Featured

Ο πολιτισμός μίας πόλης φαίνεται από τον τρόπο που τιμάει τους νεκρούς της

Η πανδημία και τα μέτρα για την πρόληψη του COVID-19 έχουν διαταράξει ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα τελετουργικά του πολιτισμού μας: αυτό του θανάτου.

Parallaxi
ο-πολιτισμός-μίας-πόλης-φαίνεται-από-τ-702824
Parallaxi

Λέξεις:  Γιώργος Χατζηνάκος, Θεσσαλονικιός χωρίς πόλη

Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει. Αν υπάρξει μία, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δύο τρόποι υπάρχουν για να γλιτώσεις από το μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην την βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε να αναγνωρίζεις: ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσ’ τους χώρο»

Ιτάλο Καλβίνο, «Οι αόρατες πόλεις»

Αγαπητό ημερολόγιο,

Η πανδημία και τα μέτρα για την πρόληψη του COVID-19 έχουν διαταράξει ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα τελετουργικά του πολιτισμού μας: αυτό του θανάτου. Γράφω σήμερα με θυμό. Γιατί όχι;

Σήμερα ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω στον πατέρα μου. Αναπαύεται εδώ και 33 μήνες στο δημοτικό νεκροταφείο της Θέρμης. Τον χωνεύει τώρα η πατρογονική Σαλονικιώτικη γη. Από τον πατέρα μου έμαθα να μην φοβάμαι τον θάνατο, να ζω με τους νεκρούς μου, να πλάθω διαφορετικά σενάρια ζωής.

Από μικρός είχα μία ιδιαίτερη σχέση με τα νεκροταφεία. Γαληνεύω, αναστοχάζομαι, ξεφεύγω από την τοξική πραγματικότητα. Εσωτερικές αναζητήσεις, ταξίδια που κάνει το μυαλό αν το αφήσεις. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως γίνεται σε έναν τόσο μικρό χώρο να γίνονται τόσο αισθητές οι ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις μιας πόλης. Ίσως είναι το μόνο μέρος που οι φτωχοί γειτνιάζουν αρμονικά με τους πλούσιους, οι γυναίκες είναι ίσες με τους άντρες, οι νέοι με τους γέρους. Εκεί βρίσκονται οι πρωταγωνιστές της αστικής μας καθημερινότητας, φιγούρες που μας συντρόφευσαν, άνθρωποι που ζήσαν περήφανοι και ελεύθεροι, άνθρωποι κάθε κοπής και ταυτότητας: μπαγιάτηδες, αντάμηδες, αχμάκηδες, μισμίζηδες, μπατάληδες, ζαρίφηδες, χαντούμηδες, φτωχοδιάβολοι, τυχοδιώκτες, φαρισαίοι και κολασμένοι. Οι ανεπιθύμητοι και οι πάντα αόρατοι αυτής της πόλης. Τα νεκροταφεία λοιπόν συνδέουν τους κατοίκους της πόλης με την συλλογική και ιστορική μνήμη. Αποτελούν μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Ο θάνατος – το αιώνιο αυτό μυστήριο – είναι εμποτισμένο με την κοσμοθεωρία της αστικής ζωής και πολιτισμού. «Κανένας πόνος της ζωής δεν είναι τόσο βαθύς που να μπορεί να συγκριθεί με το θάνατο, αυτόν τον αιώνιο ανταγωνιστή της», μας λέει ο Ντοστογιέφσκι. Ο θάνατος, όπως κάθε χωρισμός, πονάει αφόρητα. Μπορεί να συνθλίψει τον άνθρωπο, να τον ακρωτηριάσει συναισθηματικά και πνευματικά. Από μία άλλη οπτική, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ως μία ευκαιρία για να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη, εύθραυστη φύση μας. Ο πόνος που δημιουργεί έχει την ικανότητα να μας φέρει σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό μας. Έτσι ο θάνατος μας εξανθρωπίζει. Μας απελευθερώνει. Ως εκ τούτου, μπορούμε μέσα από το βίωμα του θανάτου να αποκτήσουμε μία πιο γήινη αίσθηση του δικού μας ταξιδιού στη ζωή. Για αυτό, το «τέλος» πρέπει να λαμβάνει την ίδια αναγνώριση και να γιορτάζεται ανάλογα – όπως κάνουμε αντίστοιχα με κάθε αρχή. Κάπως έτσι συνειδητοποιούμε ότι αποτελεί απλά μέρος της ζωής. Κανένας μας δεν θα ζήσει για πάντα. Αργά ή γρήγορα είναι κάτι που θα συμβεί σε όλους μας. Σε τελική ανάλυση, «ο θάνατος είναι απλώς ένα σύμπτωμα ότι υπήρχε ζωή», αναφέρει ο Μάριο Μπενεντέτι.

Όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί γιορτάζουν τη ζωή και τιμούν το θάνατο με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Βέβαια, όπως πολλές άλλες κοινωνικές πτυχές, το νόημα του σε κάθε τόπο και εποχή είναι μεταβλητό. Μπορεί να μεταμορφώνεται συνεχώς ανάλογα με την προσωπική εμπειρία του καθενός, την θρησκεία και τον πολιτισμό στον οποίο ανήκει. Σήμερα όμως δεν θα αναλύσω την ανθρωπολογία του θανάτου. Δεν θα αναφερθώ σε σπονδές, εναγίσματα, και άλλα ταφικά ήθη και έθιμα που έχει εφεύρει ο πολιτισμός των ανθρώπων και η λαϊκή φαντασία.

Οι κοινωνίες μας μεταβάλλονται θεμελιακά, συμπαρασύροντάς μαζί τους θεσμούς και αξίες. Ζούμε μία κατάσταση που μας καλεί να αναρωτηθούμε πώς εκτιμούμε τη ζωή και τον θάνατο ως κοινωνία, ως πόλη – με την ευρεία έννοια. Η πανδημία όχι μόνο έχει τροποποιήσει τον τρόπο με τον οποίο συσχετιζόμαστε, αλληλοεπιδρούμε και αισθανόμαστε για τον άλλο, αλλά έχει καταφέρει να ενσωματώσει στη δομή της κοινωνικής λειτουργίας μια νέα έννοια του θανάτου.

Ο θάνατος παγιώνεται ως κάτι δομικό, κάτι που πρέπει να επιβληθεί ως μια νέα κανονικότητα. Από τη μία, τα νούμερα των νεκρών που ακούμε καθημερινά στις ειδήσεις παρουσιάζονται σαν ένα αναπόφευκτο κοσμικό γεγονός, που δεν αξίζει άμεση δράση και κριτική στους άρχοντες. Είναι λες και αυτοί οι θάνατοι δεν μετρούν πια και δεν αγγίζουν τα συναισθήματα μας. Πολλές φορές αναρωτιέμαι άμα έχουμε συνηθίσει και εξοικειωθεί με τον θάνατο σε τέτοιο βαθμό που τον αντιμετωπίζουμε σαν να μην είναι σημαντικός πια, ενώ παράλληλα μας έχει κατακλίσει μία λογική γενικευμένης απάθειας. Γίναμε νούμερα, αναλώσιμος πληθυσμός, χωρίς ονόματα, γονείς, φίλους, ανάγκες, όνειρα, επιθυμίες και ελπίδες. Από την άλλη, δεν μπορούμε να λάβουμε μέρος στις τελετουργίες που έχουμε εφεύρει για να αποδώσουμε τιμή στους νεκρούς μας. Όχι μόνο στερούμαστε την ανθρώπινη επαφή, αλλά και το δικαίωμα μας στον τελευταίο ασπασμό. Σφραγισμένα φέρετρα, ειδικές στολές, αποστάσεις και μάσκες συνθέτουν το πένθιμο τοπίο. Όλα προβλέπονται από το πρωτόκολλο.

Ο θάνατος και σε αυτήν τη γωνιά του πλανήτη είναι ιερός. Η τίμηση των νεκρών αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού έθους, παράδοση και ιατρικό. Αν και οι ταφικές πρακτικές διαφέρουν σημαντικά από τόπο σε τόπο, ένα από τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι ο καθολικός σεβασμός τον ιδιαίτερων χώρων που δημιουργήθηκαν για να αναπαύσουν τους νεκρούς: τα νεκροταφεία.

