Πώς μοιάζει το Αμερικανικό Όνειρο για τους μετανάστες;
Το Αμερικανικό στάτους κβο κάνει τους μετανάστες να πιστεύουν πως δεν έχουν θέση στην μεσαία τάξη.
Η ανοδική κινητικότητα αποτελεί κοινό φαινόμενο για εκατομμύρια ανθρώπους που έρχονται στις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Τα τελευταία 40 χρόνια η προοπτική για να αποκτήσει ή να διατηρήσει κανείς μία καλύτερη ζωή στην μεσαία τάξη έχει χαθεί από τον ορίζοντα για εκατομμύρια Αμερικανούς. Φαίνεται πως τόσο οι στάσιμοι μισθοί, όσο το αυξανόμενο κόστος ζωής σε συνδυασμό με το τεράστιο χρέος των φοιτητών και την εξαφάνιση των μέχρι χθες εγγυημένων διαδρομών για μία οικονομική σταθερότητα, έχουν αλλάξει εντελώς την καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν οι νέες γενιές, με τους λεγόμενους Millenials να αποτελούν την πρώτη γενιά που προβλέπεται πως θα είναι χειρότερη από εκείνη των γονιών τους.
Σύμφωνα με μελέτη του 2017, το 90% των παιδιών που γεννήθηκαν το 1940 κέρδισαν πολλά περισσότερα από όσα είχαν οι γονείς τους στην ηλικία των 30, ενώ για τα παιδιά που γεννήθηκαν το 1984 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 50%.
Ωστόσο, ισχύει μία ιδιαίτερα ανταγωνιστική πραγματικότητα για τους μετανάστες στις ΗΠΑ, η πλειοψηφία των οποίων βιώνουν αυτή τη στιγμή μία μικρή εκδοχή του Αμερικανικού ονείρου. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως έχουν αγγίξει το ανοδικό στοιχείο του ονείρου: την ιδέα πως η σκληρή δουλειά θα οδηγήσει τελικά σε αυξημένη σταθερότητα για την επόμενη γενιά.
Σύμφωνα με μία μελέτη από το Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Έρευνας, η οποία δημοσιεύτηκε το 2019 και εξέτασε εκατομμύρια ζευγάρια γονιών-παιδιών μεταναστών από τον τελευταίο αιώνα, διαπιστώθηκε από τους συγγραφείς πως τα παιδιά των μεταναστών έχουν υψηλότερα ποσοστά ανοδικής κινητικότητας από όσα γεννήθηκαν εξαρχής στις ΗΠΑ. Κυρίως, είδαν πως οι αλλαγές στην μεταναστευτική πολιτική και την χώρα προέλευσης δεν έχουν αλλάξει μοτίβο ακόμη και αν η πρώτη γενιά μεταναστών ήταν φτωχή ή σχετικά καλοδιατηρημένη.
Η πραγματικότητα για τις επόμενες γενιές είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Τι συμβαίνει με την αρχική αυτή ανοδική κινητικότητα όταν τα κέρδη αυτά γίνονται αισθητά; Ουσιαστικά υπάρχει ακόμη και όταν η σχετικά σταθερή κινητικότητα των Αμερικανών δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης γενιάς έχει μειωθεί. Το αμερικανικό όνειρο φαντάζει πραγματοποιήσιμο για όσους έχουν δει την οικογένειά τους να κινείται ανοδικά. Και αυτό γιατί τόσο η σκληρή δουλειά όσο και οι καλύτερες ευκαιρίες σε ακαδημαϊκό επίπεδο προσέφεραν πληθώρα δυνατοτήτων στα παιδιά, καθώς διατηρήθηκε μία οικονομική σταθερότητα μέσα σε ολόκληρη την οικογένεια. Ωστόσο, οι δεύτερης γενιάς μετανάστες αντιλαμβάνονται εντελώς διαφορετικά την θέση τους στην αστική τάξη.
