με έγχορδα όργανα, θα χορέψουμε μπαλέτο ή σύγχρονο. Θα κάνουμε δραστηριότητες για ανάγνωση και γραφή, με τουβλάκια, χρώματα, σχήματα. Θα πούμε παραμύθια. Θα ζωγραφίσουμε πολύ αυτό είναι σίγουρο» έλεγε η Μαρία καθώς μου εξιστορούσε τη δικής της ημέρα στη δουλειά.
«Συνήθως η σχέση τους με τη γυμναστική δεν είναι πολύ καλή. Κάποια παιδιά κάθονται πολλές ώρες λόγω κινητικών προβλημάτων, άλλα έχουν καταπιεσμένη ενέργεια που δεν εκτονώνεται μέσω της γυμναστικής. Εδώ έχουν την ευκαιρία να κάνουν ένα βήμα κάθε μέρα και από λίγο. Αν δουλεύουμε κάθε μέρα και από λίγο κάποιο μέρος του σώματος, θα υπάρξει σίγουρα κινητική βελτίωση έστω και αν αυτή αργήσει να φανεί» μου εξήγησε ο Διονύσης καθώς ανέλυε πως λειτουργεί η δραστηριότητα της γυμναστικής . «Σε ατομικό επίπεδο προσπαθούμε να μάθουμε σε ένα παιδί τα βασικά, όπως το να σκύψει, να κάτσει, να σηκώσει κάτι στα πλαίσια του δυνατού. ‘Έπειτα δουλεύουμε πολύ ομαδικά. Κάνουμε ασκήσεις σε παιγνιώδη μορφή ώστε το κάθε παιδί μέσα από εμπόδια και κώνους για παράδειγμα να δουλέψει το σωματάκι του» συμπλήρωσε.
«Εγώ ως δασκάλα κανονικά θα εστίαζα στο γνωστικό κομμάτι . Κυρίως στη γραφή και την ανάγνωση. Εδώ καλούμαστε να το δούμε μέσα από μια άλλη οπτική. Αυτή των διάφορων δραστηριοτήτων και της δημιουργίας. Για να καλύψουμε αυτό το κομμάτι θα διαβάσουμε ένα παραμύθι και θα αντλήσουμε από εκεί στοιχεία για παράδειγμα. Δεν μπορώ να πω ότι είναι το κλασικό πλαίσιο ειδικής διαπαιδαγώγησης γιατί ενώ στα σχολεία γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο, εδώ έχουμε μια ολόκληρη ομάδα που πορεύεται μαζί» ανέφερε η Δήμητρα.
«Υπάρχει περίπτωση να μπω στην αίθουσα και τα παιδιά να μην έχουν διάθεση να κάνουν χορό. Θα προσπαθήσω να τα κινητροδοτήσω να συμμετάσχουν. Όμως μπορεί ένα από τα παιδιά μιας ομάδας να πάθει μια κρίση. Αυτό το γεγονός μπορεί να παρασύρει όλη την ομάδα και έτσι εκείνη τη στιγμή να πρέπει εγώ και οι άλλοι εκπαιδευτικοί να βοηθήσουμε το παιδί να αποφορτιστεί από το έντονο συναίσθημα που νιώθει εκείνη την ώρα και ολόκληρη η δράση να αναβληθεί» μου είπε η Νατάσσα καθώς συζητούσαμε για το κομμάτι της δυσκολίας του να δουλεύεις σε ομάδα.
Όταν όμως μου μιλούσε με τόσο ενθουσιασμό για τον χορό και πως αυτός μπορεί να βοηθήσει στην εξέλιξη των παιδιών, φαινόταν ότι δεν θα τα παρατούσε με τη πρώτη δυσκολία. «Εκεί που βλέπουμε γρηγορότερη βελτίωση είναι στις κοινωνικές τους δεξιότητες. Μέσα από τον χορό μαθαίνουμε τη πειθαρχία. Να μη μιλάμε ό ένας πάνω στον άλλο ,να μην διακόπτουμε τον δάσκαλο την ώρα που μιλάει. Να πιάνουμε ο ένας τον άλλον ακόμη και αν δεν συμπαθούμε το διπλανό μας. Αναπτύσσονται επικοινωνιακοί κώδικες που είναι πολύ σημαντικοί για την συμβίωση μας τόσο εντός του ΚΔΑΠ όσο και στη κοινωνία γενικότερα. Επίσης, επειδή τα παιδιά αυτά έχουν μια δυστοκία έκφρασης με το λόγο, τους βολεύει πάρα πολύ να εκφράζονται με το σώμα τους, με τα χέρια τους, με το να παριστάνουν, να μιμούνται. Οπότε είναι πολύ σημαντική η έκφραση μέσω του σώματος και αυτό τους το προσφέρει ο χορός. Τους δίνει τη δυνατότητα εκτόνωσης που τόσο έχουν ανάγκη».
Φυσικά, δεν θα μπορούσα να παραλείψω το παιχνίδι για το οποίο μου μίλησε η Σταυρούλα. Λέγεται messy play. Πρόκειται για ένα αισθητηριακό παιχνίδι που είναι ουσιαστικά «ένα ελεγχόμενο χάος. Αφήνεις να παιδιά μέσα από παιχνίδια με υλικά που κατά βάση είναι βρώσιμα ή μη τοξικά (νερό, φυσικός πυλός , χρώματα, τέμπερες, ζυμάρια) και τα οποία στήνεις εσύ έχοντας στο μυαλό σου ένα τελικό στόχο , να αλληλεπιδράσουν με το κάθε υλικό με σκοπό να δημιουργήσουν πράγματα. Τις προάλλες φτιάξαμε χιόνι για παράδειγμα, με λάδι και αλεύρι». Όπως μου εξήγησε το παιχνίδι αυτό έχει ως στόχο τη νευρολογική και συμπεριφορική τους ανάπτυξη, τη συναισθηματική τους εξέλιξη καθώς και την ανάπτυξη της μεταξύ τους φιλίας. Στους ενήλικες είναι πιο εύκολο να ανοιχτούν. Έχουν μάλιστα αναπτύξει σχέσεις μεταξύ τους, πηγαίνουν για καφέ, σε θέατρα και εκδηλώσεις. Αναζητάει δηλαδή ο ένας τον άλλον».
Ο ρόλος των γονέων
Ένα τηλεφώνημα διέκοψε τη συζήτηση που είχαμε και έφερε στο προσκήνιο ένα ακόμη ζήτημα. «Με συγχωρείς, είναι η μητέρα ενός παιδιού. Με ψάχνει». Έκλεισε το τηλέφωνο και μου είπε. «Εκτός από τα παιδιά, προσπαθούμε παρά τους περιορισμούς που θέτει η πανδημία να αναπτύξουμε το κομμάτι της συμβουλευτικής των γονέων για να συζητούμε τόσο για τις συμπεριφορές των παιδιών τους όσο και για τους ίδιους τους γονείς, για θέματα δικών τους συμπεριφορών σε σχέση με τα παιδιά. Η αλήθεια είναι όμως ότι από τη πλευρά τους υπάρχει ακόμη ένας δισταγμός ως προς αυτό».
«Η επικοινωνία με την οικογένεια είναι βαρύνουσας σημασίας. Ανάλογα με τον γονιό μπορούμε να έχουμε σχέση ακόμη και με τους εκπαιδευτές-θεραπευτές των παιδιών από το σχολείο και τις υπόλοιπες δραστηριότητες που συμμετέχουν εκτός ΚΔΑΠ. Για να υπάρξει εξέλιξη ό,τι κάνουμε εδώ πρέπει να συνεχίζεται στο σπίτι, στο σχολείο και πάει λέγοντας. Πρέπει να υπάρχει μια ρουτίνα. Κάποιοι γονείς θέλουν να βρισκόμαστε σε πολύ συχνή επικοινωνία. Κάποιοι άλλοι δεν ενδιαφέρονται τόσο γι’ αυτό το κομμάτι. Τους ενδιαφέρει το παιδί τους να απασχολείται και να περνάει καλά. Ωστόσο, η συμβουλευτική είναι πολύ χρήσιμη γιατί μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τα ίδια τα παιδιά, γιατί αυτά είναι οι καθρέφτες των γονέων» μου είχε πει η Μαρία λίγο νωρίτερα.
«Αν δεν γίνει η αποδοχή της αναπηρίας του παιδιού από τον γονέα δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει καλή συνεργασία και βάσεις για τη μετέπειτα εκπαίδευση του. Όσο και να προσπαθούμε εμείς ως εκπαιδευτές θα βρούμε τη χρυσή τομή με το παιδί, θα αναπτύξουμε κώδικες αλλά η έλλειψη συνεργασίας των γονέων με εμάς είναι το κύριο πρόβλημα που επηρεάζει τη εξέλιξη τους» είπε η Δήμητρα. Σιγά-σιγά το πάζλ των απαντήσεων συμπληρώνονταν και εγώ έφτανα κάθε φορά ένα βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση του ερωτηματολογίου μου.
Ενήλικες vs παιδιά
Η γνωριμία μου με τον Αλέκο με έκανε να επεκτείνω το κύκλο των ερωτήσεων μου. Ο Αλέκος είναι το μεγαλύτερο παιδί του ΚΔΑΠ στα 47 του χρόνια. Ένα ατύχημα τον καθήλωσε σε ένα αναπηρικό καροτσάκι και επηρέασε τις νοητικές του λειτουργίες. Στεκόμουν στη πόρτα της αίθουσας, κουνούσε τα χέρια σαν κάλεσμα να πάω προς εκείνον. Τον πλησίασα. Άπλωσε το χέρι του. Συστηθήκαμε. Χαμογελάσαμε και οι δύο. Τότε αναρωτήθηκα αν είναι πιο απαιτητικό για έναν εκπαιδευτή να δουλεύει με τους ενήλικες ή με τα παιδιά.
Για τη Μαρία είναι μεγαλύτερη πρόκληση από άποψη συμπεριφοράς όταν είναι πιο μικρά γιατί όπως είπε «είναι στη φάση που οριοθετούνται, που μαθαίνουν πως να συμπεριφέρονται και να διαμορφώνουν χαρακτήρα. Το απαιτητικό κομμάτι είναι να τα διαχειριστούμε συμπεριφορικά και να βάλουμε όρια. Ξεκινάνε από την αρχή και μαθαίνουν τα βασικά για να ανεξαρτητοποιηθούν, δηλαδή να φάνε και να πάνε τουαλέτα».
Από την άλλη για τη Σταυρούλα είναι ευκολότερο να δουλεύει με τις μικρότερες ηλικίες γιατί ακόμα αναπτύσσουν την προσωπικότητα τους και κατά τη γνώμη της «πλάθονται πιο εύκολα οι συμπεριφορές και μαθαίνουν πιο γρήγορα. Από την εφηβεία και μετά βάζουν τα ίδια ένα όριο στον εαυτό τους και όσο μεγαλώνουν παγιώνονται κάποιες συμπεριφορές και δεν είναι εύκολο να απαλλαχτούν από αυτές. Οι ενήλικες έχουν ολοκληρωμένες πια προσωπικότητες και είναι πιο δύσκολο κανείς να παρέμβει».
