Η πορεία του Πολυτεχνείου, η πανδημία και μια αντισυνταγματική εκτροπή
Σκέψεις με αφορμή τη φετινή πορεία του Πολυτεχνείου και τις... αποφάσεις που τελικώς πάρθηκαν γι' αυτήν.
Λέξεις: Αντώνης Γαλανόπουλος
Είχε φουντώσεις τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για το εάν πρέπει να πραγματοποιηθεί φέτος η πορεία τιμής και μνήμης για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Μια συζήτηση που άνοιξε βεβιασμένα και άγαρμπα από την κυβέρνηση με δήλωση του Υφυπουργού Νίκου Χαρδαλιά στις 6 Νοεμβρίου. Πριν καν τοποθετηθεί οποιοσδήποτε άλλος συλλογικός φορέας που είχε έως σήμερα την ευθύνη για τη διοργάνωση της πορείας, ο Υφυπουργός στο πλαίσιο της τακτικής ενημέρωσης για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα ανακοίνωσε τη μη πραγματοποίηση της πορείας. Τη δήλωση αυτή ακολούθησαν νέες δηλώσεις του κ. Χαρδαλιά, του Υπουργού Χρυσοχοϊδη και του ίδιου του Πρωθυπουργού στο πλαίσιο συζήτησης στη Βουλή.
Πολλοί, μεταξύ αυτών κι εγώ, υποστήριζαν μέχρι τότε ότι η πορεία για το Πολυτεχνείο θα μπορούσε φέτος να μην πραγματοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως τα προηγούμενα χρόνια και οι συλλογικότητες, οι φορείς και οι οργανώσεις που ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωσή της θα έπρεπε οι ίδιοι να επιλέξουν έναν άλλο τρόπο για να τιμήσουν την επέτειο της αντιδικτατορικής εξέγερσης.
Συμβολικές και καινοτόμες δράσεις στη θέση μιας μαζικής πορείας που θα καταδείκνυαν την κοινωνική υπευθυνότητα των φορέων αυτών και την κοινωνική ευθύνη του καθενός και της καθεμίας μας για την υγεία και τη ζωή του συνανθρώπου μας.
Ταυτόχρονα, πολλοί τόνιζαν πως οι δηλώσεις μελών της κυβέρνησης δεν ισοδυναμούν με νόμο και δεν παράγουν νομικά αποτελέσματα. Το εαν και πως μπορεί να απαγορευθεί μια πορεία έχει να κάνει με ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα. Η υπουργική επίκληση ενός αφηρημένου νόμου που θα τηρηθεί απαρέγκλιτα δεν εντάσσεται στο πλαίσιο ορθής εφαρμογής των νομικών και συνταγματικών προβλέψεων.
Αντιθέτως, η στάση της κυβέρνησης μπορούσε να οδηγήσει στα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η κυβέρνηση ήταν η μόνη υπεύθυνη για την αναταραχή που προκλήθηκε καθώς μέλη της σκόπιμα έσπευσαν να κάνουν δηλώσεις στοχεύοντας στην πρόκληση για να δημιουργηθεί μια τεχνητή σύγκρουση που εκτιμούσε πως την συμφέρει και θα την βοηθούσε να εμπεδώσει ως ηγεμονική στην κοινωνία την θέση της απέναντι στις κινηματικές δράσεις.
Από χθες το βράδυ, η συζήτηση αυτή είναι παρωχημένη, οι εξελίξεις την ξεπέρασαν. Από σήμερα το πρωί δεν έχουμε μια συζήτηση για την πορεία του Πολυτεχνείου αλλά μια συζήτηση για ένα θεμελιώδες στοιχείο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος: το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι προστατεύεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος. Μια πορεία μπορεί να περιοριστεί με βάση τις προβλέψεις του ίδιου άρθρου ή να απαγορευθεί με βάση τις διατάξεις του πρόσφατα ψηφισμένου νόμου από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος εξαιρεί από την υποχρέωση της εκ των προτέρων γνωστοποίησης δυο πορείες: του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς.
Ενώ πολλοί περίμεναν να δουν πως η κυβέρνηση θα χειριστεί την υπόθεση, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την ακραία εξέλιξη που έλαβε χώρα χθες βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Μια εξέλιξη που ισοδυναμεί με αντισυνταγματική εκτροπή. Η κυβέρνηση παραβίασε, κρυπτόμενη πίσω από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, μέσα στη νύχτα το Σύνταγμα. Με απόφαση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. ανεστάλη καθολικά σε όλη την επικράτεια το άρθρο 11 του Συντάγματος από σήμερα τα ξημερώματα έως και τις 18 Νοεμβρίου. Η Αστυνομία είναι όργανο απολύτως αναρμόδιο για μια τέτοιου βεληνεκούς παρέμβαση επί των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, τουλάχιστον σε μια δημοκρατική πολιτεία. Η αναστολή του άρθρου 11 του Συντάγματος δεν έχει αποφασιστεί ποτέ ξανά από τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος κι έπειτα. Ο μόνος τρόπος να συμβεί κάτι τέτοιο θα ήταν η απόφαση της Βουλής με επίκληση έτερου άρθρου του Συντάγματος.
Ο ιστότοπος in.gr, ένα όχι αντικυβερνητικό μέσο, έκλεισε την ανάρτηση της είδησης με την παρακάτω σημείωση: “Για την ιστορία, καθολική απαγόρευση όλων των συναθροίσεων σε όλη την επικράτεια, δηλαδή καθολική αναστολή του άρθρου 11 του Συντάγματος, έχει γίνει και στο παρελθόν: στις 21/04/1967 και στις 17/11/1973”.
Ποιος μπορούσε να φανταστεί μέχρι χθες το βράδυ ότι μια δημοκρατική κυβέρνηση θα ήθελε να προσθέσει μια τρίτη ημερομηνία σε αυτόν τον μικρό κατάλογο; Ποια μπορούσε να φανταστεί ότι μια κυβέρνηση θα ήθελε να καταγραφεί στην ιστορία μαζί με τη χούντα των συνταγματαρχών όταν αυτοί επέβαλαν τη δικτατορία στη χώρα κι όταν εισέβαλαν με τανκ στο Πολυτεχνείο, πνίγοντας στο αίμα την εξέγερση των φοιτητών;
Οι δηλώσεις Υπουργών της κυβέρνησης και οι πράξεις της κυβέρνησης τις τελευταίες ημέρες με τις συλλήψεις ανθρώπων που μοίραζαν φυλλάδια ή με τις διώξεις σε ανθρώπους που μιλούσαν για την πορεία του Πολυτεχνείου είναι ξεκάθαρες όψεις μιας αυταρχικής διακυβέρνησης.
Στη Γερμανία, σύμφωνα με απόφαση του εκεί Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι δημόσιες διαδηλώσεις είναι νόμιμες, με την τήρηση αυστηρών μέτρων, παρά τους περιορισμούς για την πανδημία. Η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης διάλεξαν έναν δρόμο πιο κοντά στη Δεξιά του Όρμπαν, με τα ακραία αντιδημοκρατικά μέτρα που λαμβάνει τόσο στη πρώτη όσο και στη δεύτερη φάση της πανδημίας, παρά στη Δεξιά της Μέρκελ. Η διαφορά είναι ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τις δημοκρατικές αρχές.
Η επιλογή της κυβέρνησης δεν ήταν μονόδρομος. Υπήρχε ο δρόμος της διαβούλευσης με τα κόμματα, τις πολιτικές συλλογικότητες και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Ο δρόμος της συνεννόησης και όχι της πρόκλησης. Ο δρόμος που θα σεβόταν τις δημοκρατικές αξίες και το κράτος δικαίου και όχι ο αυταρχισμός.
Αυτήν τη στιγμή, η κυβέρνηση στοχεύει στην ταυτοτική Δεξιά. Στοχεύει και απευθύνεται στον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της Δεξιάς που δεν επέτρεψαν στη Νέα Δημοκρατία να πέσει κάτω από ένα συγκεκριμένο εκλογικό όριο. Στον φανατικό δεξιό, στον φανατικό θρησκευόμενο, στους νοσταλγούς της Χούντας, στον ανθρωπότυπο της εθνικοφροσύνης, μα βάση την κλασική διαιρετική τομή του πολιτικού συστήματος της χώρας. Του κλείνει το μάτι και του λέει «όπως εσύ έχασες το Πάσχα, την παρέλαση, την εκκλησία, έτσι θα χάσουν και όσοι σου επιτέθηκαν, οι άλλοι, οι αριστεροί, οι άθεοι, οι εθνομηδενιστές την πορεία και το Πολυτεχνείο».
Αυτό το πολιτικό παιχνίδι δεν είναι αποδεκτό και δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αυτή που καπηλεύεται πολιτικά και αξιοποιεί εργαλειακά την πανδημία με τρόπους απολύτως ντροπιαστικούς.
Τον Απρίλιο, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης μίλησε για την κόκκινη γραμμή που καμία δημοκρατία δεν πρέπει να περάσει. Μόλις χθες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε ψήφισμα προειδοποιώντας για τον κίνδυνο κατάχρησης εξουσίας. Οι ευρωβουλευτές καλούν τις χώρες «να αποφύγουν τον αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και την απαγόρευση διαδηλώσεων για να εγκρίνουν αμφιλεγόμενα μέτρα».
Δεν μιλάμε πια για την πραγματοποίηση ή όχι μιας πορείας. Μιλάμε για τον αυταρχικό κατήφορο μιας κυβέρνησης, μιλάμε για ένα θεμελιώδες, πυρηνικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, μιλάμε για τον σεβασμό του Συντάγματος και την ορθή μεταχείρισή του ειδικά σε τέτοιες περιόδους που απαιτούν έκτακτες αποφάσεις που θα ισορροπούν μεταξύ της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη δεν μπορεί να είναι παραταξιακές ή να καθορίζονται από την κομματική ταύτιση. Είναι η ώρα για μια ευρεία καταδίκη της κυβέρνησης με αίσθημα δημοκρατικής ευθύνης και κοινωνικής υπευθυνότητας.