Πώς ήταν η ζωή για τους Σοβιετικούς στην Ανατολική Γερμανία εν μέσω Ψυχρού Πολέμου;
Σπάνια μαρτυρία για την ζωή εκείνης της εποχής που πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε ένα ξένο και παράξενο περιβάλλον.
Λέξεις: Τζαχείλης Μιχαήλ
Δύο μικρά κορίτσια από τη Σοβιετική Ένωση που έζησαν με την οικογένειά τους στην Ανατολική Γερμανία εν μέσω Ψυχρού Πολέμου μας μίλησαν για την καθημερινότητά τους εκεί. Σπάνια μαρτυρία για την ζωή εκείνης της εποχής, μέσα από τα μάτια της L. και της A. που πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε ένα ξένο και παράξενο περιβάλλον.
“Το 1964, ο μπαμπάς μου, αξιωματικός 26 χρονών πήρε μετάθεση, από την Λευκορωσία που μέναμε, στην Ερφούρτη της Ανατολικής Γερμανίας για να εργαστεί ως τεχνικός τανκς σε Σοβιετικό στρατόπεδο στο προάστιο Όρντρουφ. Εγώ τότε ήμουν δύο χρονών και η αδερφή μου πέντε” μας αφηγείται η L.
“Θυμάμαι στην περιοχή είχαν μεταφερθεί πολλοί από την Σοβιετική Ένωση. Οι περισσότεροι, αξιωματικοί και στρατιώτες. Εγώ ήμουν μικρή και δεν έχω συγκρατήσει πολλά αλλά πρέπει όλοι μαζί με τις οικογένειες μας να ήμασταν σαράντα χιλιάδες. Επέλεγαν για μετάθεση όσους είχαν οικογένεια για να μην αποδράσουν. Ήταν πιο δύσκολο να μετακινηθούμε και να αναζητήσουμε σε άλλη χώρα καταφύγιο γιατί εμείς ήμασταν τέσσερις. Για κάποιο στρατιώτη μόνο ήταν πιο εύκολο να αυτομολήσει.
”Οι δύο αδερφές έμεναν στο κέντρο της πόλης, αλλά όλη σχεδόν τη μέρα τους την ξόδευαν μέσα στο στρατόπεδο είτε στο σχολείο είτε παρέα με τον πατέρα τους. Εκεί υπήρχαν όλων των ειδών τα μαγαζιά και λέσχες με εργαζόμενους αποκλειστικά Σοβιετικούς.
“Οι στρατιωτικές πολυκατοικίες, που μέναμε ξεχώριζαν από το υπόλοιπο σκηνικό. Η μία δίπλα στην άλλη, στο σύνολο 5 ή 6. Όλες τριώροφες, χωρίς κήπο ή μπαλκόνια. Δίπλα μας ακριβώς υπήρχε μία βίλα που έμενε ο κύριος Βιέντσελ. Ντόπιος εκείνος και ο μόνος που γνώριζα με δική του ιδιοκτησία, ένα ιδιωτικό μαγαζί στο κέντρο της πλατείας.
Καθόμασταν κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα έξω από το σπίτι του για ώρες. Στόλιζε ένα τεράστιο δέντρο στο κέντρο του κήπου με πολλά, πολλά φώτα. Φαινόταν από παντού. Όλα τα παιδιά μαζευόμασταν και το χαζεύαμε.”
“Είχαμε κάνει μεικτές παρέες. Ήμασταν σε διαφορετικό σχολείο αλλά πηγαίναμε μαζί στα μαγαζιά ή στον κινηματογράφο. Πιο πολύ, όμως, συχνάζαμε στα σπίτια των Γερμανών γειτόνων για να παρακολουθήσουμε τα παιδικά στο κρατικό κανάλι της DDR, το μοναδικό κανάλι που υπήρχε. Εμείς τότε δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι. Νομίζω αγοράσαμε στα τέλη του 1967, πολλά χρόνια μετά αφότου εγκατασταθήκαμε στη Γερμανία.