Μιλώντας με μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς από περισσότερες από 12 χώρες, είναι προφανές πως η κοινή επιθυμία τους είναι να γίνουν ακόμη πιο πολλές συζητήσεις για το πώς είναι πραγματικά το Αμερικανικό όνειρο για εκείνους. Ζητούν να αποτυπωθεί η εμπειρία τους μέσα από συνομιλίες που ανταποκρίνονται σε όλα όσα συμπεριλαμβάνονται στην ετικέτα του «μετανάστη», στο θέμα των ασφυκτικών συνόρων, στις αναχρονιστικές αντιλήψεις που τους κατηγορούν ότι «κλέβουν» τις δουλειές των Αμερικανών, και όχι τόσο στα success story. Μιλούν για μία κοινωνία που αποσιωπά τα μονοπάτια που αναγκάζονται να περάσουν οι μετανάστες με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, με βαθιά διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής και κυβερνητικής υποστήριξης.
Μεταξύ του 2005 και 2050, οι ΗΠΑ αναμένεται να ενσωματώσουν 117 εκατομμύρια ανθρώπους ως αποτέλεσμα του νέου κύματος μετανάστευσης, με τον πληθυσμό τους να αυξάνεται κατά 82%. Αυτοί οι νέοι μετανάστες και οι απόγονοί τους θα διαμορφώσουν το μέλλον αυτής της χώρας, καθώς γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τους ντόπιους ποια εμπόδια θα εμφανιστούν στην αναζήτησή τους για μία οικονομική σταθερότητα. Ξέρουν πως οι ρατσιστικές αντιλήψεις θα βρεθούν απέναντί τους. Βλέπουν όλα όσα χάνονται κάθε φορά που το αφήγημα που βρίσκεται σε ισχύ είναι αυτό της λευκής μεσαίας τάξης.
Σύμφωνα με την μετανάστρια δεύτερης γενιάς, Elle, το Αμερικανικό στάτους κβο κάνει τους μετανάστες να πιστεύουν πως δεν έχουν θέση στην μεσαία τάξη. Όπως λέει η ίδια: «μπορούμε να δούμε ολόκληρο το τοπίο των πιθανών ανατροπών και δυσχερειών». Στη συνέχεια τόσο η Elle, όσο και έξι άλλοι μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς μοιράζονται την δική τους εμπειρία από το Αμερικανικό όνειρο.
Dharushana Muthulingam, 38 ετών
Μετακόμισε από τη Σρι Λάνκα στο Λος Άντζελες τη δεκαετία του 1980.
«Οι γονείς μου κατάγονται από τη Σρι Λάνκα, έπειτα μετακόμισαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και γεννήθηκα. Τα χρήματα άργησαν να αυξηθούν και κάθε έλλειψή τους προκαλούσε καυγάδες στο σπίτι. Ήταν σαφές πως η χρηματοοικονομική ασφάλεια έπρεπε να γίνει προτεραιότητα. Βέβαια, για να μπορέσουμε να τις εξασφαλίσουμε έπρεπε να ήμασταν γιατροί, δικηγόροι ή μηχανικοί. Οι γονείς μου είχαν μερικές μικρές επιχειρήσεις -όπως σχεδόν όλοι οι μετανάστες γονείς- αλλά όταν φαντάζονταν το δικό μας μέλλον ήθελαν να ασχοληθούμε με τα πιο «αξιοσέβαστα» επαγγέλματα για να έχουμε όλοι ένα σταθερό μέλλον. Καθώς δεν είχαν χρήματα στην άκρη, τα παιδιά τους ήταν το πλάνο για την σύνταξή τους. Θυμάμαι να με επιπλήττουν όταν έλεγα πως ήθελα να γίνω ροκ σταρ ή ταχυδρόμος όταν θα μεγάλωνα. Όταν είπα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας μου είπαν ότι θα μπορέσω να το προσπαθήσω μόνο αν πρώτα να γίνω γιατρός.