Η Δήμητρα ήταν πιο διαλλακτική όμως τονίζει το εξής: «Η κάθε ηλικία έχει τη δυσκολία της. Ωστόσο, η ειδική αγωγή δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση της μαθησιακής και γνωστικής συμπεριφοράς των ατόμων με αναπηρία. Πρέπει να μάθεις να αντιμετωπίζεις και πιο άχαρες καταστάσεις. Μια έκρηξη που θα έχει ένα παιδί, μια πάνα που θα χρειαστεί να αλλάξεις σε ενήλικα ή το να εκπαιδεύεις ένα παιδί 4-5 χρόνια στη πάνα ή στη σίτιση. Δεν είναι μόνο το πιάνω το μολύβι και του μαθαίνω να γράφω».
Η επίδραση της πανδημίας και τα όνειρα
Τελευταίος σταθμός της συζήτησης μας αποτελούσε κάθε μέρα πως το σημείο των καιρών, ο κορονοϊός επηρέασε μικρούς και μεγάλους. «Τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί δεν μπορούν να σε αγκαλιάσουν, να φυσήξουν προς τα εσένα για να παίξουν» μου είπε η Νατάσσα. «Κάποια παιδιά η όλη κατάσταση δεν τα επηρέασε ιδιαίτερα. Κάποια τα επηρέασε θετικά. Δηλαδή υπήρξαν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις που τα παιδιά επέστρεψαν μετά τις καραντίνες κυρίως τη πρώτη, πιο ήρεμα. Την είχαν ανάγκη τη ξεκούραση. Στο μεγαλύτερο ποσοστό όμως νομίζω ότι γυρίσανε θλιμμένα κυρίως οι ενήλικες και με πολύ καταπιεσμένη ενέργεια κυρίως τα παιδιά. Πλέον δυσκολεύονται και να χαρούν» μου είπε η Σταυρούλα χωρίς ποτέ να περιμένω μια τέτοια απάντηση .
Παρόλα αυτά ήθελα να δείξω αισιόδοξη και να ρωτήσω για το μέλλον. Τα όνειρα τους. «Είμαστε ρατσιστές απέναντι σ’ αυτά τα παιδιά. Δεν δεχόμαστε εύκολα κάτι που είναι τόσο διαφορετικό. Πρέπει να υπάρξει ενημέρωση από τη πολιτεία. Είναι κοινότοπο αλλά πρέπει. Ακόμα, χρειάζεται να γίνουν δράσεις για να έρθει ο κόσμος πιο κοντά στο κόσμο αυτών των παιδιών. Αυτό θα θέλαμε να κάνουμε και εμείς στον Αποσπερίτη. Εκδηλώσεις που θα βοηθήσουν στη κοινωνικοποίηση τους. Στην άνευ όρων αποδοχή τους από τη κοινωνία» μου είπε ο Διονύσης ενώ ακολούθησαν και όλοι οι υπόλοιποι να εκφράζουν τις σκέψεις τους για το μέλλον στο ίδιο ακριβώς πνεύμα.
Καθώς όλες μου οι ερωτήσεις είχαν απαντηθεί πια κοίταξα για ακόμη μια φορά τις ζωγραφιές. Τότε παρατήρησα τα ονόματα στην άκρη του χαρτιού. Ελένη, Κωνσταντίνος, Μαρία,…«Μα γίνεται να μην τα αγαπάς; Είναι παιδιά σαν όλα τα άλλα. Μια αναπηρία δε το αλλάζει αυτό» σκέφτηκα. Περίπου 20 χρόνια μετά το πρώτο ΚΔΑΠ ΜΕΑ, δημιουργείται ο Αποσπερίτης για να μας πει πως η μοναδικότητα κάθε ατόμου με αναπηρία είναι κυρίαρχη και αλληλεπίδραση του με την κοινωνία ο στόχος που θα πετύχουμε όλοι μαζί .ακόμη κι αν ο στίχος του ομώνυμου τραγουδιού λέει πως «απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού αυτό είναι το πιο μόνο».
*οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν από υπεύθυνους του ΚΔΑΠ ΜΕΑ