Η πόλη, η λήθη και η μεταμνήμη
Μια πόλη που δεν αγκαλιάζει τρυφερά τη μνήμη της, και είναι καταδικασμένη να ζει με τον εφιάλτη της.
Λέξεις: Γιώργος Λιόλιος
Το 2023 συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από τη χρονιά (1943) που η Θεσσαλονίκη θα σφραγίσει σαν εμπόρευμα στα βαγόνια των τρένων τους Εβραίους της πόλης, σε ένα «ταξίδι» δίχως επιστροφή.
Ο εφιάλτης αρχικά, που θα τον διαδεχθεί στη συνέχεια η φρίκη, προετοιμάστηκε αρκετά καλά και μεθοδευμένα ήδη από την επαύριον της προσάρτησης της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος. Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων που έφτυναν κατάμουτρα αντισημιτική χολή, η ανοχή και κάποτε και η συνέργεια των ίδιων της των κατοίκων, η δράση παρακρατικών ομάδων οδήγησαν στον εμπρησμό της συνοικίας του Κάμπελ και δέκα περίπου χρόνια μετά στον εμπρησμό χιλιάδων σωμάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η εξόντωση των εβραίων δεν ήταν έργο μόνο των Ναζί. Συνένοχη ήταν η ίδια η πόλη που προετοίμασε και έθρεψε ιδεολογικά την φρίκη. Την επόμενη μέρα η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη «καθαρή». Μια πόλη που έμπαινε αργόσυρτα στα πιο βαθιά της σκοτάδια και που δεν εννοεί, ογδόντα χρόνια μετά, να θέλει να βγει από αυτά. Μια πόλη σκοτεινή και αδιάφορη για τις πληγές που εξακολουθούν να αιμορραγούν.
Από την εξόντωση των Εβραίων στις πολιτικές δολοφονίες και από αυτές στην φανατισμένη και μισάνθρωπη σύγχρονη βία, μοιάζει η πόλη να έχει εκπαιδευτεί να τσαλαβουτά στο αίμα. Μια πόλη που, αφού καταλήστεψε με κρατική βούλα τις εβραϊκές περιουσίες, ξυπνάει και κοιμάται, εργάζεται και ξενυχτάει, διασκεδάζει, τρώει και πίνει, κάνει έρωτα, μέσα στους ίδιους και σχεδόν απαράλλαχτους μνημονικούς τόπους της βίας αλλά και του αίματος των αθώων.
Η Θεσσαλονίκη, από τη μία άκρη της ως την άλλη, είναι σχηματισμένη από αυτές τις νησίδες αίματος που δεν λένε να στεγνώσουν όσο η πόλη εξακολουθεί πεισματικά να επιμένει στην «καθαρότητα» της. Είμαστε τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα ενός συλλογικού τραύματος. Και αντί να επουλώνουμε την πληγή, την μπατάρουμε και την ξαναμπατάρουμε για να μην την αντικρίζουμε να χάσκει ορθάνοιχτη και να μας υπενθυμίζει την συλλογική ευθύνη για την λήθη που σκεπάζει την πόλη.
Ωσάν να μην συμβαίνει, ωσάν να μην έχει συμβεί ποτέ. Η Θεσσαλονίκη είχε το προνόμιο να είναι μια Άλλη. Αυτή που την προίκισε με μια κοσμοπολίτικη ματιά, με το βλέμμα να αντικρίζει τον ορίζοντα.
Ογδόντα σχεδόν χρόνια μετά, μόνον μηρυκάζει στο πτώμα της, προσπαθώντας να διώξει από πάνω της τις ενοχλητικές αλογόμυγες που διακόπτουν τον μακάριο ύπνο της.
Μια πόλη που δεν αγκαλιάζει τρυφερά τη μνήμη της, και είναι καταδικασμένη να ζει με τον εφιάλτη της.
*Ο Γιώργος Λιόλιος είναι συγγραφέας και δικηγόρος