Υπήρχαν ανά περιόδους πολλές συναντήσεις γνωριμίας μεταξύ των παιδιών της Ανατολικής Γερμανίας και των Σοβιετικών. Ήθελαν να ενισχύσουν τις σχέσεις μας. Πρέπει να μας έβαζαν να κρατάμε στα χέρια μας και την σημαία του κόμματος και αυτή της DDR. Να κάτσε να σου δείξω μία φωτογραφία.”
“Σαν σε κατοχή με τόσους Σοβιετικούς, αλλά χαρούμενοι οι Ανατολικογερμανοί γιατί τα έσοδα στα μαγαζιά τους πλέον ήταν τεράστια”
“Ανάμεικτο κράτος” το χαρακτηρίζει πλέον η L., καθώς θυμάται πόσο παράξενη φαινόταν η κατάσταση για τους Σοβιετικούς. Οι ίδιοι δεν είχαν καμία ιδιοκτησία, αδύνατο ήταν ακόμα και να αποκτήσουν δικό τους αυτοκίνητο, γιατί υπήρχε ο φόβος της απόδρασης. “Το αμάξι με φτερά περνούσε δίπλα μας και γυρνούσαμε κατευθείαν όλοι το κεφάλι. Έτσι το φωνάζαμε με τις φίλες μου και εμείς λίγο ζηλεύαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας. Αυτό ήταν δίχρωμο, κίτρινο με κόκκινο. Ακόμα θυμάμαι πόσο θέλαμε να πάμε βόλτα με αυτό.
Ο στρατός είχε δανείσει στον πατέρα μου ένα αυτοκίνητο για τις δουλειές στην πόλη και για να πηγαινοέρχεται στο στρατόπεδο. Όταν πια γυρίσαμε στην Σοβιετική Ένωση μπήκαμε σε μία πολύ μεγάλη λίστα για να αγοράσουμε το πρώτο μας αμάξι. Μετά από οχτώ χρόνια αναμονής καταφέραμε να το έχουμε”.
Η L., αν και μικρή τότε, συνειδητοποιούσε πως και οι ντόπιοι αισθάνονταν παράξενα. “Σαν σε κατοχή με τόσους Σοβιετικούς να έχουν εγκατασταθεί στην μικρή τους πόλη, αλλά σίγουρα χαρούμενοι γιατί τα έσοδα στα μαγαζιά τους πλέον ήταν τεράστια”.
“Φορούσαμε κόκκινα μαντήλια στο λαιμό για να ξεχωρίζουμε από τους Ανατολικογερμανούς”
“Τα παιδιά που κατάγονταν από την Ανατολική Γερμανία κυκλοφορούσαν κατά ομάδες ολόιδια ντυμένα στις γιορτές με το λευκό πουκάμισο και το χαρακτηριστικό μπλε μαντήλι της νεολαίας του Ernst Thälmann γύρω από το λαιμό. Τιμούσαν τον αρχηγό του κομμουνιστικού κόμματος της Γερμανίας που μετά από χρόνια φυλάκισης εκτελέστηκε το ’44 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με προσωπική εντολή του Χίτλερ. Ύστερα μαζεύονταν στο σχολείο για “κατήχηση” στα κομμουνιστικά ιδεώδη“.
“Εμείς παρακολουθούσαμε μαθήματα στο ειδικό Σοβιετικό σχολείο που βρίσκονταν μέσα στο στρατόπεδο. Παρόλο που μέναμε στο κέντρο μας πήγαινε κάθε πρωί εκεί ο πατέρας μας και αυτός εργαζόταν στα τανκς λίγο πιο πέρα. Εκεί διδασκόμασταν την γλώσσα μας, αλλά μαθαίναμε και τα γερμανικά. Όλοι οι δάσκαλοι μας κατάγονταν από την Σοβιετική Ένωση και είχαν σταλθεί με σκοπό να διδάξουν τα παιδιά των Σοβιετικών στρατιωτών και αξιωματικών. Θυμάμαι στους τοίχους κρέμονταν πορτραίτα του Λένιν και η κόκκινη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το απόγευμα ήμασταν γραμμένοι στην Σοβιετική Οργάνωση Νέων. Οργάνωση της Πιανιέρε. Ήταν υποχρεωτική η παρουσία εκεί. Ήταν μόνο για παιδιά 12 με 14 χρονών. Σχεδόν κάθε μέρα, μας θυμάμαι να πηγαίνουμε μαζί με την αδερφή μου. Εμείς φορούσαμε κόκκινα μαντήλια στο λαιμό για να ξεχωρίζουμε από τους Ανατολικογερμανούς. Εκεί μας θύμιζαν και μας επαναλάμβαναν τις αρχές του κόμματος. Μετά τα 14 μέχρι τα 28 γινόμασταν οι νέοι της Κομσομόλ.