Τα νεκροταφεία αποτελούν τόπους μνήμης και έκφρασης της αγάπης των ζωντανών προς αυτούς που αγγίζουν τα αιώνια. Σε αυτά κρύβονται ιστορίες ανθρώπων που έφυγαν μοναχικά και επώδυνα, οικογενειών και κοινοτήτων που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα. Πίσω από κάθε παγωμένο μάρμαρο βρίσκεται μία ζωή, ένα όνομα, μία ανθρώπινη ιστορία που με κάποιον τρόπο έχει συνδεθεί με την ιστορία της πόλης. Για τους κατοίκους μίας πόλης λοιπόν τα νεκροταφεία έχουν δύο σκοπούς. Ο πρώτος είναι να προσφέρουν έναν χώρο φιλοξενίας στους ανθρώπους που περπάτησαν στους δρόμους της. Ο δεύτερος είναι να βοηθάνε τους ζωντανούς να θεραπεύονται και να επουλώνουν τις πληγές που δημιουργεί το μίασμα του θανάτου, καθώς γειτνιάζουν την ζωή με το τέλος της. Στα νεκροταφεία κοινωνικοποιούμε το πένθος: κλαίμε, τραγουδάμε και γελάμε με τον θάνατο και με αυτόν τον τρόπο απελευθερωνόμαστε.

Όπως δείχνουν οι φωτογραφίες, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει αφήσει τα νεκροταφεία στο έλεος της μοίρας τους. Σπασμένοι και ανοιγμένοι τάφοι, φωτογραφίες με ραγισμένα χαμόγελα, καντήλια και εικονίσματα πεταμένα στο χώμα, ίχνη από σάπια φέρετρα ποτισμένα με θάνατο, παρατημένες στοίβες με χώμα, κάδοι σκουπιδιών ασφυχτικά γεμάτοι και πλαστικά παντού. Οι εικόνες στα κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης, είναι το πρόσωπο της πανδημίας στη χειρότερή της έκφανση: αυτή της λήθης και της σήψης. Είναι μία εικόνα που μας προσβάλει και δεν αρμόζει στους νεκρούς μας. Είναι εναντίον στους άγραφους νόμους της ζωής και προδιαθέτει μία άσκοπη και άχαρη πορεία προς τον θάνατο. Για αυτό τον λόγο, η ματαιότητα ανήκει μόνο σ αυτούς που ακόμα ζούνε.

Η τίμηση και ο σεβασμός στους νεκρούς από την μεριά του Δήμου Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι μοιάζει με την τύχη των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου. Η μόνη κόλαση του Δάντη, κύριε Αβαρλή (δηλώσεις 1/12), είναι η άχαρη ζωή μέσα σε μία νεκρή πόλη. Η ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς αιτία, χωρίς χαρά, μέσα σε σπίτια φυλακές. Κόλαση είναι όταν βλέπεις μπροστά σου ολόκληρα κομμάτια της ζωής να σου ξεφεύγουν και να μην μπορείς να αντιδράσεις. Η στάση σας ως Δήμος συμπληρώνει για άλλη μια φορά και αναδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο την πολιτική που εφαρμόζετε τους τελευταίους μήνες, με δυσοίωνες προοπτικές όχι μόνο για τη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά και τις κοινωνικής συνοχής. «Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος» εκφώνησε ο Περικλής στον Επιτάφιο: σε αυτό τον φλογερό ύμνο στη δημοκρατία και στην αγάπη του πολίτη προς την ελευθερία. Η ανάμνηση των νεκρών μας δεν ξηλώνεται σε μία νύχτα. Διατηρείται πιο πολύ μέσα στις καρδιές και τους αγώνες των ανθρώπων, παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους. Η ιστορία θα κρατήσει αυτά που γνωρίζει και θα τα θυμίζει κάθε φορά στους θνητούς του σήμερα, σε κάθε εποχή που σβήνει στο κατώφλι της επόμενης. Στην Θεσσαλονίκη τιμάμε τους νεκρούς μας, καθώς αποτελούν κομμάτι της ζωντανής μας ιστορίας. Δεν τους κλαίμε, τους τραγουδάμε!

ΥΓ: Θείε γερά! ΥΓ: Πάντως έχει και ένα καλό αυτή η πανδημία. Ανέδειξε πόσο εύθραυστο σκουπίδι είναι ο κόσμος που μας έχουν επιβάλλει.

*O Γιώργος Χατζηνάκος είναι αστικός και πολιτιστικός γεωγράφος, ερευνητής στο Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και κάτοικος Βαρκελώνης.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα