Ποιος φοβάται το Σύνταγμα;
Ο Δημήτρης Ακριβούλης γράφει για το νομοσχέδιο της υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και την πανεπιστημιακή αστυνομία.
«Μάρθα: Αλήθεια ή ψευδαίσθηση, Τζωρτζ∙ δεν γνωρίζεις τη διαφορά. Τζωρτζ: Όχι, μα πρέπει να συνεχίσουμε σαν να τη γνωρίζαμε. Μάρθα: Αμήν.» ― Έντουαρντ Άλμπι, Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;
Πολλοί από τους παιδευμένους αναγνώστες της parallaxi που σθεναρά συμφωνούν, σιωπηρά συναινούν ή χλιαρά αποδέχονται τη νομοθετική ρύθμιση των ημερών περί σύστασης πανεπιστημιακής αστυνομίας, ίσως ήδη θεωρούν το παραπάνω απόσπασμα ως ιδανική μεταφορά της «παράκρουσης» των πανεπιστημιακών. Κάποιοι ίσως ήδη απορούν με την αντίδραση μεγάλης μερίδας τους («μαρίδας» κατ’ άλλον) στο νομοσχέδιο της υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ιδίως τη στιγμή που ζουν και εργάζονται σε περιβάλλον βίας, βανδαλισμών και εγκλημάτων. Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά ασφαλώς συνοψίζει το αφήγημα της υπουργού για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Από τη μία, η αλήθεια του «άνδρου ανομίας» και της ανικανότητας, αδυναμίας ή αδιαφορίας των πανεπιστημιακών αρχών να αποτρέψουν τα «νοσηρά φαινόμενα». Από την άλλη, η ψευδαίσθηση των πανεπιστημιακών ανθρώπων, καθηγητών και φοιτητών, ότι υπό τις παρούσες συνθήκες μπορούμε να ελέγχουμε το πρόβλημα και να αποτρέπουμε επιτυχώς τους κινδύνους, μολονότι «εδώ και σαράντα χρόνια έχουμε αποτύχει». Αδύναμοι πλέον να διακρίνουμε μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης, όπως και οι ήρωες του Άλμπι, εθελοτυφλούμε θεωρώντας πως πρέπει να συνεχίσουμε σαν να μπορούσαμε να διακρίνουμε μεταξύ τους, ευχόμενοι μονάχα ότι αυτό είναι εφικτό («Αμήν»).
Σας έχω κι άλλο καρυκεύοντας με δόση ειρωνείας: Ο Τζωρτζ του θεατρικού έργου είναι κι αυτός αναπληρωτής καθηγητής (σαν και του λόγου μου), απομαγευμένος από την σταδιοδρομία του λόγω της περιορισμένης ακαδημαϊκής του αναγνώρισης, όπως ορισμένοι θεωρείτε, φαντάζομαι, ότι ισχύει και για τους Έλληνες πανεπιστημιακούς, καθώς αγναντεύουμε μακρόθεν την αριστεία του Χάρβαρντ (παχύ, ηχηρό «Χά-»). Και κάπως έτσι εκδικούμαστε τον εαυτό μας (και το Πανεπιστήμιο), βρίσκοντας καταφύγιο σε μια ψευδαίσθηση που συσκοτίζει την ασχήμια της ζωής μας εντός και εκτός του Πανεπιστημίου.
Σχεδόν όλα ειπώθηκαν. Τα περισσότερα έπεσαν κάτω. Δεν είναι μόνον ότι σώθηκαν οι αντοχές μας από τον εγκλεισμό. Πάει καιρός που πάψαμε να νοιαζόμαστε για τα σημαντικά, για αυτά που χρήζουν της στοργής μας. Δεν θα σας πείσω ότι η παραπάνω μεταφορά είναι ανακριβής, άδικη ή κακοπροαίρετη. Όσοι από εσάς ακόμη νοιάζεστε να ακούσετε, ακόμη και αν διαφωνείτε, έχετε ήδη διαβάσει τα στοιχεία που δείχνουν πόσο αστυνομοκρατούμενοι έχουμε ήδη γίνει, εκείνα που ανατρέπουν το αφήγημα περί «άνδρου ανομίας», ιδίως εκείνα που κατατάσσουν τα Πανεπιστήμια της χώρας υψηλά στη διεθνή κατάταξη. Εσείς θα έπρεπε να θυμώνετε μαζί μας γιατί τόσο λίγα έχουν επενδυθεί από το κράτος στην Παιδεία, συμβολικά και υλικά, ώστε να είμαστε ακόμη υψηλότερα. Δεν θα προσπαθήσω να σας πείσω πως «κάνουμε καλά τη δουλειά μας», πως σεβόμαστε το λειτούργημά μας, πως αγαπούμε αυτό κάνουμε και ζούμε, πως αυτός είναι κι ο λόγος που αντιδρούμε. Σας βεβαιώνω μόνον πως «δεν φοβόμαστε τη Βιρτζίνια Γουλφ». Γνωρίζουμε καλά τι επιχειρείται. Κανείς δεν δικαιούται πλέον να ισχυρίζεται ότι δεν καταλαβαίνει.
Γνωρίζουμε πως το Πανεπιστήμιο γνώρισε άσχημες στιγμές. Όμως αυτές δεν καθορίζουν τον χαρακτήρα και τη λειτουργία του. Αυτές συνεχίστηκαν και μετά την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου τον Αύγουστο του ΄19, με την εξίσωση του πανεπιστημιακού με τον δημόσιο χώρο. Ελάχιστοι όμως αναρωτήθηκαν γιατί η αστυνομία δεν «έκανε τη δουλειά της» έκτοτε ως όφειλε και μπορούσε ή γιατί το Πανεπιστήμιο συνέχιζε να χρεώνεται την ευθύνη. Ακόμη λιγότεροι αναρωτήθηκαν για την αστυνομική αδράνεια και πριν την κατάργηση του ασύλου, όταν επίσης επιτρεπόταν η αυτεπάγγελτη επέμβασή της (δίχως δηλαδή προηγούμενη πρόσκληση ή άδεια των πανεπιστημιακών αρχών) σε περιπτώσεις αυτόφωρων κακουργημάτων ή εγκλημάτων κατά της ζωής, δηλαδή στις περιπτώσεις τέλεσης όλων εκείνων των εγκλημάτων που παραδοσιακά στοιχειοθετούν το προφίλ του Πανεπιστημίου ως «άνδρου ανομίας» (π.χ. διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών, βιασμοί κτλ.).
Σας κουράζω με αυτά για να ξεκαθαρίσω ότι το πανεπιστημιακό άσυλο για το οποίο τόσα έγραψαν οι μεγάλοι δάσκαλοι όλων μας, Ευάγγελος Παπανούτσος, Αριστόβουλος Μάνεσης, Δημήτριος Τσάτσος και Γιώργος Μαγκάκης, καταργήθηκε για να διασφαλιστεί το δικαίωμα αυτεπάγγελτης επέμβασης της αστυνομίας σε περίπτωση τέλεσης πλημμελημάτων. Δεν υποβαθμίζω τη σημασία τους. Σας καλώ απλά να αναλογιστείτε την αναλογικότητα της ρύθμισης. Επιμένω στο πανεπιστημιακό άσυλο, γιατί ήταν η κατάργησή του (άρθρο 64 παρ. 3 Ν. 4623/2019) που καταρχήν παραβίασε το συνταγματικά κατοχυρωμένο πλήρες αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων. Το σημερινό νομοσχέδιο απλώς ρυθμίζει τεχνικά τις λεπτομέρειες αυτής της παραβίασης. Θα προσβάλουμε στο ΣτΕ την πρώτη διοικητική πράξη που θα εκδοθεί σχετικά.
Αναλογιστείτε. Η ερμηνευτική αποσάθρωση του Συντάγματος ανήκει πια στο παρελθόν. Οι θεσμοί και τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις του πλέον υποκαθίστανται ή καταργούνται εμπράκτως. Η σύγχρονη δυσμενής συγκυρία έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: από τη μία, την καθημερινή κυβερνητική παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος στο όνομα της αποτελεσματικότητας, χρηστικότητας και δυσλειτουργίας ήδη κατοχυρωμένων θεσμών και δικαιωμάτων και, από την άλλη, την εξίσου χρηστική αδιαφορία, φοβική συναίνεση ή τεχνική χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Ελάχιστοι πλέον διαλέγονται, πείθονται ή πείθουν. Το συναίσθημα και το ατομικό συμφέρον καταρχήν κινητοποιούν. Η εποχή της τεχνικής που κάποτε γιγάντωσε τέρατα, δεν επανέρχεται απλώς. Επιμένει, είναι ήδη μαζί μας. Κι αυτό μας οδηγεί στο εξής παράδοξο: η τακτική παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος να βλάπτει τη δημοκρατία περισσότερο και από την ίδια την κατάλυσή του. Γιατί η τελευταία γεννά το δικαίωμα στην αντίσταση, ενώ η πρώτη υποβαθμίζει την αντίδραση ή ανυπακοή σε νομική παρέκκλιση, αντικανονικότητα ή, τραγικότερα, σε «έκφραση διαφορετικότητας», που η ανεκτική εξουσία οφείλει να σεβαστεί.