“Ακόμα και στο σπίτι καταφθάνανε συχνά παρόμοια παιδικά περιοδικάαπό τη Σοββιετιική Ένωση. Εγώ περίμενα πως και πως το παιδικό περιοδικό Murzilka που είχαμε συνδρομή. Ραδιοφωνικοί σταθμοί όπως o Voice of America και ο Free Europe απαγορεύονταν στην περιοχή ως “επικίνδυνοι”. Ολόκληρα εργοστάσια μπλόκαραν με τη δημιουργία παρασίτων τα σήματα από το εξωτερικό.”
“Ο μπαμπάς είχε πάει στα σύνορα το 68’, καθώς φοβόντουσαν ακόμα και νέο πόλεμο και έλειπε τέσσερις μήνες”
Αντίστοιχη επαφή με τη σοβιετική πολιτική πραγματικότητα βίωνε και ο πατέρας της στο στρατόπεδο. Ένας ολόκληρος κλάδος στρατιωτικών – πολιτικών καθημερινά επιδίδονταν σε δεκαπεντάλεπτη προπαγάνδα στους χώρους του στρατοπέδου, με σκοπό κάθε περίεργη σκέψη για αυτομόληση να εξαφανιστεί. Παρελάσεις και αγήματα διέκοπταν συχνά την μονοτονία για να ανυψώσουν το ηθικό τόσο των Σοβιετικών όσο και των Ανατολικογερμανών. Έπρεπε πάντα να βρίσκονται σε ετοιμότητα.
Άλλωστε η Άνοιξη της Πράγας για τους Τσεχοσλοβάκους έκανε τους Σοβιετικούς να φοβούνται και για άλλες αναταραχές ή ακόμα και για πόλεμο. “Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγωνία που είχαμε όταν στείλανε τον πατέρα μας στα σύνορα με τη Δυτική Γερμανία τον Μάιο του 68’. Ήμουν 5 χρονών τότε και δεν καταλάβαινα πολλά, η μαμά μας όμως έκλαιγε συνέχεια. Είχαν πάει στα σύνορα, καθώς φοβόντουσαν ακόμα και νέο πόλεμο και έλειπε τέσσερις μήνες. Η μαμά μου φοβόταν πολύ γιατί δεν μαθαίναμε κανένα νέο.”
Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια για να αισθανθεί η L. τι σημαίνει να είσαι Wessi (δυτικός). Μέχρι τότε ο περίγυρος της αποτελούνταν αποκλειστικά από Ossi (ανατολικογερμανούς). Οι δυτικοί αντιπροσώπευαν για αυτήν και τους ανατολικογερμανούς την αφθονία, την ελευθερία, τον καπιταλισμό ενάντια στον κομμουνισμό μα κυρίως κάτι το μυθικό. Δεν μπορούσε να καταλάβει όμως πλήρως την κατάσταση.