Κι έτσι, σπούδασα ιατρική. Παντρεύτηκα, έκανα δύο παιδιά, πήρα δάνειο. Δούλεψα πολύ σκληρά. Τόσο το μυαλό όσο το σώμα και η ψυχή μου «έσπασαν» πολλές φορές. Η αμερικανική ιατρική εκπαίδευση είναι ανόητα άθλια. Ο κλάδος της ιατρικής αποτελείται είτε από άτομα που μεγάλωσαν δίπλα σε πολυετείς γενιές γιατρών -και τα βρήκαν όλα εύκολα όταν βγήκαν στην αγορά εργασίας- είτε από άτομα που πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα μετά την σχολή – σαν και μένα. Ακόμη και όταν πήγα σε μερικά από τα καλύτερα ιδρύματα στον κόσμο, πέρασα πολύ χρόνο κλαίγοντας στο γραφείο οικονομικής βοήθειας. Για να καταφέρω, όμως, να κάνω την εκπαίδευσή μου ένα χρήσιμο εργαλείο ώστε να ανέβω ταξικά, έπρεπε πρώτα να μορφωθώ. Απορρόφησα βαθιά την δυτική φιλελεύθερη ιδεολογία της μορφωμένης μεσαίας τάξης. Βέβαια, κατά την διάρκεια αυτής της προσπάθειας βυθιζόμουν στα χρέη, ενώ έπρεπε να πείσω τον κόσμο γύρω μου να προφέρει σωστά το μακρύ, ξένο όνομά μου.
Όταν μιλάμε για το πώς είναι η ζωή στην μεσαία τάξη των ΗΠΑ, συνήθως αναφερόμαστε στην περιορισμένη εμπειρία της λευκής φυλής, την οποία και βλέπουμε στην τηλεόραση, στα πανεπιστήμια κ.α. Βέβαια, όσο περίεργο και αν ακούγεται, στα προάστια της Καλιφόρνια όπου μεγάλωσα υπήρξαν αρκετά πολλοί έγχρωμοι που ανήκαν στην μεσαία τάξη, και έτσι η δική μου εμπειρία είναι αρκετά διαφορετική. Ωστόσο, αγκάλιασα την δημοφιλή κουλτούρα που απεικονίζουν τα Αμερικανικά προάστια. Είναι σημαντικό ο κόσμος να ξέρει ότι οι Ασιάτες μετανάστες είναι αρκετά ετερογενείς. Η πλειοψηφία, όμως, των Ασιατικών μεταναστών δεν είναι απαραίτητα επαγγελματίες ή ιδιαίτερα μορφωμένοι άνθρωποι.
Πια βρίσκομαι σε μία περίοδο επανεκτίμησης των σκέψεων και τον στόχων μου στην προσπάθειά μου να φτάσω τη μεσαία τάξη. Μερικές φορές είμαι περήφανη για τον εαυτό μου. Βέβαια, ακόμη θέλω να κάνω χαρούμενους τους γονείς μου γιατί ξέρω πολύ καλά πόσο έχουν μοχθήσει. Θέλω να τους προσφέρω όλα τα πλούτη και τα βραβεία του κόσμου.»
Anna Maria, 45 ετών
Οι γονείς της έφτασαν στο Λος Άντζελες από το Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
«Δεν μιλούσαμε ποτέ για την κοινωνική μας θέση. Μεγαλώνοντας οι γονείς μας δεν είχαν χρήματα για καραμέλες, γλυκά, παιχνίδια ή ό,τι άλλο θα ζητούσε ένα παιδί. Δεν μας έμαθαν να έχουμε φιλοδοξίες, καθώς πίστευαν πως μόνο με μία σταθερή δουλειά θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Έτσι, απέκτησα μία δουλειά γραφείου. Η επιθυμία μου είναι να γίνω το πρότυπο που δεν είχα ποτέ. Πλέον μετά από χρόνια ψυχοθεραπείας και με έναν ενθαρρυντικό σύζυγο στο πλάι μου, σκέφτομαι πως ναι ακόμη και μία γυναίκα, μία Λατίνα μπορεί να αναλάβει ηγετικές θέσεις και να έχει ένα λαμπρό μέλλον.»
Melody, 25 ετών
Οι γονείς της έφτασαν στο Οχάιο από την Γκάνα τη δεκαετία του 1990.
«Και οι δύο γονείς μου έπρεπε να ξεκινήσουν από το μηδέν όταν ήρθαν στην Αμερική. Ζούσαμε σε ένα δυάρι με τον αδερφό μου και τους γονείς μου στο Οχάιο. Όταν έφτασα τα 10, οι γονείς μου κατάφεραν να αγοράσουν ένα μεγάλο σπίτι στα προάστια, όπου υπήρχαν όλα τα καλά σχολεία. Πολλοί φίλοι μας -επίσης μετανάστες- κατάφεραν να αγοράσουν σπίτια στις καλές περιοχές. Νομίζω πως οι γονείς μου πίστεψαν πολύ στο Αμερικανικό όνειρο -ακόμη και τώρα δηλαδή σε αυτό στηρίζονται. Τελικά, τα κατάφεραν και αγόρασαν ένα σπίτι στα προάστια για να μας δώσουν μια καλή ζωή.
Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι έπαιξαν και άλλοι παράγοντες ρόλο στην επιτυχία αυτή. Και αυτό γιατί μία κυρία από την Γκάνα που ζούσε στην γειτονιά φρόντιζε εμένα και τον αδερφό μου, ώστε οι γονείς μου να μην πληρώνουν χρήματα σε νταντάδες. Το γεγονός πως και οι δύο γονείς μου ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι τους έδωσε ένα ακόμη καταφύγιο μέσα στην εκκλησία. Πιστεύω πως οι Αφρικανική μεταναστευτική εμπειρία σαν σύνολο δεν συζητείται όπως θα έπρεπε, και όταν ανοίγει ένας διάλογος για το θέμα δεν μιλάει κανείς για το σύστημα που στηρίζει τους Αφρικανούς μετανάστες και τις οικογένειές τους. Δεν βιώνουμε το βάρος που κουβαλάνε οι Μαύροι Αμερικανοί, το οποίο κατά την γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία.»
Christina Hernandez, 29 ετών
Η εγκυμονούσα Κουβανή γιαγιά της έφτασε στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
«Η μαμά μου προέρχεται από μία λευκή οικογένεια μεσαίας τάξης, με τις ρίζες της στις ΗΠΑ να ξεκινούν από τις αρχές του 1900. Η οικογένεια του μπαμπά μου κατάγεται από την Κούβα. Όταν ήμουν παιδί μετακομίσαμε στο Νιού Τζέρσεϋ, ώστε ο μπαμπάς μου να κάνει το διδακτορικό του και έτσι η μαμά μου μας έστειλε σε ένα δημόσιο σχολείο με πολύ καλές κριτικές. Βέβαια, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε σπίτι και ζούσαμε σε ένα δυάρι για περίπου 7 χρόνια.
Μεγάλωσα με την ιδέα πως η σκληρή δουλειά είναι η μόνη επιλογή για μία καλύτερη ζωή. Κατάλαβα από πολύ νωρίς πως οι επιλογές που κάνουμε έχουν τεράστια σημασία για την οικονομική μας κατάσταση σε βάθος χρόνου. Επίσης, δεν θέλω να κάνω τις επιλογές που έκαναν οι γονείς μου. Δεν θέλω να βιαστώ να αποκτήσω παιδιά. Για μένα, η ζωή στη μεσαία τάξη σημαίνει ότι μπορώ να πηγαίνω τώρα για διακοπές, αλλά ακόμη και τότε, ο φίλος μου και εγώ προτιμούμε να πηγαίνουμε στην πλάτη στην ερημιά παρά να επισκεφθούμε ένα θέρετρο.»
Rajika Bhandari, 50 ετών
Έφτασε στη Βόρεια Καρολίνα από την Ινδία για μεταπτυχιακές σπουδές τη δεκαετία του 1990.
«Όταν γίνεσαι μετανάστης στις ΗΠΑ χάνεις όλα τα προνόμια που μπορεί να είχες στην χώρα καταγωγής σου. Ουσιαστικά, το δίκτυ ασφαλείας σου και όλη η σκληρή δουλειά που έκανε η οικογένειά σου όλα αυτά τα χρόνια χάνεται μέσα σε μια στιγμή. Στην νέα χώρα είστε όλοι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, κανείς δεν γνωρίζει το ιστορικό σου. Πίσω στην Ινδία, η οικογένειά μου δεν ήταν καθόλου πλούσια, αλλά είχαμε υψηλό κοινωνικό καθεστώς λόγω της εκπαίδευσης των γονιών μου. Αυτό δεν αναγνωρίστηκε ή δεν έγινε ποτέ γνωστό στις ΗΠΑ.