Η ανάμνηση της πρόσφατης «μνημονιακής περιπέτειας» της χώρας δεν επιτείνει απλώς την απήχηση της «επιστροφής στην κανονικότητα». Εγκαταλείπει την προστασία του Συντάγματος, ακόμη και τη συζήτηση για αυτό αποκλειστικά σε όσους είναι τεχνικώς ή/και θεσμικώς αρμόδιοι για αυτό. Όμως και η δική τους ερμηνευτική προσέγγιση δεν είναι κατά κανόνα ανεξάρτητη από την τεχνική διαχείριση του Συντάγματος, που οδηγεί στην παραβίαση των διατάξεών του. Η περίπτωση του νομοσχεδίου είναι εμβληματική, αλλά δεν είναι η μόνη όπου όλα τα παραπάνω επανέρχονται. Θα έρθουν και άλλα. Ήδη ήρθαν. Η δημόσια συζήτηση και η αντίδραση σε όλα αυτά οφείλει να εκκινεί από την ένσταση της αντισυνταγματικότητας. Το ενδιαφέρον για το Σύνταγμα είναι συνώνυμο της έγνοιας μας για τη δημοκρατία. Όποιος φοβάται το Σύνταγμα, φοβάται τους κινδύνους της. Είναι περιττό να σας θυμίσω ποιος ιστορικά ευνοείται από την υποβάθμιση της συνταγματικής συζήτησης.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να αντιστρέψω τη μεταφορά. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως το θεατρικό του Έντουαρντ Άλμπι περιγράφει μεταφορικά ακριβέστερα το αντίστροφο από αυτό που ανέπτυξα εισαγωγικά. Μήπως είμαστε όλοι μας οι ήρωες του Άλμπι; Από τη μία, η αλήθεια ότι το Σύνταγμα αναθεωρείται μόνον με τη διαδικασία που εκείνο ορίζει, ούτε χειρουργικά ούτε δημοσκοπικά, ωστόσο καθημερινά γίνεται κουρελόχαρτο με το πρόσχημα της επιστροφής στην κανονικότητα και του κράτους δικαίου (ενάντια στο Σύνταγμα;) και της παρατεταμένης εξαίρεσης της πανδημικής κρίσης. Από την άλλη, η ψευδαίσθηση ότι η αναγκαιότητα, η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα των εξαιρετικών ρυθμίσεων είναι λόγοι ικανοί να νομιμοποιήσουν την παραβίαση του Συντάγματος. Αδύναμοι πλέον να διακρίνουμε μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης, όπως οι ήρωες του Άλμπι, εγκαταλείπουμε τον έλεγχο του Συντάγματος στους ειδικούς, ευτελίζουμε το σημαντικότερο δικαίωμα και υποχρέωση που μας αναγνωρίστηκε ποτέ κι, εφόσον είναι βολικό κι ωφέλιμο, εθελοτυφλούμε. «Αμήν!» Απομαγευμένοι από τη δημοκρατία και τους αγώνες που την εδραίωσαν, αγναντεύουμε μακρόθεν και (θεωρούμε ότι) μιμούμαστε την αριστεία και την πρόοδο των άλλων, δίχως καν να αναρωτηθούμε αν εκείνοι, οι θαυμαστοί Άλλοι, θα γελούσαν ή θα τρόμαζαν με διατάξεις σαν κι αυτές που δοκιμάζονται πάνω σε μας και τα παιδιά μας. Και κάπως έτσι εκδικούμαστε τον εαυτό μας, το Πανεπιστήμιο και τα παιδιά μας, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια ψευδαίσθηση που συσκοτίζει την ασχήμια της ζωής μας.
Επιμένω και το θέτω με τους δικούς σας όρους. Όσοι πιστεύετε ότι η αντίδραση στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης «παραγνωρίζει ένα υπαρκτό πρόβλημα» ή/και «διαιωνίζει ένα καθεστώς ανομίας στα Πανεπιστήμια», οφείλετε να αναλογιστείτε ότι η δική σας συναίνεση ή συμφωνία εγκρίνει μια νομοθετική πράξη που σαφώς παραβιάζει διάταξη του Συντάγματος. Γνωρίζετε ότι η απλώς πλειοψηφική σας έγκριση δεν είναι αρκετή για να τη νομιμοποιήσει. Αν έχουμε μία υποχρέωση κοινή, όλοι μας, μέσα και έξω από το Πανεπιστήμιο, αυτή είναι η προστασία του Συντάγματος. Με το παρόν νομοσχέδιο η κυβέρνηση υπερβαίνει την εντολή της. Όσοι δεν τα αντιλαμβάνονται αυτά, επειδή κανείς μας δεν δικαιούται να επικαλείται άγνοια του νόμου ή του Συντάγματος, απλώς αδιαφορούν για το τελευταίο. Σκεφτείτε λοιπόν πριν αδρανήσετε ή συναινέσετε. Σκεφτείτε μήπως επιδιώκοντας να ακολουθήσετε το φως της «προόδου», παρασυρθείτε από το σκοτάδι της ιστορίας. Σε αυτό οφείλουμε να είμαστε όλοι μαζί. Αφού γίνουμε η ασπίδα του Συντάγματος, μετά διαφωνούμε για τα υπόλοιπα.
*Ο Δημήτρης Ακριβούλης είναι Αναπλ. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, συντονιστής (με τον Καθηγητή Κυριάκο Κεντρωτή) της σειράς Ανοιχτών Διαλέξεων διεθνούς πολιτικής θεωρίας Politics First, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων και ένας από τους τέσσερις νομικούς που συνέταξαν και υπέγραψαν στο όνομα της Πρωτοβουλίας Πανεπιστημιακών την πρόσφατη σχετική Επιστολή προς την Α.Ε. την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Πρόσφατη δημοσίευση: Beyond Suspicion: Humanitarian Intervention and the Hermeneutics of Suspicion and Naïveté, Λονδίνο: Routledge (Interventions), υπό έκδοση.