“Με την αδερφή μου κρύβαμε όλες τις κούκλες μας όταν πηγαίναμε στα ξαδέρφια μας στην Οδησσό για να μην ζηλεύουν”
“Το 1971 επιστρέψαμε στην πατρίδα μας στην Οδησσό. Τα προηγούμενα χρόνια κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε εκεί για διακοπές για δύο μήνες. Κάθε Ιούνιο με το τραίνο. Κάναμε την πρώτη στάση μας στο Μπρεστ για να κάνουμε συνάλλαμα γιατί για τους επόμενους μήνες δεν θα μπορούσαμε να βρούμε άλλη τράπεζα. Καταλαβαίναμε πόσο φτωχικά ζούσαν οι συγγενείς και φίλοι μας στην πατρίδα σε σχέση με εμάς. Πάντα η μαμά μου μας έλεγε να κρύβουμε ότι ζούμε στην Ανατολική Γερμανία. Οι μισθοί των αξιωματικών στο Όρντρουφ ήταν πολύ μεγάλοι και ο πατέρας μας μας αγόραζε πολύ ωραίες κούκλες. Κάθε φορά και μία καινούρια, όλες μοντέρνες. Με την αδερφή μου τις κρύβαμε όμως όλες όταν πηγαίναμε στα ξαδέρφια μας στην Οδησσό. Το ίδιο με τα ρούχα μας, τα ωραία φορέματα μας και τα νέα παιχνίδια μας. Ήταν πολύ διαφορετικά από τα δικά τους. Δεν θέλαμε να τους φέρουμε σε δύσκολη θέση.”
“Εκείνη τη φορά όμως, το 1971, ήταν μόνιμα με την νέα μετάθεση του πατέρα μας. Οι δεσμοί με την Ανατολική Γερμανία όμως συνεχίστηκαν με την αλληλογραφία. Στεναχωρηθήκαμε και εγώ και η A. που αποχωριστήκαμε τις φίλες μας. Η μαμά όμως συχνά ‘’συνομιλούσε’’ με γράμματα με τις φίλες της και μαθαίναμε νέα και για τις δικές μας συμμαθήτριες και φίλες. Αλληλογραφούσε, θυμάμαι, με την οικογένεια της φίλης μου της Μάριον. Ξαφνικά όμως όταν ήμουν γύρω στα 15 αυτά σταμάτησαν. Αυτά τα γράμματα ήταν ο σύνδεσμος της παιδικής ηλικίας με την έφηβη πλέον L.. Πολύ αργότερα έμαθα ότι η Μάριον δραπέτευσε μαζί με την οικογένειά της στη Δυτική Γερμανία για μία καλύτερη ζωή.”
“Έχω να διηγηθώ πολλές ιστορίες Ανατολικογερμανών φίλων μου που επιθυμούσαν πάρα πολύ την πτώση του τείχους αλλά μετά είδαν να γκρεμίζονται τα όνειρα και οι προσδοκίες τους στην ενωμένη πλέον Γερμανία.”, μας εκμυστηρεύεται η L..
Το καθημερινό “μακρινό ταξίδι” του μικρού κοριτσιού προς το σχολείο, όπως το έβλεπε τότε, είχε μεταμορφωθεί σε έναν απλό περίπατο.
Σε επίσκεψη σαράντα χρόνια αργότερα στην Γερμανία και το στρατόπεδο όλες αυτές οι μνήμες επέστρεψαν. Οι αλλαγές εμφανείς. Κάποιες εξαιτίας της πτώσης του τείχους και την ένωση της χώρας, ενώ άλλες εξαιτίας της ωρίμανσης του “παιδικού μυαλού”. Το καθημερινό “μακρινό ταξίδι” του μικρού κοριτσιού προς το σχολείο, όπως το έβλεπε τότε, είχε μεταμορφωθεί σε έναν απλό περίπατο.
Η L. πλέον επισκέπτεται συχνά την αδελφή της που μένει σε ένα προάστιο του Βερολίνου, το Πότσνταμ, την πόλη που φιλοξένησε την τελευταία διάσκεψη των ηγετών των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων αμέσως μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και προέκυψε η διάσπαση της Γερμανίας σε ζώνες κατοχής. Σε μία ενωμένη Γερμανία η L. ζει έστω και για λίγο σε μία πόλη με ανάκτορα, πλούσια προπολεμική ιστορία και θραύσματα μνήμης από την εποχή που ήταν μέρος των σοβιετικής ζώνης κατοχής.
*Ο Τζαχείλης Μιχαήλ είναι φοιτητής Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