Αυτό που παρατήρησα στην κοινότητά μου, αλλά πιστεύω επίσης ότι ισχύει ακόμη περισσότερο για άλλες ομάδες μεταναστών είναι πως υπάρχει η επιθυμία να ευθυγραμμιστούμε με την κυρίαρχη ομάδα στις ΗΠΑ, που δεν είναι άλλη από τους λευκούς Αμερικανούς. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του Black Lives Matter πέρυσι ήταν η πρώτη φορά που είδα τους Νότιους Ασιάτες και τους Ινδούς μετανάστες να στέκονται μαζί με τους Μαύρους φίλους τους. Για πρώτη φορά, υπήρχε αυτή η συνειδητοποίηση πως μπορεί να έχουμε φτάσει την ανώτερη μεσαία τάξη, να έχουμε αγγίξει το αμερικανικό όνειρο, τα παιδιά μας πηγαίνουν σε καλά σχολεία, αλλά στα μάτια της πλειοψηφίας, δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από ένα άλλο καφέ άτομο.
Αν μιλήσετε με έναν μέσο Αμερικανό θα διαπιστώσετε πως δεν γνωρίζουν ότι οι διεθνείς φοιτητές συνεισφέρουν 45 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, αλλά θα ακούσετε πως παίρνουν τις θέσεις «τους» στα κολέγια και φυσικά στον χώρο εργασίας. Μέσα από τη συγγραφή συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να αποκτήσει κανείς ιθαγένεια στις ΗΠΑ, πόσο πολύ αυτή η προσπάθεια ελέγχει τη ζωή του ατόμου που το κυνηγά.»
Ashley Valdez Jones, 27 ετών
Η μητέρα της έγινε πολιτογραφημένος Αμερικανός πολίτης στο Nogales της Αριζόνα, όταν έγινε 18 ετών
«Ο πατέρας μου ήταν Ιρλανδός, με την οικογένειά του να βρίσκεται στη χώρα εδώ και γενιές. Η μαμά μου μεγάλωσε στο Nogales της Αριζόνα, μια πόλη που εκτείνεται στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Η οικογένειά της είχε ζήσει εδώ και χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η μαμά μου έγινε πολιτογραφημένος Αμερικανός πολίτης μόλις στα 18 ετών.
Σύμφωνα με τον μπαμπά μου, ήμασταν «άνετοι». Δεν μιλούσε ποτέ για την θέση μας, αλλά επικεντρώθηκε αρκετά σε επιτεύγματα που χαρακτηρίζουν την μεσαία τάξη, όπως το να έχουμε ένα μεγάλο σπίτι. Ως παιδί, πίστευα ότι όλοι οι άνθρωποι του Μεξικού ήταν φτωχότεροι από όλους τους λευκούς.»
Elle, 30 ετών
Μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη από το Μπαγκλαντές στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
«Ξεκινήσαμε σε ένα μικρό διαμέρισμα της Νέας Υόρκης γεμάτο με κατσαρίδες, οπότε είχα τη γενική αίσθηση ότι τα χρήματα ήταν περιορισμένα. Δεν είχα απολύτως καμία ταξική συνείδηση μέχρι να φύγουμε από τη Νέα Υόρκη για τα προάστια. Κι όμως οι άνθρωποι συνειδητοποιούν πολύ αργά ότι η ζωή που ζουν στο εξωτερικό είναι πολύ πιο δύσκολη από όσο περίμεναν.
Κανένα ταξίδι στο μεσαίο τάξη δεν είναι εγγυημένο. Σήμερα, πιστεύω πως η επισφάλεια της μεσαίας τάξης είναι ένα πολύ καθολικό φαινόμενο ανεξάρτητα από το ποια πορεία πήρε κάποιος για να επιτύχει το καθεστώς της μεσαίας τάξης.»
ΠΗΓΗ: vox.com